Σκέφτεται, λοιπόν, καί λέγει στόν ἑαυτό του: «Θά φύγω ἀπό τοῦτο τό μοναστήρι καί θά πάω ν’ ἀσκητεύσω μόνος μου ὡς ἀναχωρητής˙ κι ἐκεῖ, ἅμα δέν ἔχω καμιά σχέση μέ κανέναν καί ἡσυχάζω μόνος μου, θά πάψει νά μ’ ἐνοχλεῖ καί τό πάθος τῆς ὀργῆς».
Ἔφυγε, λοιπόν, ἀπό τό μοναστήρι καί πῆγε καί βρῆκε μία σπηλιά, ὅπου προσπάθησε νά ζήσει μόνος του.
Καί μία μέρα, βγῆκε νά γεμίσει τό σταμνί του μέ νερό˙ τό γέμισε καί τό ἀκούμπησε κάτω, ἀλλά ξάφνου τό βλέπει ν’ ἀναποδογυρίζει. Τό σήκωσε καί τό γέμισε γιά δεύτερη φορά, μά ἐκεῖνο ἀναποδογυρίστηκε ξανά. Θύμωσε τότε, τό ἅρπαξε καί τό ’καμε κομμάτια.
Πήγαινε, λοιπόν, καί πάλι νά ζήσεις στό κοινόβιο. Διότι, ἑαυτέ, ὅπου καί νά πᾶς, πρέπει ν’ ἀγωνίζεσαι καί νά ὑπομένεις»! Καί μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, σηκώθηκε πάλι κι ἐπέστρεψε στό κοινόβιό του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου