ο ΜΙΧΑΗΛ Γ. ΤΡΙΤΟΣ, Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ
* Αναμφίβολα οι ύμνοι των Χριστουγέννων, οι οποίοι γοητεύουν με την ομορφιά τους, πείθουν με το πνευματικό τους περιεχόμενο και εντυπωσιάζουν με τον πλούτο των εξαισίων εικόνων τους, εντάσσονται στα υψηλής ποιοτικής στάθμης ποιητικά κείμενα της ανθρωπότητας.
Διαθέτουν έξοχο συμβολισμό, βαθύτατη υποβλητικότητα και αποτελούν δείγματα αφθάστου θεολογικού βάθους, δογματικής ακριβολογίας και μετρικής τελειότητας. Υπέροχες ποιητικές εκφράσεις, επιλογή των πλέον εντυπωσιακών λέξεων από το πλούσιο λεξιλόγιο της ελληνικής γλώσσας, θερμή πνοή πίστεως και ελπίδας και κυρίως ξεχείλισμα δυνατών βιωματικών καταστάσεων είναι τα κύρια στοιχεία που συνθέτουν τη μεγαλοσύνη της ανεπανάληπτης αυτής υμνολογίας.
Σε τελευταία ανάλυση οι ύμνοι των Χριστουγέννων αποτελούν «ύμνο του ανθρώπινου προσώπου», αφού ο θεός ως ανθρώπινο πρόσωπο επιτελεί το σωτήριο έργο του. Όπως σωστά έχει λεχθεί τον «επινίκιο» του ανθρώπου δεν θα τον βρούμε ούτε στον Πίνδαρο ούτε στο Σοφοκλή, αλλά στους ύμνους των Χριστουγέννων, όπου υπέροχα τονίζεται ότι «Θεός ανθρώποις εκ Παρθένου πεφανέρωται, μορφωθείς το καθ’ ημάς και θεώσας το πρόσλημμα».
Από την ανεπανάληπτη χριστουγεννιάτικη υμνολογία θα παρουσιάσουμε μερικούς αντιπροσωπευτικούς ύμνους.
• «Ο αχώρητος παντί, πως εχωρήθη εν γαστρί;
Ο εκ κόλποις του Πατρός, πως εν αγκάλαις της Μητρός;
Πάντως ως οίδεν ως ηθέλησε και ως ηυδόκησεν
άσαρκος γαρ ών, εσαρκώθη εκών·
και γέγονεν ο ων, ο ουκ ήν δι ημάς· και μη εκστάς
της φύσεως, μετέσχε του ημετέρου Φυράματος.
Διπλούς ετέχθη, Χριστός τον άνω, κόσμον θέλων
Αναπληρώσαι».
Το κάθισμα αυτό, αν και είναι τετάρτου ήχου, ψάλλεται στον πλάγιο του δευτέρου σε «νενανώ», γιατί ανήκει στα «επάσακτα» λεγόμενα μέλη της βυζαντινής μουσικής. Στο τροπάριο αυτό ο άγνωστος υμνογράφος εκφράζει την απορία του για το πώς εκείνος που είναι έξω από το χώρο χώρεσε στην κοιλιά της Θεοτόκου και πως εκείνος που βρίσκεται στους κόλπους του Πατέρα βρέθηκε «εν αγκάλαις της Μητρός».
Την απάντηση δίνει ο ίδιος επικαλούμενος τη θεία παντοδυναμία·
«πάντως ως είδε, ως ηθέλησε και ως ηυδόκησε».
Στη συνέχεια ο υμνογράφος κάνει μια βαθύτατη θεολογική προσέγγιση στο χριστολογικό δόγμα: «και μη εκστας της φύσεως μετέσχε του ημετέρου φυράματος, διπλούς ετέχθη Χριστός τον άνω κόσμον θέλων αναπληρώσαι».
Το χριστολογικό μυστήριο, δύο φύσεις ακέραιες και τέλειες σε ένα μόνο πρόσωπο, είναι μέγεθος ασύλληπτο για τη νοητική δεκτικότητα του ανθρώπου. Παρόλο που ο Λόγος «ήν όλος εν τοις κάτω», όμως «ουδόλως απήν και των ανω», όπως εύστοχα τονίζεται στον Ακάθιστο ύμνο. Κυοφορούμενος στη μήτρα της Παρθένου καθόλου δεν απουσίαζε από τους πατρικούς κόλπους, αλλά και δεν διαχωριζόταν από την αγαπητική εμπεριχώριση των δύο άλλων προσώπων της Τριάδος. Γιατί στο άρρητο χριστολογικό μυστήριο δεν έχουμε μετάσταση τοπική, αλλά συγκατάβαση θεϊκή. Ο φυσικός χώρος καθόλου δεν ισχύει για τον αχώρητο Θεό, που γεμίζει κάθε τόπο και ταυτόχρονα υπέρκειται παντός τόπου.
Ένας άλλος ωραίος ύμνος που ψέλνεται στην ακολουθία του όρθρου γιορτής των Χριστουγέννων τονίζει:
«Τα σύμπαντα σήμερον χαράς πληρούνται·
Χριστού τεχθέντος εκ της Παρθένου».
Η φύση στην ορθόδοξη υμνολογία εμφανίζεται πολλές φορές να συμπάσχει και να συγχαίρει με τα διάφορα γεγονότα της σωτηρίας. Όπως μετά την πτώση των πρωτοπλάστων «πάσα η κτίσις συστενάζει και συνωδίνει άχρι του νυν μετά του πεσόντος ανθρώπου», έτσι και μετά την πλήρωση της προσδοκίας των Εθνών «τα σύμπαντα σήμερον χαράς πληρούνται».
Ένα άλλο σημείο που πρέπει να προσέξουμε σ’ αυτόν τον ύμνο είναι η ενεστωτική έκφραση «σήμερον». Στην ορθόδοξη λατρεία βιώνουμε το «λειτουργικό χρόνο», που σημαίνει ότι σ’ αυτήν καταλύεται ο χρόνος ως παρελθόν και μέλλον και βιώνεται ως ένα διαρκές παρόν. Έτσι το μεγάλο γεγονός της θείας επιφανείας που γιορτάζουμε αυτές τις ημέρες δεν είναι ένα παρωχημένο ιστορικό γεγονός ούτε μια κοινή έννοια του χρόνου, αλλά μια διάρκεια συγκλονιστική, γεμάτη σωτηριολογικό και λυτρωτικό περιεχόμενο.
Εντυπωσιακός είναι και ο πρώτος κανόνας της γιορτής ποίημα του υμνογράφου Κοσμά Μαϊουμά.
Ο πρώτος ειρμός της πρώτης ωδής τονίζει:
«Χριστός γεννάται, δοξάσετε.
Χριστός εξ’ ουρανών, απαντήσατε.
Χριστός επί γης, υψώθητε.
Άσατε τω Κυρίω πάσα η γη και εν ευφροσύνη
ανυμνήσατε, λαοί, ότι δεδόξασται».
Πρόκειται για ποιητική απόδοση ομιλίας του Γρηγορίου του Θεολόγου στα Χριστούγεννα. Στο καταφατικό σκέλος κάθε προτάσεως ο Χριστός γεννάται, Χριστός εξ’ ουρανών, Χριστός επί γης) έχουμε ένα δεύτερο δεοντολογικό (δοξάσατε, απαντήσατε, υψώθητε). Με τρία διαφορετικά ρήματα ο υμνογράφος μας οδηγεί σε τρία πνευματικά στάδια, ξεκινώντας από τη δοξολογία (δοξάσατε), περνώντας από τη συνάντηση (απαντήσατε) και καταλήγοντας στην ύψωση (υψώθητε). Η ύψωσή μας επιβάλλεται, γιατί «η απαράλλακτος εικών του Πατρός, ο χαρακτήρ της αϊδιότητος αυτού, μορφήν δούλου λαμβάνει, εξ απειρογάμου Μητρός προελθών, ου τροπήν υπομείνας».
Και κλείνουμε την αντιπροσωπευτική παρουσίαση των ύμνων των Χριστουγέννων με τον ειρμό της Θ’ ωδής του κανόνα της γιορτής.
Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον·
ουρανόν το σπήλαιον·
θρόνον χερουβικόν την παρθένον·
την φάτνην χωρίον·
εν ώ ανεκλίθη ο αχώρητος Χριστός ο Θεός,
ον ανυμνούντες μεγαλύνομεν».
Κατανενυγμένος ο ιερός υμνογράφος χαρακτηρίζει το γεγονός της θείας ένανθρωπήσεως «Μυστήριον ξένον και παράδοξον». Το μυστήριο, το οποίο δεν είναι ο αντιλογικός χώρος του επέκεινα, αλλά ο πέραν της λογικής χώρος της ελευθερίας, ο ανθρώπινος λόγος μπορεί να το προσεγγίσει με δύο τρόπους. Ο ένας είναι του παραλόγου και ο άλλος του παραδόξου. Αν το δεχτεί ως παράλογο , παύει να το συζητάει, αφού για τον λόγο το παράλογο δεν αποτελεί καμία κατηγορία. Αν το δει ως παράδοξο θα το δεχτεί ως μια τομή, ως ένα θαύμα, που σπάζει τις κατηγορίες της ανθρωπίνης σκέψεως. Κάτω από αυτή την οπτική γωνία ο υμνογράφος βλέπει το μυστήριο της θείας ένανθρωπήσεως, γι αυτό το ονομάζει παράδοξο, το ανυμνεί και το μεγαλύνει.
Τέλος ο υμνογράφος παραλληλίζει μεταφυσικές και ενδοκοσμικές έννοιες τον ουρανό με το σπήλαιο, τον χερουβικό θρόνο με την Παρθένο, την φάτνη με το χωρίο, το χώρο δηλ. όπου γεννήθηκε ο Αχώρητος, Αυτός που ξεπερνάει τις χωρο-χρονικές συναρτήσεις της γήινης πραγματικότητας.
Καθώς γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα, «την Μητρόπολιν των εορτών», καλούμαστε να προσεγγίσουμε τη μεγάλη αυτή γιορτή βιωματικά. Να προσέλθουμε στο νοητό σπήλαιο της Βηθλεέμ με τον πόθο και τη νοσταλγία των Μάγων, την ταπείνωση και την απλότητα των ποιμένων για να βρούμε τον Σωτήρα και Λυτρωτή του κόσμου, αφού ουκ έστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία· ουδέ γαρ όνομα έστιν ύστερον υπό τον ουρανόν το δεδομένον τοις ανθρώποις, εν ω δεί σωθήναι ημάς». (πρ.4,12)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου