Τρίτη 16 Ιουλίου 2024

Ο ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ

Ο ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ
Πασχαλινὲς Ἱστορίες, ἀρ. 23


π. Δημητρίου Μπόκου

Ἀπὸ τὴ χαμηλὴ μακρόστενη τράπεζα τῆς μονῆς ἔφτανε ὣς ἔξω σὰν μουρμουρητὸ ἡ ἀργόσυρτη ἀνάγνωση τοῦ μοναχοῦ, ἐνῶ ἡ μικρὴ συνοδεία ἔτρωγε σιωπηλά. Ὅλη τὴν πασχαλινὴ ἑβδομάδα, τὴ Διακαινήσιμη, «ἥτις ὡς μία λαμπροφόρος ἡμέρα (τοῦ Πάσχα) λογίζεται», γινόταν «ἐν τῇ τραπέζῃ παράκλησις τοῖς ἀδελφοῖς μεγάλη εἰς πάντα». Μετὰ τὴν αὐστηρότατη τεσσαρακονθήμερη νηστεία τῆς Σαρακοστῆς καὶ τὴν ἀκόμα αὐστηρότερη τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας, τὸ τραπέζι τους ἦταν γεμάτο μὲ ὅλα τὰ (ἐπιτρεπόμενα στοὺς μοναχούς) καλά. 

Οἱ πέντε προσκυνητὲς μπῆκαν στὴν αὐλὴ τοῦ μικροῦ μοναστηριοῦ καὶ κοντοστάθηκαν διστακτικοί. Νὰ χτυπήσουν καὶ νὰ διακόψουν ἢ νὰ περιμένουν; Κάθισαν στὸ πεζούλι κουρασμένοι νὰ πάρουν ἀνάσα. Εἶχαν περπατήσει ἀπὸ τὴ νύχτα ἀρκετὲς ὧρες γιὰ νὰ φτάσουν στὴν ἀπόμερη σκήτη. Τὸ λαμπριάτικο ἀγέρι σάρωνε ἐλαφρὰ τὴν πλαγιά, ψηλαφοῦσε τὰ ἱδρωμένα τους σώματα. 

-  Ἐγὼ κρυώνω κιόλας, δὲν τὸ ρισκάρω ἄλλο! εἶπε ὁ πιὸ ἀνυπόμονος τῆς παρέας. Θὰ χτυπήσω, δὲν εἴμαστε δὰ καὶ ξένοι! 

Συγκατένευσαν ὅλοι σιωπηλοί. Κατακουρασμένοι ἀπὸ τὴν πολύωρη πεζοπορία, δὲν εἶχαν διάθεση νὰ διαφωνήσουν μὲ τὸν ἀνυπόμονο σύντροφό τους. Εἶχαν ἤδη ἀντιληφθεῖ καθ’ ὁδὸν τὸν ἀρκετὰ διεκδικητικὸ χαρακτήρα του. 

Ἔτσι σὲ λίγο βρισκόντουσαν καθισμένοι κι αὐτοὶ στὴ μοναστικὴ τράπεζα, δίπλα στὴ δωδεκάδα τῶν φιλόξενων μοναχῶν, ποὺ τοὺς ὑποδέχτηκαν μὲ χαρὰ καὶ τοὺς ἀγκάλιασαν μὲ γελαστὰ πρόσωπα. Μετὰ τὴ μικρὴ ἀναστάτωση, ὁ τραπεζάρης ἔφερε ἀμέσως πιάτα καὶ φαγητὸ καὶ γι’ αὐτούς, ἐνῶ ὁ ἀναγνώστης μοναχὸς συνέχισε τὴν ἀνάγνωση ποὺ εἶχε διακοπεῖ. 

Οἱ προσκυνητὲς ἔσκυψαν σιωπηλοὶ στὰ πιάτα τους ὅπως καὶ οἱ μοναχοί, ποὺ ἔτρωγαν χωρὶς καθόλου θόρυβο, ἀκούγοντας προσεκτικὰ τὴν ἀνάγνωση. Ὁ ταχθεὶς μοναχὸς εἶχε ἤδη διαβάσει ἕνα μικρὸ κομμάτι ἀπὸ «τὴν εἰς τὰς Πράξεις τῶν ἁγίων Ἀποστόλων ἑρμηνείαν τοῦ Χρυσοστόμου», ποὺ θὰ τὴν τελείωναν μέχρι τῶν Ἁγίων Πάντων. Κατόπιν προχώρησε στὴν ἀνάγνωση τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου. Τὴν εἶχαν ἤδη ἀρχίσει ἀπὸ τὴ Μεγάλη Σαρακοστή, τὴ διακόψανε τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα καὶ τώρα συνεχίζανε. Εἶχαν ἤδη φτάσει στὴν ἕβδομη διδασκαλία του, «Περὶ τοῦ ἑαυτὸν μέμφεσθαι». Ὅτι πρέπει νὰ κατηγοροῦμε τὸν ἑαυτό μας. 

Οἱ ἀδελφοὶ εἶχαν τελειώσει τὸ φαγητὸ καὶ ἄκουγαν ἀμίλητοι τὴν ἀνάγνωση, περιμένοντας νὰ ἀποφάνε καὶ οἱ ἐπισκέπτες. Ἡ βαρύτονη, ἐλαφρὰ βραχνή, φωνὴ τοῦ ἀναγνώστη μοναχοῦ ἔφερνε γλυκειὰ νύστα στὰ βλέφαρά τους, καθὼς βάραιναν ἀπὸ τὶς καθημερινὲς πανευφρόσυνες ἀναστάσιμες Λειτουργίες τῆς Διακαινησίμου, ποὺ τὶς τελοῦσαν ἀνελλιπῶς «ὄρθρου βαθέος», κατὰ τὴν τάξη τοῦ μοναστικοῦ τους προγράμματος. 

Ἡ ἀνάγνωση εἶχε φτάσει στὸ σημεῖο, ὅπου ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος ρωτάει: Γιατί ἀκούει κάποιος ἕναν προσβλητικὸ λόγο καὶ δὲν ταράζεται, σὰν νὰ μὴν τὸν ἄκουσε καθόλου; Καὶ γιατί ἄλλες φορὲς ἀκούει τὸν ἴδιο λόγο καὶ ταράζεται ἀμέσως; Καὶ ἀπαντάει ὁ ἴδιος: 

Τὸ πρῶτο συμβαίνει, ἐπειδὴ μπορεῖ νὰ προσεύχεται τὴ στιγμὴ ἐκείνη καὶ νὰ ἔχει μέσα του γαλήνη μεγάλη καὶ εἰρηνικὴ διάθεση. Ἔτσι ξεπερνάει τὸν κακὸ λόγο χωρὶς ταραχή. Ἢ μπορεῖ νὰ ἔχει πολλὴ συμπάθεια σὲ κάποιον καὶ ἔτσι ὑπομένει ἤρεμα κάθε κακή του συμπεριφορά. Μπορεῖ ὅμως καὶ νὰ περιφρονεῖ κάποιον τόσο πολύ, ποὺ νὰ ἀδιαφορεῖ ἐντελῶς γι’ αὐτόν, νὰ μὴν τὸν ὑπολογίζει κὰν γιὰ ἄνθρωπο καὶ νὰ μὴ δίνει καθόλου σημασία σὲ ὅ,τι λέει καὶ κάνει, πράγμα φυσικὰ ἀπαράδεκτο. 

Τὸ δεύτερο πάλι (τὸ νὰ ταράζεται κάποιος ἀπὸ τὸν κακὸ λόγο τοῦ ἄλλου) συμβαίνει, ἐπειδὴ τὴν ὥρα ἐκείνη δὲν βρίσκεται ἴσως σὲ καλὴ πνευματικὴ κατάσταση, ἢ ἐπειδὴ ἔχει κάποια ἀντιπάθεια γιὰ τὸν συγκεκριμένο ἄνθρωπο. Ὑπάρχουν βέβαια καὶ ἄλλες αἰτίες ποὺ προκαλοῦν τὴν ταραχή. 

Ἂν θέλουμε ὅμως νὰ μιλήσουμε καθαρά, ἡ αἰτία κάθε ταραχῆς ἀπὸ τὸν κακὸ λόγο ἢ τὴν κακὴ συμπεριφορὰ τοῦ ἄλλου, εἶναι μία: «Τὸ μὴ μέμφεσθαι ἑαυτούς». Ἐπειδὴ δὲν συνηθίσαμε νὰ κατηγοροῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ δὲν μάθαμε νὰ βλέπουμε τὶς ἁμαρτίες μας. Γι’ αὐτὸ νιώθουμε ὅλη αὐτὴ τὴν ταραχὴ καὶ δὲν βρίσκουμε ποτὲ ἀνάπαυση. 

Σὲ κάθε προσβολή, ὅποιος προλαβαίνει καὶ κατηγορεῖ τὸν ἑαυτό του καὶ παίρνει ἐπάνω του τὰ σφάλματά του καὶ θεωρεῖ ὅτι τοῦ ἀξίζει πράγματι τὸ κακὸ ποὺ τοῦ συμβαίνει, αὐτὸς δὲν ταράζεται ποτέ…

Ὁ ἀνυπόμονος προσκυνητὴς ποὺ μέχρι τότε, τρώγοντας σκυμμένος, ἄκουε σχεδὸν ἀδιάφορα, σήκωσε ξαφνικὰ τὸ κεφάλι του μὲ ἔντονη τὴν ἔκφραση τῆς ἀπορίας στὸ πρόσωπό του. Μιὰ παρόρμηση νὰ διακόψει τὴν ἀνάγνωση τὸν κέντρισε, μὰ ἕνα βλέμμα ἀπὸ τὸν συμπροσκυνητή του ἀπέναντι τὸν σταμάτησε. Ὁ μοναχὸς συνέχιζε τὴν ἀνάγνωση. 

Εἶπε ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος: Μπορεῖ νὰ πεῖ κάποιος: Ἂν μὲ στενοχωρήσει κάποιος καὶ ἐξετάσω τὴν καρδιά μου καὶ βρῶ ὅτι δὲν τοῦ ἔφταιξα πουθενά, πῶς μπορῶ τότε νὰ κατηγορήσω τὸν ἑαυτό μου;

Ὁ ἀνυπόμονος προσκυνητὴς δὲν κρατήθηκε ἄλλο. 

-  Αὐτὸ ἀκριβῶς ἤθελα νὰ πῶ, γέροντα! εἶπε μὲ ἔντονη φωνή, διακόπτοντας τὴν ἀνάγνωση καὶ ἀπευθυνόμενος στὸν γερο-ἡγούμενο τῆς συνοδείας. Μοῦ ἔχει συμβεῖ νὰ μὲ στενοχωρήσουν ἄνθρωποι ποὺ δὲν τοὺς ἔφταιξα ἐγὼ καθόλου. 

Ὁ πολιὸς γέροντας χαμογέλασε καὶ τοῦ ἔκανε νεῦμα νὰ ἀκούσει καὶ τὴ συνέχεια. 

-  Τὸ ἐξηγεῖ ὄμορφα ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος, εἶπε μαλακά. Μὴ βιάζεσαι! 

Ἡ βαθειὰ φωνὴ τοῦ μοναχοῦ συνέχισε. 

Ἂν ἐξετάσει κάποιος προσεκτικά, εἰλικρινὰ καὶ μὲ φόβο Θεοῦ τὸν ἑαυτό του, θὰ βρεῖ σίγουρα ὅτι κάποια ἀφορμὴ θὰ ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο ποὺ τὸν στενοχώρησε, εἴτε μὲ κάποιο λόγο, εἴτε μὲ κάποια ἐνέργεια καὶ πράξη. Καὶ ἂν ὄχι στὴν παρούσα συγκεκριμένη περίσταση, ἴσως νὰ τὸν στενοχώρησε κάποια ἄλλη φορὰ στὸ παρελθόν, εἴτε πάνω στὸ ἴδιο θέμα εἴτε σὲ κάτι ἄσχετο, διαφορετικό. 

Ὁ προσκυνητὴς γιὰ δεύτερη φορὰ δὲν μπόρεσε νὰ συγκρατηθεῖ. 

-  Μὰ ἐδῶ εἶναι τὸ θέμα, ἅγιε ἡγούμενε! Ὑπῆρξαν περιπτώσεις ποὺ μοῦ φέρθηκαν ἄσχημα καὶ μὲ ἀδίκησαν ἄνθρωποι ποὺ δὲν τοὺς γνώριζα καθόλου. Ἄγνωστοι, ποὺ δὲν τοὺς ἔκανα ποτὲ τὸ παραμικρὸ κακό. Πῶς μπορῶ σὲ τέτοιες περιπτώσεις νὰ κατηγορῶ τὸν ἑαυτό μου καὶ νὰ πάρω πάνω μου τὸ φταίξιμο; 

-  Ὑπομονή, παιδί μου, θὰ τὸ λύσουμε τὸ θέμα! εἶπε ὁ γερο-ἡγούμενος καὶ ἔκανε νεῦμα στὸν ἀναγνώστη νὰ συνεχίσει. 

Συμβαίνει κάποτε, ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος, νὰ μὴν ἔχει φταίξει κάποιος ποτὲ ἀπέναντι σ’ αὐτὸν ποὺ τὸν στενοχωρεῖ. Ἴσως ὅμως νὰ ἔχει φταίξει ἀπέναντι σὲ κάποιον ἄλλον, ὁπότε καὶ πάλι χρωστάει. Ἢ νὰ ἔχει κάνει ὁποιαδήποτε ἄλλη ἁμαρτία. Εἶναι ὀφειλέτης στὸν Θεό. Ἂν λοιπόν, ὅπως προεῖπα, ἐξετάσει κάποιος τὸν ἑαυτό του μὲ φόβο Θεοῦ, θὰ τὸν βρεῖ ὁπωσδήποτε φταίχτη. 

Ὁ προσκυνητὴς δὲν φάνηκε νὰ πείθεται. 

-  Ἔ, ὄχι, δὲν εἶναι λογικὴ αὐτή! Δὲν μπορῶ νὰ σκεφτῶ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐγὼ ποτέ! 

-  Καὶ γιατί παρακαλῶ; ρώτησε ὁ γέροντας. Λίγες φορὲς φερθήκαμε ἀνάρμοστα ἀπέναντι σὲ συνανθρώπους μας; Κι ἀπέναντι στὸν Θεό; Κάθε μέρα, κάθε στιγμὴ δὲν ἁμαρτάνουμε; Μὲ σκέψεις, μὲ λόγια, μὲ ἔργα; Δὲν εἴμαστε λοιπὸν ὀφειλέτες, φταῖχτες, ἀπέναντι σὲ Θεὸ καὶ ἀνθρώπους; Μὲ ἕνα χρέος τεράστιο, συσσωρευμένο μιὰ ὁλόκληρη ζωή; Ἔ, καὶ ὁ Θεὸς διαχειρίζεται τὸ χρέος μας μὲ τὸν δικό του τρόπο. Θὰ τοῦ ὑποδείξουμε ἐμεῖς τί νὰ κάνει; Θὰ κάνουμε κουμάντο στὸν Θεὸ ἐμεῖς; Ὀφειλέτες του εἴμαστε, τοῦ χρωστᾶμε. Μᾶς βάζει νὰ πληρώσουμε λοιπὸν ὅπου θέλει, ὅπου κρίνει ὅτι εἶναι ὠφελιμότερο γιὰ μᾶς. Κάποιες φορὲς ἀλλοῦ ἔχουμε φταίξει καὶ ἀλλοῦ ξεπληρώνουμε. «Ἐν ἄλλοις πταίομεν καὶ ἐν ἄλλοις ἀπολαμβάνομεν». Ἀπὸ ’κεῖ ποὺ κάνει ὁ ἄνθρωπος δὲν βρίσκει, ἀπὸ ’κεῖ ποὺ δὲν κάνει βρίσκει, λέει ἡ παροιμία. Ὅταν βλέπουμε λοιπὸν ὅτι δὲν φταῖμε σὲ κάποια περίσταση, ἂς σκεφτόμαστε ὅτι ἔχουμε φταίξει κάπου ἀλλοῦ καὶ μάλιστα πολλὲς φορές. Μᾶς φαίνονται παράξενα καὶ προκλητικὰ τὰ λόγια του ἁγίου;

-  Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς ναί, δὲν εἶχα σκεφτεῖ ποτὲ μὲ τέτοιο τρόπο, εἶπε μουδιασμένος λίγο τώρα ὁ προσκυνητής. 

-  Τί γιορτάσαμε τὴν περασμένη ἑβδομάδα; Δὲν εἴδαμε τὸν Χριστὸ νὰ κάνει ὄχι μόνο ὅσα λέγει ὁ ἅγιος, ἀλλὰ πολὺ περισσότερα; 

Ὁ προσκυνητὴς τὸν κοίταξε μὲ ἀπορία. 

-  Ἐξήγησέ μας, γέροντα! τοῦ εἶπε. 

-  Μὰ θέλουν ἐξήγηση τὰ αὐτονόητα; Πόσες βρισιὲς καὶ προσβολὲς δέχτηκε ὁ Χριστός; Ὅσες μπόρεσαν νὰ ἐφεύρουν τὰ διεστραμμένα μυαλὰ τῶν ὄχλων. Χωρὶς νὰ φταίει καθόλου, ὄντας ὁ μόνος ἀναμάρτητος καὶ ἀθῶος. Ἐκεῖνος ὅμως στάθηκε μπροστὰ σὲ ὅλα σιωπηλός, ἀτάραχος. Σὰν νά ’ταν ἄξιος γιὰ κάτι τέτοιο. Σὰν νά ’ταν πράγματι φταίχτης, τὸ σκουπίδι τοῦ κόσμου. Χωρὶς καμμιὰ ἀπολογία, χωρὶς καμμιὰ κουβέντα γιὰ δικαίωση τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἔφτασε στὴν ἄκρα ταπείνωση. Ἀφέθηκε νὰ τὸν θεωρήσουν παλιάνθρωπο. Σὰν τὸν χειρότερο κακοῦργο. «Καὶ μετὰ ἀνόμων ἐλογίσθη».

Ἀλλὰ τὸ ἀσυγκρίτως περισσότερο ποὺ ἔκανε, ἦταν ὅτι πῆρε πάνω του, ὄχι τὶς δικές του ἁμαρτίες ποὺ δὲν εἶχε, ἀλλὰ τὶς ἁμαρτίες ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ μέχρι τὸν τελευταῖο ἄνθρωπο ποὺ θὰ ὑπάρξει στὴ γῆ. Στὸν Σταυρὸ ἀνέβηκε «ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου». Πῶς εἶναι νὰ σηκώνεις τὶς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου; Νὰ θεωρεῖσαι ἔνοχος καὶ φταίχτης γιὰ τὶς ἁμαρτίες ὅλων; Βαθύτατο μυστήριο, δυσθεώρητο στὴ δική μας αἴσθηση, ἀπρόσιτο στὴ μικρή μας λογική! «Τὸ βάθος τοῦ μυστηρίου τούτου εἶναι ἀποκεκρυμμένον ἀφ’ ἡμῶν» (ἅγ. Σωφρόνιος). Οἱ ἁμαρτίες ἑνὸς καὶ μόνο ἀνθρώπου, μιὰ ὁλόκληρη ζωή, εἶναι ἀναρίθμητες. Οἱ ἁμαρτίες τώρα ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ὅλων τῶν γενεῶν, πόσο νὰ ζυγίζουν ἄραγε; Ποιὸς μπορεῖ νὰ νιώσει τί ἀβάσταχτο βάρος σήκωσε Ἐκεῖνος; Τί πρωτάκουστο μαρτύριο, χωρὶς νὰ διαμαρτυρηθεῖ καθόλου; «Ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη καὶ ὡς ἀμνὸς ἄφωνος…, οὕτως οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα αὐτοῦ».

Δὲν ἐξαγριώθηκε, δὲν ἄρχισε τὶς κατάρες γιὰ τοὺς ὑβριστές του, δὲν ταράχτηκε οὔτε στὸ ἐλάχιστο. Σήκωσε τὶς ἀνείπωτες ὕβρεις, τὶς ἄπειρες συκοφαντίες, τὸ πρωτόγνωρο μαρτύριό του ἤρεμος, γαλήνιος, εἰρηνικός, συγχωρώντας μόνο μὲ ἀγάπη καὶ πόνο. Θεώρησε πὼς εἶναι πρέπον νὰ πληρώσει Ἐκεῖνος γιὰ ὅλους. Κι ἐμεῖς δὲν μποροῦμε οὔτε τὶς δικές μας ἁμαρτίες νὰ παραδεχτοῦμε καὶ νὰ ἐπωμιστοῦμε ἀπέναντι στὸν Θεό! 

Ὁ προσκυνητὴς δὲν τό ’βαζε ἀκόμα κάτω. 

-  Γέροντα, εἶπε βιαστικά, δὲν διαφωνῶ πὼς ὅ,τι ἔκανε ὁ Χριστὸς εἶναι ὄντως ἀνεπανάληπτο. Μὰ δὲν ἔπρεπε νὰ τὰ κάνει αὐτά; Καὶ πῶς μπορῶ, ἄνθρωπος ἐγώ, νὰ ὑπομείνω τέτοιες προσβολὲς ποὺ ἄντεξε Ἐκεῖνος ὡς Θεός; 

-  Θέλησε, δὲν ἦταν καθόλου ὑποχρεωμένος νὰ τὰ κάνει αὐτά. Ἐμεῖς χρωστούσαμε, ὄχι Ἐκεῖνος. Καὶ πόνεσε σὰν ἄνθρωπος. Ὅπως ἀκριβῶς θὰ πονούσαμε κι ἐμεῖς. Ὡς ἄνθρωπος ὑπέφερε, ὄχι ὡς Θεός. 

-  Καὶ πάλι, δὲν μπορῶ νὰ φανταστῶ ἄνθρωπο ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἀντέξει τέτοιες προσβολὲς καὶ συκοφαντίες. 

-  Ἔτσι νομίζεις; παρατήρησε ἤρεμα ὁ γέροντας. Τὰ ἔργα ποὺ ἔκανε Ἐκεῖνος, μποροῦμε νὰ τὰ κάνουμε κι ἐμεῖς. Ἐκεῖνος εἶπε ὅτι μποροῦμε καὶ περισσότερα ἀκόμα. Κάθε καλὸ μὲ τὴ δική του δύναμη τὸ κάνουμε. Δὲν ἄκουσες τί ἔκανε κάποτε ἕνας θαυμάσιος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ; 

-  Ὄχι, γέροντα. Δὲν ἔχω κάτι ἀκουστά. 

-  Ἀνῆκε στοὺς μεγάλους ἀσκητὲς τῆς αἰγυπτιακῆς Θηβαΐδας. Ἀσκήτευσε στὸ ὄρος τῆς Νιτρίας. Ἔμαθε τὴν ἀσκητικὴ ζωὴ ἀπὸ ἀλάνθαστο δάσκαλο, μαθητεύοντας κοντὰ στὸν ἅγιο Ἀντώνιο. Καὶ ἔγινε καὶ αὐτὸς μεγάλος καὶ τρανὸς σὰν ἐκεῖνον. Φημισμένος γιὰ τὴν ταπείνωσή του. Καὶ ὅσοι τὸν γνώρισαν, ἔλεγαν γι’ αὐτόν, «ὅτι γέγονε, καθώς ἐστι γεγραμμένον, Θεὸς ἐπίγειος». Καὶ ὅπως ὁ Θεὸς σκεπάζει τὸν κόσμο, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ὁ ταπεινὸς αὐτὸς μοναχὸς σκέπαζε τὰ ἐλαττώματα τῶν ἄλλων. Τὰ ἔβλεπε «ὡς μὴ βλέπων»καὶ τὰ ἄκουγε «ὡς μὴ ἀκούων». Ἔπαιρνε τὸ φταίξιμο πάνω του, ἀντὶ νὰ βγάζει φταῖχτες καὶ νὰ κατηγορεῖ τοὺς ἄλλους. Ἀκοῦς, νεαρέ μου; Ἄκουσε τώρα τί τρομερὸ συνέβη στὸν μακάριο ἐκεῖνο ἄνθρωπο. 

Ἦταν ἀκόμα νέος μοναχὸς καὶ ἔμενε σὲ κελλὶ κοντὰ σὲ κατοικημένο τόπο στὴν Αἴγυπτο. Στὴν κοντινὴ κωμόπολη δὲν εἶχαν ἱερέα καὶ ἔτσι ὑποχρέωσαν τὸν ἀσκητή, παρὰ τὴ θέλησή του, νὰ χειροτονηθεῖ. Γιὰ νὰ ἐξυπηρετεῖ ὡς ἐφημέριος τὴν κωμόπολη. Μὰ ἐκεῖνος, φιλέρημο τρυγόνι, ἐραστὴς τῆς ἡσυχίας, δὲν ἤθελε νὰ μπλέξει μὲ τὶς φροντίδες τοῦ κόσμου. Ἀποφάσισε λοιπὸν νὰ μὴν ἀσκήσει συστηματικὰ τὸ λειτούργημα τῆς ἱερωσύνης. Ἔτσι ἔφυγε κρυφὰ γιὰ νὰ μονάσει σὲ ἄλλο τόπο. Ἕνας ντόπιος ἐκεῖ εὐλαβὴς ἄνθρωπος προσφέρθηκε νὰ τὸν ἐξυπηρετεῖ, νὰ πουλάει δηλαδὴ τὰ μικρά του ἐργόχειρα καὶ νὰ τοῦ ἀγοράζει τὰ ἐλάχιστα πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαῖα. 

Δὲν ἄργησε ὅμως ἕνας δυνατὸς πειρασμὸς νὰ φέρει τὰ ἄνω κάτω στὴ ζωὴ τοῦ μοναχοῦ. Στὸ κοντινότερο χωριὸ μιὰ νεαρὴ κοπέλα, παρθένα, παραστράτησε, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μείνει ἔγκυος ἀπ’ τὴν παράνομη σχέση της. Ὅταν μεγάλωσε ἡ κοιλιά της καὶ δὲν κρυβόταν πλέον ἄλλο τὸ πράγμα, οἱ δικοί της πέσανε πάνω της νὰ τὴ φάνε. Τὴν πίεζαν νὰ μαρτυρήσει ποιὸς τὸ ἔκανε. Γιὰ νὰ γλυτώσει ἡ ἴδια καὶ νὰ καλύψει τὸν πραγματικὸ δράστη, εἶπε ὅτι τὴ διέφθειρε ὁ ξένος ἀναχωρητής. Ξεσηκώθηκε ἀμέσως ὅλο τὸ χωριὸ καὶ ἦρθαν καταπάνω στὸν ἀσκητή. Τὸν συνέλαβαν, κρέμασαν στὸ λαιμό του μαυρισμένες χύτρες καὶ ξύλινες κουτάλες, τὸν ἔσυραν βίαια καὶ τὸν διαπόμπευσαν κατόπιν σ’ ὅλα τὰ δρομάκια τοῦ χωριοῦ, χτυπώντας τον συνεχῶς καὶ λέγοντας ἐν χορῷ: 

-  Αὐτὸς ὁ καλόγερος διέφθειρε τὸ κορίτσι μας. Δῶστε του! Βαράτε τον! 

Τὸν χτύπησαν τόσο πολύ, ποὺ παρὰ λίγο νὰ πεθάνει. Εὐτυχῶς κατέφθασε κάποια στιγμὴ ἕνας γέρος καὶ τοὺς σταμάτησε φωνάζοντας: 

-  Ὣς πότε πιὰ θὰ χτυπάτε τὸν ξένο μοναχό; 

Ὁ διακονητὴς ποὺ ἐξυπηρετοῦσε τὸν μοναχὸ ἀκολουθοῦσε πίσω του ντροπιασμένος. Τὸν ἔβριζαν κι αὐτὸν ἄσχημα καὶ τὸν κορόιδευαν λέγοντας: 

-  Καμάρωσε τὸν ἀναχωρητή σου, ποὺ μᾶς τὸν ἐπαινοῦσες καὶ τὸν εἶχες περὶ πολλοῦ! Βλέπεις λοιπὸν τί ἔκανε; 

Ἐξοργισμένοι οἱ γονεῖς τῆς κοπέλας φώναζαν: 

-  Δὲν τὸν ἀφήνουμε ἀπὸ τὰ χέρια μας, ἂν δὲν ὑποσχεθεῖ ὅτι θὰ ταΐζει ἀπὸ δῶ καὶ πέρα τὴν κόρη μας καὶ θὰ τὴ συντηρεῖ. Καὶ νὰ βάλει καὶ κάποιον ἐγγυητὴ γι’ αὐτό. 

Ὁ ἀναχωρητὴς παρακάλεσε τότε τὸν διακονητή του νὰ ἐγγυηθεῖ γι’ αὐτόν. Ἐκεῖνος δέχτηκε καὶ μόνο ἔτσι ἄφησαν τὸν μοναχὸ ἀπὸ τὰ χέρια τους. Ὑποβασταζόμενος ἀπὸ τὸν διακονητή, σύρθηκε μὲ κόπο στὸ κελλί του. Μάζεψε τρικλίζοντας ὅσα καλάθια καὶ κοφίνια εἶχε ἕτοιμα καὶ τοῦ τὰ ἔδωσε. 

-  Πάρτα, τοῦ λέει. Πούλησέ τα καὶ δῶσε στὴ «γυναίκα» μου νὰ φάει. 

Καὶ ἔλεγε μέσα του διασκεδάζοντας τὸ πράγμα: 

-  Ταλαίπωρε καλόγερε! Νὰ λοιπόν, ποὺ βρῆκες γιὰ τὸν ἑαυτό σου καὶ γυναίκα. Δούλευε τώρα ἀσταμάτητα, γιὰ νὰ τὴν τρέφεις κι αὐτήν.

Καὶ ἐργαζόταν πλέον νύχτα-μέρα γιὰ νὰ τῆς στέλνει ἀνελλιπῶς «διατροφή». 

Ἔφτασε ὅμως κάποτε ὁ καιρὸς τῆς ἄθλιας ἐκείνης νὰ γεννήσει. Τὴν ἔπιασαν ἀβάσταχτοι πόνοι, σφάδαζε μέρες πολλές, βασανιζόταν φριχτά, μὰ γέννα πουθενά. Ὅλοι ἀποροῦσαν.

-  Τί εἶναι τοῦτο πάλι; ἔλεγαν. 

Μὴ ἀντέχοντας ἄλλο τὸ φοβερό της μαρτύριο ἐκείνη, ὁμολόγησε τέλος τὴν ἀλήθεια. 

-  Ξέρω πολὺ καλὰ ἐγὼ τί μοῦ συμβαίνει, εἶπε μὲς στὶς σπαραχτικές της κραυγές. Δὲν μοῦ ’φτανε ποὺ ἔπεσα στὴν ἁμαρτία τῆς πορνείας, ἀλλὰ συκοφάντησα καὶ τὸν ἀναχωρητή. Δὲν μοῦ ἔφταιξε σὲ τίποτε ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Κανένα κακὸ δὲν μοῦ ἔκανε ποτέ. Ὅ,τι εἶπα γι’ αὐτὸν ἦταν ψέματα. Ἄλλος ἔκανε τὴ δουλειά, ἕνας νεαρός, ὁ «τάδε»… 

Μόλις ἡ φοβερὴ ὁμολογία βγῆκε ἀπὸ τὸ στόμα της καὶ ἔλαμψε ἡ ἀλήθεια, ἔδωσε ὁ Θεὸς καὶ ἡ ταλαίπωρη λευτερώθηκε ἀπὸ τοὺς πόνους ποὺ τὴν ἔσφαζαν. Ἐπιτέλους γέννησε. 

Γεμάτος χαρὰ ὁ διακονητὴς ἔφερε τὰ νέα στὸν ἀναχωρητή. 

-  Δὲν μπόρεσε ἡ «κυρά» μας νὰ γεννήσει, μέχρι ποὺ ὁμολόγησε πὼς δὲν τῆς ἔκανες τίποτε κακὸ ἐσὺ ποτέ, ἀλλὰ αὐτὴ εἶπε ψέματα ἐναντίον σου. Τὸ μαντάτο κυκλοφόρησε ἀστραπή. Ὅλο τὸ χωριὸ ξεσηκώθηκε. Ξεκίνησαν ὅλοι τους γιὰ ἐδῶ. Θέλουν νὰ σὲ δοξάσουν τώρα καὶ νὰ σοῦ ζητήσουν συγχώρηση. Νὰ σοῦ βάλουν μετάνοια γιὰ ὅ,τι σοῦ ἔκαναν. 

Στὰ λόγια αὐτὰ ὁ ταπεινὸς μοναχὸς τινάχτηκε ὄρθιος. 

-  Αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ γίνει ποτέ! εἶπε ἀποφασιστικά. Θὰ μὲ στενοχωρήσουν πολὺ ἂν κάνουν κάτι τέτοιο. Δὲν ἔγινα καλόγερος γιὰ νὰ μὲ δοξάζουν. Μπορεῖ καὶ νὰ μὲ καταστρέψει αὐτό. 

Ἀσπάστηκε γρήγορα μὲ συγκίνηση καὶ εὐγνωμοσύνη τὸν διακονητή του. Τὸν εὐχαρίστησε θερμὰ ποὺ ἔγινε συγκοινωνός του στὴ σκληρὴ δοκιμασία του. Χωρὶς δεύτερη κουβέντα πῆρε τῶν ὀμματιῶν του καὶ ἔφυγε. 

Ὁ προσκυνητὴς δὲν μιλοῦσε. Ἡ διήγηση τὸν εἶχε ἐπηρεάσει. Ὁ γέροντας συνέχισε. 

-  Μπορεῖς νὰ νιώσεις τί σήμαινε γιὰ τὸν καλόγερο νὰ συκοφαντηθεῖ μὲ τέτοιο τρόπο; Νὰ τὸν χτυπήσουν στὸ ἀδύνατο σημεῖο; Καὶ ὅμως! Εἶδες πῶς σήκωσε ἀτάραχος τὴ συκοφαντία, τὶς προσβολές, τὴ διαπόμπευση; Πῆρε τὸ σφάλμα ἐπάνω του. Θεώρησε τὸν ἑαυτό του ὑπεύθυνο, ἁμαρτωλό, ὅτι τοῦ ἄξιζε κάτι τέτοιο. Σταυρώθηκε. Πῶς νὰ σκεφτόταν ἄραγε; «Ὁ Χριστὸς ὑβρίσθηκε χωρὶς νὰ φταίει καθόλου, ὄντας ἀναμάρτητος. Ἐγώ, γεμάτος ἁμαρτίες, νὰ μὴν ὑβρισθῶ; Ἀνεύθυνος μὲν γιὰ τὴ συγκεκριμένη συκοφαντία, ὑπεύθυνος ὅμως ἔναντι τοῦ Θεοῦ γιὰ πλεῖστες ὅσες ἄλλες ἁμαρτίες». Ὑπέμεινε μὲ θαυμαστὴ καρτερία τὴ σταύρωσή του καὶ ἔφτασε ἔτσι στὴν ἀνάσταση. Θαυμάσιος ὄντως ἄνθρωπος! 

-  Δὲν θὰ μποροῦσα ἐγὼ νὰ ἀντέξω τέτοιο πράγμα ποτέ! εἶπε τελικὰ ὁ προσκυνητής. Θὰ εἶχα γκρεμίσει τὸ σύμπαν, ἂν μοῦ συνέβαινε κάτι τέτοιο. Οὔτε νὰ τὸ φανταστῶ δὲν μπορῶ! 

-  Γι’ αὐτὸ μᾶς κυνηγάει παντοῦ ἡ ταραχή. Δὲν ἔχουμε ποτὲ εἰρήνη στὴν καρδιά μας. Δὲν ἀναπαύεται ἡ ψυχή μας πουθενά. Σὲ κάθε ἐνόχληση ἀπὸ τὸν ἀδελφό μας, μικρὴ ἢ μεγάλη, ἔρχονται τὰ ἄνω κάτω. Γινόμαστε ἀμέσως ἀπὸ δυὸ χωριά. Γιατὶ πασχίζουμε μὲ κάθε τρόπο νὰ βγάλουμε τὸν ἄλλο φταίχτη, νὰ ρίξουμε σ’ αὐτὸν τὴν εὐθύνη. Στὸν ἑαυτό μας ποτέ. Καὶ ἂς λένε οἱ ἅγιοί μας: Ὅ,τι κι ἂν πάθουμε, «ἐκ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν πάσχομεν». Ξεχνᾶμε τὸν ἅγιο ἐκεῖνον ποὺ ἔλεγε: Ὅ,τι πρόβλημα καὶ ἂν σοῦ τύχει, νὰ λές: «Διὰ τὰς ἁμαρτίας μου τοῦτο συνέβη». Δὲν εἶναι ὁ ἄλλος ποὺ μᾶς φταίει πραγματικά. Ἀλλὰ ἐμεῖς, ὀφειλέτες στὸ ἔπακρο, γεμάτοι ἁμαρτίες καὶ πάθη, ἀφήσαμε τὴ μόνη εὐθεία καὶ πραγματικὴ ὁδὸ ποὺ διδάσκουν οἱ Πατέρες μας, «τὸ μέμφεσθαι ἑαυτούς», καὶ ἀκολουθοῦμε τὴ στρεβλὴ ὁδό, «μεμφόμενοι τὸν πλησίον».

-  Πολὺ δύσκολο νὰ τὸ καταφέρουμε αὐτό, γέροντα, ἀδύνατο θὰ ἔλεγα! εἶπε σκεφτικὸς τώρα ὁ προσκυνητής. 

-  Ἐπειδὴ μᾶς λείπει ἡ ἀληθινὴ ταπεινοφροσύνη καὶ δὲν μποροῦμε νὰ παραδεχτοῦμε τὰ σφάλματά μας! ἀπάντησε ὁ γέροντας. Οἱ ἅγιοι ὅμως τὸ κατόρθωναν αὐτό. Ἡ ταπείνωση τοὺς ἔδινε ἀταραξία καὶ γαλήνη σὲ ὅ,τι καὶ ἂν τοὺς συνέβαινε. Τοὺς τὸ ἀναγνώριζε ἀκόμα καὶ ὁ ἀταπείνωτος διάβολος: «Ὅσα κάνετε ἐσεῖς μποροῦμε νὰ τὰ κάνουμε κι ἐμεῖς. Μόνο στὴν ταπεινοφροσύνη διαφέρετε ἀπὸ ἐμᾶς καὶ μᾶς νικᾶτε». Εἶναι σταυρὸς αὐτὸ γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ναί, ὁ πιὸ βαρύς, ὁ πιὸ μεγάλος. Μὰ ἐμεῖς θέλουμε νὰ δικαιωνόμαστε πάντα. Ἀπευχόμαστε, φοβούμαστε τὴ σταύρωσή μας. Ὅμως δὲν ἔρχεται ἀνάσταση ἀλλιῶς. 

Μὲ τὰ τελευταῖα λόγια του ὁ ἡγούμενος ἔδωσε τὸ σύνθημα καὶ σηκώθηκαν. Ἔψαλαν ὅλοι γεμάτοι εὐφροσύνη τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» καὶ ἀποσύρθηκαν γιὰ λίγο στὰ κελλιά τους, προτοῦ καταπιαστοῦν μὲ τὰ ποικίλα διακονήματά τους. Ὁ τραπεζάρης σήκωσε τὰ πιατικὰ καὶ καθάρισε τὴν τράπεζα, ἐνῶ ὁ ἀρχοντάρης πῆρε τοὺς προσκυνητὲς γιὰ νὰ τοὺς δώσει δωμάτια στὸν μικρὸ ξενώνα. 

Στὸ νοικοκυρεμένο προαύλιο τῆς μικρῆς μονῆς, παρέα μὲ τοὺς ἄλλους ὁ ἀνυπόμονος προσκυνητής, ἀνάσαινε τὴν εὐωδιὰ τῆς ἄνοιξης. Ὁ χειμώνας, ἡ παγωνιά, εἶχαν περάσει. Μπουμπούκια καὶ πρώιμα λουλούδια προμήνυαν μὲ σιγουριὰ τὸ ξανάνιωμα τῆς φύσης. Πρόσεχε γιὰ πρώτη φορὰ τὴ σταυροαναστάσιμη αὐτὴ πορεία, ἔμπαινε σιγά-σιγὰ στὸ νόημά της. Ὁ κόσμος μπρός του φάνταζε διαφορετικός, θαυμαστός, πρωτόγνωρος. Ἔνιωθε πιὸ ἤρεμος ἀπὸ ποτέ. 

Στὴν καρδιά του πρόβαλε δειλά, μακρινὸ ψυχανέμισμα, ὁ ἔνθεος πόθος, νά ’ναι κι αὐτὸς μὲς στὸν εὐλογημένο κόσμο τοῦ Χριστοῦ! 

Πάσχα 2024 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου