Ζοῦσαν σ’ ἕνα μικρὸ ὄμορφο χωριὸ τῆς Κεντρικῆς Μακεδονίας, στὰ σύνορα μὲ τὴ χώρα ποὺ πλαστογραφώντας τὴν Ἱστορία ὀνομάστηκε Μακεδονία. Ἀπὸ τὰ ὑψώματα τοῦ χωριοῦ βλέπει κανεὶς τὰ πρῶτα χωριὰ τῶν Σκοπιανῶν.
Ἦταν νέοι οἰκογενειάρχες μὲ δύο πρὸς τὸ παρὸν παιδιά. Ἐκεῖνος ὁδηγὸς μεγάλου φορτηγοῦ, νταλικέρης, ταξίδευε συχνὰ στὸ ἐξωτερικὸ κάνοντας διάφορες μεταφορές. Ἐκείνη δούλευε σὲ κάποιο ἐργαστήριο κι ἔτσι ἐξοικονομοῦσαν τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴ ζωή.
Ἦταν σοβαρὸ ἀνδρόγυνο καὶ ἀγαποῦσαν τὴν παραδοσιακὴ οἰκογενειακὴ ζωὴ καὶ τὴν Ἐκκλησία. Ὅταν δὲν ἀπουσίαζε σὲ ταξίδι ὁ σύζυγος, ὁ Πέτρος, μαζὶ μὲ τὴ σύζυγό του, τὴ Μαρία, καὶ μὲ τὰ δυὸ μικρά τους ἐκκλησιάζονταν στὴν κεντρικὴ ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ τους.
Εἶναι μιὰ περιποιημένη παλιὰ «βασιλικὴ» μὲ ὡραῖο αὐλόγυρο καὶ τὰ μνήματα πίσω της, δίπλα στὸ ἱερό.
Τὶς μέρες ἐκεῖνες ἔλειπε ὁ Πέτρος μὲ τὴ νταλίκα του στὴν Εὐρώπη. Ἡ Μαρία, ὅπως κάθε πρωί, ξύπνησε νωρὶς τὰ παιδιά της, τὰ ἑτοίμασε, ἔστρωσε τὸ τραπέζι γιὰ νὰ φᾶνε, τοὺς ἔβαλε στὶς τσάντες τους καὶ κάτι φαγώσιμο σὲ ἀλουμινόχαρτο. Μόλις βγῆκαν ἡ μάννα ἔκλεισε προσεκτικὰ τὴν πόρτα τους.
Εἶχαν ἕνα μικρὸ γιώτα χὶ καὶ μ’ αὐτό, ὁδηγώντας ἡ ἴδια, πῆγε τὸ μεγαλύτερο παιδί της, τὸν Ἀντώνη, στὸ σχολεῖο κι ἀπ ἐκεῖ ἔστριψε γιὰ νὰ πάει σὲ ἄλλο χωριό, ὅ που ὑπῆρχε βρεφικὸς σταθμὸς γιὰ νὰ ἀ φήσει ἐκεῖ τὸν μικρότερό της, τὸν Τάσο, καὶ νὰ φύγει ἔπειτα γιὰ τὴ δουλειά της.
Ἔνιωθε, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ εἶχε ξυπνήσει, κάποια ζάλη καὶ ὁδηγοῦσε κάπως νευρικά. Καὶ τὸ κακὸ δὲν ἄργησε νὰ συμβεῖ. Φτάνοντας στὸν διεθνὴ δρόμο καὶ πρὶν πάρει τὴ στροφὴ γιὰ τὸ ἄλλο χωριό, τῆς ξέφυγε τὸ τιμόνι καὶ τὸ ἁμάξι ἀνατράπηκε ἀμέσως.
Χτύπησε στὶς μπάρες τοῦ δρόμου καὶ τσακίστηκε. Ἔγινε ἕνας σωρὸς ἀπὸ σίδερα καὶ λαμαρίνες.
–Βοήθεια! Βοήθεια! φώναζε ἡ Μαρία καταματωμένη, κατορθώνοντας νὰ βγεῖ ἀπ’ τὰ συντρίμμια. Τὸ παιδί μου, τὸ μωρό μου! συνέχιζε νὰ φωνάζει. Σῶστε τὸ παιδί μου!
Ἕνα γιώτα χὶ ποὺ περνοῦσε ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀπ’ ἐκεῖ, σταμάτησε ἀμέσως. Ὁ ὁ δηγὸς μὲ τὸ κινητό του εἰδοποίησε τὴν Τροχαία καὶ προσπάθησε νὰ βοηθήσει τὴ μάννα, ποὺ πάσχιζε κλαίγοντας νὰ βγάλει ἀπὸ τὸ στραπατσαρισμένο αὐτοκίνητο τὸ παιδί της, ποὺ ἦταν στὸ πίσω κάθισμα.
Τὸ περιπολικὸ τῆς Τροχαίας καὶ ἕνα νοσοκομειακὸ αὐτοκίνητο ἦλθαν σὲ λίγο, καὶ οἱ εἰδικευμένοι ἄνδρες κατάφεραν καὶ ἔβγαλαν τὸ μικρὸ παιδί, ποὺ ἦταν χτυπημένο στὸ πρόσωπο, γεμάτο αἵματα, ἀλλὰ δὲν ἔκλαιγε. Φαινόταν νεκρό.
–Τὸ παιδί μου, τὸ μωρό μου! Σᾶς παρακαλῶ, σῶστε τὸ παιδί μου! φώναζε σπαραξικάρδια ἡ μάννα.
Τοὺς ἔβαλαν ἀμέσως, μάννα καὶ παιδί, στὸ νοσοκομειακὸ καὶ σὲ λιγότερο ἀπὸ ὥρα ἔφθασαν στὴ Θεσσαλονίκη, στὸ Ἱπποκράτειο Νοσοκομεῖο, ποὺ διαθέτει καὶ παιδιατρικὸ τμῆμα. Οἱ γιατροὶ τοῦ Νοσοκομείου ἔδειξαν ζωηρὸ ἐνδιαφέρον καὶ γιὰ τοὺς δύο.
–Ἡ κατάσταση τῆς μητέρας, ἀποφάνθηκαν οἱ γιατροί, δὲν ἐμπνέει ἀνησυχίες. Τὸ μικρὸ ὅμως εἶναι πολὺ σοβαρά. Ζεῖ, ἀλλὰ δὲν ξέρουμε πόσο θὰ ἀντέξει ἀκόμη ἡ καρδούλα του.
Ἔβαλαν τὸ παιδὶ στὴν ἐντατικὴ καὶ τὸ διασωλήνωσαν. Τοποθέτησαν προσωρινὰ καὶ τὴ μητέρα του σ’ ἕνα διπλανὸ θάλαμο. Ἡ Μαρία ἔκλαιγε συνεχῶς.
Τὸ θλιβερὸ γεγονὸς ἔγινε ἀμέσως γνωστὸ στὸ χωριό. Ἦταν Παρασκευὴ τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου. Τὸ βράδυ, στὴν Ἀκολουθία τοῦ Ἀκαθίστου, βγῆκε στὸ τέλος στὴν Ὡραία Πύλη ὁ εὐλαβὴς νέος κληρικός, ὁ παπα Ἐμμανουήλ, καὶ μὲ πολλὴ συγκίνηση εἶπε πρὸς τὸ πυκνὸ ἐκκλησίασμα:
–Σήμερα τὸ πρωὶ μιὰ μεγάλη συμφορὰ χτύπησε τὸ χωριό μας. Ἔγινε ἕνα αὐτοκινητιστικὸ ἀτύχημα. Τσακίστηκε τὸ αὐτοκίνητο ποὺ ὁδηγοῦσε ἡ Μαρία, ἡ σύζυγος τοῦ Πέτρου Κ… Ἡ ἴδια δὲν ἔπαθε σοβαρὰ κατάγματα.
Τὸ μικρὸ παιδί της ὅμως, ποὺ τὸ εἶχε στὸ αὐτοκίνητο καὶ τὸ πήγαινε στὸν βρεφικὸ σταθμό, χτυπήθηκε ἄσχημα, εἶναι πολὺ σοβαρά. Τοὺς πῆγαν καὶ τοὺς δύο στὸ Ἱπποκράτειο τῆς Θεσσαλονίκης.
Σᾶς παρακαλῶ, νὰ προσευχηθοῦμε θερμὰ γι’ αὐτούς. Ἐγὼ κάθε ἀπόγευμα ὅλη αὐτὴ τὴν ἑβδομάδα ποὺ ἀρχίζει μεθαύριο, θὰ κάμνω ἐδῶ, ὥρα ἕξι, Παράκληση στὴν Παναγία γι’ αὐτὸ τὸ σκοπό. Ὅσοι μπορεῖτε, νὰ ἔρχεστε. Ὁ Θεὸς ἀ κούει τὶς προσευχές, ποὺ γίνονται γιὰ καλὸ σκοπὸ ἀπὸ πολλοὺς μαζί.
Αὐτὸ καὶ ἔγινε. Κάθε μέρα ὅλη τὴν ἄλλη ἑβδομάδα γέμιζε ὁ Ναὸς ἀπὸ πιστοὺς ποὺ ἱκέτευαν τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο νὰ σώσει τὸ παιδὶ καὶ νὰ βοηθήσει τὴ μητέρα του.
Τὰ νέα ποὺ ἔφθαναν ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη στὴν ἀρχὴ ἦταν πολὺ δυσάρεστα. Οἱ γιατροὶ σήκωσαν τὰ χέρια τους γιὰ τὸ παιδί. Εἶπαν ὅτι δὲν εἶναι ἀναστρέψιμη ἡ κατάστασή του, διότι πληγώθηκαν πολὺ σοβαρὰ ζωτικὰ ὄργανά του.
Σιγά σιγὰ ὅμως ἄρχισε ἡ βελτίωση. Καὶ τὰ νέα πλέον κά θε μέρα ἦταν καὶ καλύτερα. Τὶς τρεῖς τελευταῖες μέρες ἔβγαλαν τὸ παιδὶ ἀπὸ τὴν ἐντατικὴ καὶ τὸ ἔβαλαν σὲ κανονικὸ θάλαμο.
Τὴν τελευταία μέρα μπῆκε στὸ θάλαμο μιὰ ἄγνωστή τους μοναχὴ καὶ ἀφοῦ τοὺς χαιρέτησε εὐγενικά, ἄφησε στὸ κρεβατάκι τοῦ μικροῦ ἕνα βιβλίο κι ἔφυγε χωρὶς νὰ πεῖ τίποτε ἄλλο παρὰ μόνο «περαστικά σας».
Τὸ βιβλίο, ποὺ τὸ ξεφύλλισαν ἀμέσως, περιεῖχε θαύματα τῆς Παναγίας.
Τὴν ἄλλη μέρα, μετὰ ἀπὸ μιὰ ἑβδομάδα πολὺ προσεκτικῆς νοσηλείας, μὲ τὸ παιδὶ στὴν ἀγκαλιά του ὁ Πέτρος, ποὺ εἶχε ἐπιστρέψει στὸ μεταξὺ ἀπὸ τὸ ταξίδι, κι ἔχοντας δίπλα του τὴ σύζυγό του γύρισαν μ’ἕνα συγγενικό τους γιώτα χὶ χαρούμενοι καὶ δοξάζοντας τὸν Θεὸ στὸ σπίτι τους.
Καὶ τὸ βράδυ τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων, καθὼς ἦταν γεμάτη ἡ Ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ στὴν ἔναρξη τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, βγῆκε πάλι ὁ παπα Ἐμμανουὴλ στὴν Ὡραία Πύλη καὶ εἶπε συγκινημένος καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια:
–Ἀδελφοί μου, τὸ θαῦμα τῆς προσευχῆς ὁλοκληρώθηκε! Ὅλο τὸ χωριὸ προσευχόταν, ὅλοι μας ἱκετεύαμε τὴν Θεοτόκο καὶ ἄκουσε τὴν προσευχή μας! Τὸ παιδάκι τῆς Μαρίας καὶ τοῦ Πέτρου, τῶν ἀγαπητῶν συγχωριανῶν μας, ἦλθε καὶ πάλι στὸ χωριό μας ὑγιέστατο!
Δοξασμένο τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ὑπεραγίας Μητέρας του!
–Ἀμήν, βροντοφώναξαν ὅλοι μὲ χαρὰ καὶ συγκίνηση καὶ σταυροκοπιόντουσαν συνέχεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου