(Ἀστρολάβος: ὄργανο ποὺ χρησίμευε παλιὰ στὴ ναυσιπλοΐα γιὰ τὸν προσδιορισμὸ τοῦ ὕψους τῶν ἀστεριῶν πάνω ἀπὸ τὸν ὁρίζοντα )
Γής εἶναι ἡ μητέρα μας, ἀπ’ αὐτήνα βγήκαμε καὶ πάλε σὲ δαύτη θὰ γυρίσουμε. Ὅλα τὰ ζωντανὰ πλάσματα τούτη τὰ θρέφει, κάθε σπέρμα τούτη τὸ βλασταίνει στὴ στεριὰ καὶ μέσα στὴ θάλασσα, στὰ ποτάμια καὶ στὶς λίμνες. Στὰ σπλάχνα της πάλε βαστᾶ ἄλλα τόσα ἄψυχα, λογῆς λογῆς πετράδια, ἀσήμια, μαλάματα, σίδερα, ἁλάτια κι ἄλλα πράματα μυστικά, ποὺ δὲν τὰ ξέρει κανένας.
Σὰν ἕνα σπυρὶ θὲ νά ‘ναι ἀνάμεσα στ’ ἄλλα τ’ Ἄστρα, κι ἂς εἶναι τὸ πιὸ μεγάλο πρᾶμα ποὺ ξέρουμε. Ἀπορεῖ ἄνθρωπος μὲ τί τρόπο σηκώνει τὰ βαριὰ βουνά, τὶς θάλασσες, τὶς πολιτεῖες, καὶ γυρίζει μέσα στ’ ἀπέραντο πέλαγο τ’ οὐρανοῦ, γιὰ τοῦτο οἱ παλαιοὶ πιστεύανε πὼς στέκεται δίχως νὰ σαλέψει, θεμελιωμένη στὸν αἰῶνα.
Οἱ πολλοὶ ἄνθρωποι δὲν κάθουνται νὰ στοχαστοῦνε ποτὲ καλὰ τοῦτον τὸν κόσμο ποὺ μᾶς τριγυρίζει κι ἀπορῶ πῶς μποροῦνε καὶ ζοῦνε, μάλιστα λογαριάζουνε τὸν ἑαυτό τους φτυχισμένον στεκάμενοι διψασμένοι μακριὰ ἀπὸ τούτη τὴ χρυσῆ βρύση π’ ἀναβρύζουνε ὅσα γλυκὰ αἰστήματα ἀναπαύουνε τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κάνουνε νὰ φχαριστᾷ τὸ Θεό, γιατί γεννήθηκε σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Ὅποιος δὲν ἤπιε ἀπὸ τοῦτο τ’ ἁγιασμένο νερὸ τοῦ Μπαλουκλή, νὰ μὴ λέγει πὼς εἶναι φτυχισμένος, ἂς πάει νά ‘χει καὶ τὰ πλούτη τοῦ Κροίσου.
Τὴν πλάση οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες τὴ λέγανε Κόσμο, ποὺ θὰ πεῖ στολίδι, μὰ ἰδιαίτερα Κόσμο εἴπανε ὅσα βρίσκουνται ἀπάνου στὴ Γῆς καὶ τὴ στολίζουνε σὰ νά ‘ναι τὸ πλουμισμένο ροῦχο της. Τὸν παλιὸν καιρὸ οἱ κοπέλες κεντούσανε στὰ ροῦχα τους ξόμπλια ποὺ παρασταίνανε ἀλλοῦ τὸν Οὐρανὸ μὲ τ’ ἄστρα, ἀλλοῦ τὴ Γῆς μὲ τὰ λουλούδια, ἀλλοῦ τὴ Θάλασσα μὲ τὰ ψάρια. Καὶ τὰ πιὸ πολλὰ ἀγάλματα παρασταίνουνε ἀλληγορικὰ μὲ πρόσωπα πότε τὴ Θάλασσα, πότε τὸν Ἥλιο, πότε τὸ Φεγγάρι κι ἄλλα.
Τὰ πιὸ μεγαλόπρεπα στολίδια τῆς Γῆς εἶναι τὰ Βουνά, ποὺ πολλὰ ἀπὸ δαῦτα φτάνουνε σ’ ἕνα ψῆλος νὰ ζαλιστεῖ ἄνθρωπος, τέσσερις χιλιάδες μπόγια καὶ παραπόνου, θεμελιωμένα στὸν αἰῶνα. Ἀπάν’ ἀπάνου οἱ κορφές τους εἶναι καπλαντισμένες μ’ ἀτσαλένια βράχια, φαγωμένα ἀπὸ τὰ δρολάπια κι ἀπ’ τ’ ἀστροπελέκια. Δὲν ἔχουμε ἐδῶ στὸν τόπο μας βουνὰ τόσο ψηλά, ὅσο εἶναι σὲ ἄλλες χῶρες, καὶ μολαταῦτα τὰ βουνὰ τῆς Ἑλλάδας πολλὲς φορὲς φαντάζουνε σὰν πιὸ μεγαλόπρεπα καὶ πιὸ ἀψηλὰ παρὰ κεῖνα τὰ θεόρατα Ἰμαλάγια τῆς Ἰντίας, ἐπειδὴς τὸν περισσότερον καιρὸ ὁ ἀγέρας εἶναι καθαρὸς καὶ κρουσταλλιασμένος καὶ τὰ δείχνει καθαρά, ποὺ θαρρεῖς πὼς εἶναι πέτρες κειτάμενες στὸν κάμπο, νὰ τὶς ἀγγίξεις μὲ τὸ χέρι σου. Ἐνῷ τὰ μεγάλα Βουνὰ τὰ ζώνουνε ἀντάρες καὶ σύννεφα καὶ τὰ κρύβουνε ὁλοχρονὶς ἀπὸ τὰ μάτια μας, κι ἔχουνε πολὺ μάκρος καὶ πολλὲς κορφές, ποὺ δὲν εἶναι πιὰ βουνὰ μονοκόμματα, παρὰ ἕνα χάος ἀληθινό. Γιατί ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος νὰ μπορεῖ νὰ νιώσει ὅ,τι πρᾶμα εἶναι στὰ μέτρα του καὶ στὶς δυνάμεις του, πιὸ πολὺ παρὰ ὅ,τι εἶναι ὄξω ἀπ’ ὅσο φτάνει τὸ μάτι του κι ἀπ’ ὅσο αἰσθάνεται ἡ καρδιά του. Τὸ ἴδιο εἶναι κι ὁ μέρμηγκας, τριγυρίζει γύρω ἀπὸ μιὰ πέτρα καὶ θαμάζεται καὶ λέει μέσα του τί θεόρατο βουνὸ εἶναι τοῦτο, γιατί κείνη ἡ πέτρα εἶναι σὲ ἀναλογία μὲ τὸ μπόϊ του, ἐνῷ ἡ Γκιόνα καὶ τ’ Ἄγραφα εἶναι γι’ αὐτὸν ἀκατανόητα, ἐπειδὴς δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὰ τηράξει καὶ νὰ τὰ θαμάξει.
Ἕνα τέτοιο πρᾶμα γίνεται καὶ στὴ Θάλασσα, μονάχα πὼς ὁ ταξιδευτῇς τραβῶντας μὲ τὸ καράβι του πολλὰ μερόνυχτα δίχως νὰ βρει στεριά, τὰ χάνει κι ἀπορεῖ ποῦ βρίσκεται τόσο νερὸ ποὺ λὲς καὶ δὲν ἔχει ἄκρια καὶ πάτο, ἐπειδὴς στὴ θάλασσα δὲν εἶναι μονάχα τὸ μάτι ποὺ τὸν κάνει νὰ θαμάζει, μὰ κι ὁ καιρὸς ποὺ περνᾶ ὥσπου νὰ βρει στεριά. Ἔχουνε νὰ ποῦνε πὼς οἱ Ἕλληνες τραγουδήσανε κι ἱστορήσανε μὲ πιότερο αἴστημα ἀπ’ ἄλλους τὰ φυσικὰ χτίσματα καὶ δὲν ἀφήσανε τίποτα νὰ μὴν τὸ στολίσουνε μὲ τὴ φαντασία τους, εἴτε Βουνό, εἴτε Θάλασσα, Ποτάμια, Νησιά, Βρῦσες, ἐπειδὴς μὲ τὸ νά ‘ναι μικρὴ ἡ χώρα τους κι ἡ θάλασσά τους γιομάτη μπουγάζια καὶ κόρφους, καὶ πλουμισμένη ἀπὸ πλῆθος νησιά, λὲς κι ἤτανε ἐπιταυτοῦ καμωμένα ὅλα τὰ φυσικὰ γιὰ τὸν ἄνθρωπο κι ἀγαπημένα ἀπὸ δαῦτον, κι ὄχι φοβερὰ κι ἀπέραντα ποὺ νὰ τὸν τρομάζουνε καὶ νὰ τὸν βουβαίνουνε. Καὶ τὰ παραστήσανε ὅλα τὰ φυσικὰ μὲ σκέδιο ἀνθρωπινό, τὶς Θάλασσες, τὰ Ποτάμια, τὰ Βουνά, τὶς Βρῦσες, τοὺς Ἀνέμους καὶ τ’ ἄλλα τῆς Γῆς.
Ἡ θάλασσα ἡ δική μας εἶναι μικρὴ γούρνα μπροστὰ στὸν Ὠκεανό, θέλω νὰ πῶ γιὰ τ’ Ἀρχιπέλαγο καὶ γιὰ τὴ Μαύρη Θάλασσα. Μὰ κι ἡ λεγόμενη Μεσόγεια Θάλασσα, πού ‘ναι τὸ μεγάλο πέλαγο γιὰ τὰ καράβια μας, εἶναι κι ἐκείνη μιὰ μικρὴ λίμνη, ἂν τὴ βάλεις κοντὰ στὸν Ὠκεανό. Γιὰ τοῦτο ὁ σοφὸς Πλάτωνας λέγει πὼς ἡ θάλασσα ποὺ βρίσκεται μέσα ἀπὸ τὶς Κολόνες του Ἡρακλέα (σημ. ὁ πορθμὸς τοῦ Γιβραλτὰρ) φαίνεται σὰ λιμάνι μὲ μιὰ στενὴ μπούκα κι οἱ ἄνθρωποι πού ζοῦνε γύρω της εἶναι ἴδια μερμήγκια ἢ βαθρακοὶ γύρω ἀπό ‘ναν βάλτο.
Στὰ σημερινὰ τὰ χρόνια οἱ ἀνθρῶποι πετᾶνε στὸν οὐρανὸ μὲ τ’ ἀεροπλάνα καὶ ταξιδεύουνε μὲ μεγάλη γληγοράδα, ὥστε νά ‘ρχεται ἡ μιὰ χώρα κοντὰ στὴν ἄλλη καὶ φαίνεται ἡ Γῆς ἴσα μ’ ἕνα πορτοκάλι. Μὲ τοῦτο δὲν πάει νὰ πεῖ πὼς ὁ κόσμος μίκρυνε. Πολλὰ μυστήρια εἶναι ἀκόμα, πλῆθος τόποι κρυμμένοι καὶ μυστικοί. Κι οἱ χῶρες οἱ ἀρχαῖες ἔχουνε πράματα ποὺ δὲν ἱστορηθήκανε, γιατί χιλιάδες χρόνια πατιοῦνται ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ χτίζουνε ὁλοένα χτίρια, φτιάνουνε καράβια κι ἄλλα χειροτεχνήματα, πλέκουνε ἱστορίες, ποὺ κάθε ἄνθρωπος μερακλὴς καὶ περίεργος θέλει νὰ τὰ μάθει καὶ νὰ τὰ σπουδάξει. Ἄλλη γνώση φχάριστη κι αἰσθηματικὴ γιὰ τὸν ἄνθρωπο σὰν τὴν ἱστορία τῆς Γῆς, λέγω νὰ μὴν ὑπάρχει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου