O Γεώργιος γεννήθηκε στὶς 4 Νοεμβρίου 1929 στὸ Κρίμσκι Ρωσσίας ἀπὸ τὸν Θεόδωρο Χαραλαμπίδη καὶ τὴν Βασιλική. Εἶχε ἄλλα ἕξι ἀδέλφια: τὸν Δημήτριο, τὸν Ἀναστάσιο, τὸν Θεόδωρο, τὴν Σοφία, τὴν Κυριακὴ καὶ τὴν Ματρώνα.
Ὁ πατέρας του Θεόδωρος τοῦ Γεωργίου, ἦταν καπνέμπορος στὸ Νοβοροσίσκι μὲ 70 Ρωσσίδες ἐργάτριες. Καλλιεργοῦσε 500 στρέμματα καπνοχώραφα καὶ ἐπεξεργαζόταν τὸν καπνό.
Ὁ Γεώργιος ἀγαποῦσε ἀπὸ μικρὸ παιδὶ τὸν Θεό. Τὴν βαθειά του πίστη του τὴν ἐμφύτευσε ἡ θεοσεβὴς μητέρα του Βασιλική, ποὺ τὸν δίδαξε τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ ἀπὸ μικρὸ παιδί.
Τὸ 1932 πρόσφυγες ἦλθαν στὸν Πειραιᾶ καὶ ἀμέσως μετὰ ἐγκαταστάθηκαν στὴν Δρᾶμα καὶ κατόπιν στὶς Κρηνῖδες Καβάλας. Ἦταν μὲν πλούσιοι πρόσφυγες, ἀλλὰ ἀντιμετώπισαν δυσκολίες ἐπιβίωσης, ἀφοῦ τὰ κεφάλαια ποὺ ἔφεραν σὲ ρωσσικά χρήματα δὲν ἔγιναν δεκτὰ ἀπὸ τὴν τράπεζα, ὁπότε καὶ ἐπτώχευσαν. Ἔτσι ἐπιβίωσαν, χάριν στὴν φροντίδα τοῦ Ἱερέα τῆς περιοχῆς.
Ἡ μητέρα του τὸν μικρὸ Γεώργιο τὸν ξυπνοῦσε τὰ μεσάνυχτα γιὰ νὰ προσευχηθοῦν. Καὶ συνέβαινε τὸ ἑξῆς παράδοξο: Ἐπειδὴ δὲν ἔβρεχε τότε, μετὰ τὴν νυχτερινὴ προσευχή, τὸ πρωὶ τὰ χωράφια τῆς οἰκογένειάς τους ἦταν ποτισμένα, ἐνῶ τὰ συνορεύοντα γύρω – γύρω ἦταν σκαμένα ἀπὸ τὴν ξηρασία. Τὸ γεγονὸς προκαλοῦσε τὸν θαυμασμὸ τῶν γειτόνων.
Ὁ Γεώργιος ὅταν ἦταν στὴν παιδικὴ ἡλικία ἔκανε αὐτοσχέδια ἱερὰ σκεύη καὶ μάζευε τοὺς φίλους του κάνοντας ἀναπαράσταση τῆς Θ. Λειτουργίας, ὡς ἱερέας ὁ ἴδιος. Τὶς Κυριακὲς μάζευε τοὺς φίλους του καὶ τοὺς ἔβαζε στὴν γραμμή, ὁδηγῶντας τους στὴν Ἐκκλησία.
Ἀγαποῦσε πολὺ τὸν μοναχισμό, ἀλλὰ ὁ πατέρας του δὲν τοῦ ἐπέτρεψε νὰ γίνη μοναχός. Σπούδασε στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Σχολὴ τῆς Ξάνθης. Ἀπεφοίτησε καὶ ἀφοῦ νυμφεύθηκε τὴν Παρθένα Σελαλμαζίδου, κόρη τοῦ Ἱερέως Ἰωάννου Σελαλμαζίδη, ποντιακῆς καταγωγῆς, χειροτονήθηκε διάκονος στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Ξάνθης. Ἀπέκτησε ἑπτὰ παιδιά. Ἡ Βασιλικὴ ἀπεβίωσε ἀπὸ ἰατρικὸ λάθος, ἡ Δέσποινα ἀπέκτησε 4 τέκνα, ὁ ἱερέας Θεόδωρος ἔγγαμος χωρὶς τέκνα, ἐγὼ ὁ Γρηγόριος 3 τέκνα, ἡ Μαρία 3 τέκνα καὶ ἡ Βασιλική, ποὺ πῆρε τὸ ὄνομά της ἤδη ἀποθανούσης πρώτης ἀδελφῆς της, ἄγαμη.
Ὅταν φοιτοῦσε στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Σχολὴ Ξάνθης τὴν περίοδο τῆς Γερμανικῆς κατοχῆς, ἦρθαν οἱ κουμμουνιστοσυμμορίτες γιὰ παιδομάζωμα καὶ διέταξαν ἔξω ἀπὸ τὴν αὐλὴ τῆς Σχολῆς νὰ βγοῦν οἱ μαθητὲς καὶ νὰ τοὺς ἀκολουθήσουν. Ὁ Διευθυντὴς τῆς Σχολῆς, π. Ἀθανάσιος Παντοκρατορινός, μαζὶ μὲ τὸν πατέρα μου τοὺς παραπληροφόρησαν ὅτι δῆθεν εἶναι ναρκοπεδευμένο τὸ μέρος ἀπὸ τὸν στρατὸ καὶ θὰ σκοτώνονταν ὅλοι οἱ μαθητὲς καὶ αὐτοί, ἂν ἔβγαιναν ἔξω νὰ τοὺς ἀκολουθήσουν. Ἔκανε ἕνα τέχνασμα ὁ Διευθυντής, καὶ γιὰ νὰ ἀποδείξει ὅτι λέει ἀλήθεια, ἔρριξε ἕνα σκυλάκι μαζὶ μὲ μιὰ χειροβομβίδα καὶ πίστευσαν οἱ ἀπαγωγεῖς ὅτι εἶναι ναρκοπεδευμένο τὸ μέρος καὶ ἔτσι ἐγκατέλειψαν τὸ ἄνομο σχέδιό τους καὶ ἔφυγαν. Ἔτσι γλύτωσαν οἱ μαθητὲς τὸ παιδομάζωμα μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
Ὡς διάκονος ἀνέλαβε καθήκοντα πρωτοσυγκέλλου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ξάνθης ἐπὶ ἀρχιερατείας Ἐπισκόπου κ. Ἀντωνίου. Ὑπηρέτησε ὡς Ἱερεὺς στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίου Ἐλευθερίου, ποὺ τὸν ἐπέκτεινε.
Ὅταν χειροτονήθηκε ἱερέας, κάποτε πῆγε νὰ καταλύση τὸ ὑπόλοιπο τῆς Θ. Κοινωνίας καὶ ἀντίκρυσε ἔκπληκτος τὸ Ἅγιο Ποτήριο νὰ ἔχη μέσα αἷμα καὶ σάρκα. Ρώτησε τότε τὸν Ἐπίσκοπό του τί πρέπει νὰ πράξη καὶ ἐκεῖνος τοῦ εἶπε νὰ τὸ καταλύση.
Θερμὸς στὴν πίστη ἔχαιρε ἐκτιμήσεως καὶ ἀπὸ τοὺς Χοτζάδες τῆς Ἐπαρχίας. Μὲ ἐπαφὲς ποῦ εἶχε, ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ δημιούργησε σὲ κάποιους τὴν ἐπιθυμία νὰ ἐκχριστιανισθοῦν. Ἀπέδειξε μὲ ἕνα παράδειγμα γιὰ τὴν ὀρθότητα τῆς χριστιανικῆς πίστης ὡς ἑξῆς: Διάβασε ἁγιασμὸ καὶ πρότεινε στὸν Χότζα νὰ διαβάση καὶ ἐκεῖνος κατὰ τὴν πίστη του. Ἀσφάλισαν κατὰ τόπιν τὰ διαβασμένα ὕδατα στὸν Μιναρὲ μὲ δύο κλειδιά. Μετὰ ἀπὸ ἡμέρες ἔφεραν ἕνα κατσίκι διψασμένο νὰ πιή νερὸ ἀπὸ τὸν «ἁγιασμὸ» τοῦ Χότζα. Τὸ ζῶο ἀφοῦ μύρισε τὸ νερό, ἀνέτρεψε τὸ δοχεῖο μὲ τὰ κέρατά του. Κατόπιν ἔβαλαν νὰ δοκιμάση ἀπὸ τὸν ἁγιασμὸ τοῦ παππᾶ-Γιώργη. Τὸ ζῶο ἀφοῦ μύρισε τὸν ἁγιασμό, βύθισε ὅλο τὸ κεφάλι του στὸ νερὸ καὶ ἤπιε ὅλο τὸν ἁγιασμό.
Ὁ Χότζας, ὅταν εἶδε τὸ θαῦμα, ζήτησε νὰ γίνη χριστιανός. Ὅταν τὸ πληροφορήθηκαν καὶ οἱ ἄλλοι Χοτζάδες, ἀποφάσισαν νὰ βαπτισθοῦν. Μόλις ὅμως ἔμαθε ὁ Μουφτῆς τὸ γεγονός, ζήτησε ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο τὴν ἐκτόπιση τοῦ παπα-Γιώργη, τὴν διάψευση τοῦ γεγονότος καὶ τὴν διακοπὴ ἐπαφῶν μὲ τοὺς Χοτζάδες.
Ὁ Μητροπολίτης ζήτησε ἀλλαγὴ τακτικῆς ἀπὸ τὸν παπα-Γιώργη γιὰ εὐνόητους λόγους, ἐκεῖνος ὅμως ἀπέμενε στὴν ὁμολογία του. Ζήτησε γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ νὰ υπερετήση στὸ στράτευμα, ὥστε νὰ ἀπομακρυνθῆ. Ἔτσι μὲ συστατικὴ ἐπιστολὴ τοῦ Μητροπολίτου καὶ Βασιλικὸ Διάταγμα κατετάγη ὡς Υπολοχαγός στὸ Σῶμα Στρατιωτικῶν Ἱερέων. Ὑπηρέτησε ἐπὶ δεκαπενταετία στὶς Ἔνοπλες Δυνάμεις μὲ ἀγάπη καὶ θεῖο ζῆλο. Μεγάλη ἦταν ἡ προσφορά του στὴν στρατευμένη νεολαία. Ὑπηρέτησε στὸ Κιλκίς, στὴν Καβάλα καὶ στὸ 424 Στρατιωτικὸ Νοσοκομεῖο Θεσσαλονίκης.
Ὅταν ὑπηρετοῦσε στὸ στράτευμα, ἕνας συνταγματάρχης, ὀνόματι Κατωπόδης, κατὰ τὴν διάρκεια στρατιωτικῆς ἄσκησης, βγῆκε τὴν νύχτα ἀπὸ τὴν σκηνή του καὶ ὅταν γύρισε εἶχε στραβώσει 90 μοῖρες τὸ στόμα του. Στὸ νοσοκομεῖο παρὰ τὶς προσπάθειες τῶν γιατρῶν δὲν θεραπεύτηκε. Ὁ παθὼν κάλεσε τὸν παπα-Γιώργη νὰ τὸν διαβάση. Ἐπειδὴ κατὰ τὴν ἄποψη τοῦ παπα-Γιώργη εἶχε ὑποστῆ ἐπίθεση κακοῦ πνεύματος, τοῦ διάβασε ἐξορκισμὸ κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ὁποίου οἱ γιατροὶ γελοῦσαν, λέγοντας ὅτι εἶναι ψύξη καὶ εἶναι περιττὸς ὁ κόπος. Ὅταν ἔφθασε στὸ σημεῖο «δαιμόνιων ἀκάθαρτων ἔξελθε, φύγε, δραπέτευσον», ίσιαξε τὸ στόμα τοῦ ἀσθενοῦς, ποὺ εἶπε ἔκπληκτος «νὰ τος, νὰ τος, πάτερ, φεύγει», καὶ περιέγραφε τὸν δαίμονα μὲ χρῶμα κόκκινο καὶ μὲ κέρατα.
Τὸ 1969 ἦλθε σὲ προσωπικὴ δημόσια ἀντίθεση μὲ τὸν δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο ἐνώπιον χιλιάδων λαοῦ. Τοῦ ζήτησε νὰ ἐπαναφέρη τὴν χώρα στὸν Κοινοβουλευτισμό, νὰ ἐπαναφέρη τοὺς ἐξορίστους, διότι ἄλλως εἶναι ἐπίορκος. Ὁ δικτάτωρ τον μετέθεσε δυσμενῶς στὸν ‘Εβρο καὶ σύντομα τὸν ἀπέλυσε γιὰ τὴν ἀντιδικτατορική του δράση μὲ προσωπικὴ διαταγή.
Τὸ θέμα τῆς ἀποκαταστάσεώς του ἦλθε ἀργότερα στὴν Βουλή, ἀλλὰ δὲν δικαιώθηκε, παρ’ ὅτι ζητήθηκε κατὰ πλειοψηφίαν ἀπὸ ὅλα τὰ κόμματα. Δύο φορὲς θῦμα μοναδικό, χωρὶς δικαίωση.
Μετὰ τὴν ἀπόλυσή του ἀπὸ τὸ στράτευμα ἔμεινε ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα ὡς ἀνεπιθύμητος σὲ διαθεσιμότητα, χωρὶς ἐνορία καὶ μισθό, παρὰ τὸ ὅτι ἦταν πολύτεκνος καὶ κατὰ πάντα ἄξιος καὶ καλλίφωνος ἱερέας.
Ἀκολούθησε ἡ πρόσληψή του ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Βεροίας κ. Παῦλο, στὴν ἐνορία τοῦ Διαβατού. Ἐκεῖ συνέβη τὸ ἑξῆς θαυμαστὸ γεγονός: Μία ἐνορίτισσα, βοηθὸς στὸ πνευματικὸ ἔργο τῆς Ἐνορίας, ἀπεβίωσε ἔξαφνα. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, καὶ ἐνῶ εὑρισκόμουν μαζί του στὴν Βέροια, πληροφορηθήκαμε τὰ περὶ θανάτου ἀπὸ κάποιον ἐνορίτη. Ὕστερα μὲ ρώτησε ὁ πατέρας μου, ἂν ἤθελα νὰ πᾶμε νὰ τὴν ἀναστήσωμε. Ἐγὼ (Γρηγόριος) ἀπορημένος ρώτησα, ἂν μποροῦμε νὰ τὴν ἀναστήσωμε καὶ μοῦ ἀπάντησε: «Καὶ βέβαια μποροῦμε!». Τότε συμφώνησα καὶ ἀναχωρήσαμε ἀμέσως γιὰ τὸ χωριό.
Μπήκαμε στὸν Ἱερὸ Ναὸ γιὰ νὰ πάρη Μεγάλο Ἁγιασμὸ καὶ τὴν θ. Κοινωνία. Κρατῶντας ἐγὼ ἕνα κερὶ ἀναμμένο, πήγαμε στὸ σπίτι τῆς θανούσης. Ἐκεῖ ἀντικρύσαμε τὸν γιατρό, ποὺ μετὰ τὴν νεκροψία ἐξέδωσε τὸ πιστοποιητικὸ θανάτου. Ὁ γιατρός μας ἀποδοκίμασε λέγοντας ὅτι ἔχει παγώσει τὸ λείψανο καὶ δὲν ἐπιτρέπεται ἡ θ. Κοινωνία σὲ νεκρό. Ὁ πατέρας μου τὸν πληροφόρησε ὅτι θὰ τὴν ραντίση μὲ Ἁγιασμό, παρὰ τὴν ἀντίρρηση τοῦ γιατροῦ.
Ἀπευθύνθηκε στὴν θανοῦσα μὲ τὰ ἑξῆς : «Φωτεινή, ἄνοιξε τὰ μάτια σου», καὶ ἀμέσως τὴν ράντισε. Τότε, ώ τοῦ θαύματος!, ἄνοιξε τὰ μάτια της. Στὴ συνέχεια τὴν πρόσταξε: «Φωτεινή, ἄνοιξε τὸ στόμα σου», καὶ ἐκείνη τὸ ἄνοιξε. Τὴν κοινώνησε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια καὶ ἡ Φωτεινὴ σηκώθηκε καὶ κάθησε. Ὁ γιατρὸς καὶ οἱ παριστάμενοι ἔμειναν ἄφωνοι μπρὸς στὴν θεία δύναμη. Ἔκτοτε ἔζησε ἄλλα 17 ἔτη ἀκόμη καὶ συνέχιζε ὡς υπερήλικη νὰ βοηθᾶ στὸν Ναό.
Δόξα τὸν Κύριο ποὺ μὲ ἀξίωσε καὶ μὲ ἐλέησε νὰ ζήσω αὐτὸ τὸ σπάνιο γεγονός, ποὺ ὅλοι στὸ χωριό το γνωρίζουν καὶ τὸ βεβαιώνουν. Ζεῖ ἀκόμη ἡ κόρη της ἡ κυρία Ἑλένη Παπαδοπούλου- Μουρατίδου τοῦ Γεωργίου, ποὺ ἦταν παροῦσα στὴν νεκρανάσταση τῆς μητέρας της.
Ὅταν ἕνας ἄνθρωπος ἦταν καλός, ἔβλεπε ὁ παπα-Γιώργης στὸ κεφάλι του φωτοστέφανο, ἐνῶ στὸν κακὸ κέρατα στὸ κεφάλι του. Πολλὲς φορὲς διάβαζε ἀνθρώπους ἀπὸ ἀπόσταση καὶ θεραπεύονταν ἀμέσως.
Προσευχόταν ἀδιαλείπτως ὅ,τι καὶ ἂν ἔκανε καὶ κάτω ἀπὸ ὁποιεσδήποτε συνθῆκες καὶ μὲ τὸ κομποσχοίνι. Ἡ βασικὴ προσευχή του ἦταν ἡ Εὐχὴ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με». Ὅταν δὲν εἶχε ἐνοριακὰ καθήκοντα ἔκανε Ὄρθρο, Ἑσπερινό, Ἀπόδειπνο, Παρακλήσεις, Ἁγιασμούς, Εὐχέλαια στὸ σπίτι. Ὅταν ἀναφερόταν στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου δὲν ἔλεγε ποτέ ὁ Χριστός, ἀλλὰ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ὅταν συνάντησε τὸν π. Άνθιμο τὸν Πνευματικὸ στὴν Ἁγία Ἄννα, ὁ π. Άνθιμος του εἶπε: «Παιδί μου, ἐσὺ δὲν σταματᾶς νὰ προσεύχεσαι ποτέ!». Στὴν θ. Λειτουργία στὸ «Σὲ ὑμνοῦμεν…» γονάτιζε καὶ ἀκουμποῦσε τὸ πρόσωπό του στὸ ἔδαφος.
Κρατοῦσε τὶς νηστεῖες ὅλες καὶ «θεοδώριζε», δηλαδὴ μία ἑβδομάδα δὲν ἔτρωγε καὶ δὲν ἔπινε τίποτε. ‘Εκανε τρόπον τινὰ δῶρο στὸν Θεὸ τὸν κόπο τῆς νηστείας.
Ἦταν ἀφιλοχρήματος καὶ ἐλεήμων.
Γνώριζε Βυζαντινὴ Μουσικὴ καὶ ἦταν πολὺ καλλίφωνος. Τὰ μικρὰ παιδιὰ τὰ ἔφερνε στὸ Ψαλτήρι γιὰ νὰ μάθουν νὰ ψάλλουν.
Γνώριζε ἁγιογραφία καὶ ψηφιδωτό.
Ἦταν πτυχιοῦχος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Δὲν καλλωπιζόταν καὶ συνιστοῦσε καὶ στοὺς συναδέλφους του νὰ πράττουν τὸ ἴδιο.
Ἦταν Πνευματικός-ἐξομολόγος καὶ εἶχε πολλὰ πνευματικὰ τέκνα.
Στὸ Νοσοκομεῖο ΑΧΕΠΑ ποὺ νοσηλεύτηκε κάποτε, συνέβη τὸ ἑξῆς θαυμαστὸ γεγονός: Ἤμουν παρὼν καὶ ἡ ἀδελφή μου Βασιλική, ὅταν ἕνας δημοσιογράφος ἐξ Ἀθηνῶν μὲ τὸ ὄνομα Τόλης μὲ βαρὺ ἐγκεφαλικό, κατέληξε ἐγκεφαλικὰ νεκρός. Οἱ γιατροὶ πληροφόρησαν τὴν σύζυγό του, ὅτι θὰ τὸν ἀποσυνδέσουν ἀπὸ τὰ μηχανήματα καὶ πρέπει νὰ εἰδοποιήση τὸ γραφεῖο κηδειῶν νὰ τὸν παραλάβη. Τότε ἡ γυναῖκα του γεμάτη ἐλπίδα καὶ πόνο ζήτησε βοήθεια ἀπὸ τὸν πατέρα μου, διότι ἀγαποῦσε πολὺ τὸν θανόντα.
Θέλοντας τότε νὰ κάνη μετόχους τοῦ θαύματος ὅλους τοὺς παριστάμενους ἀσθενεῖς ρώτησε, ἂν θέλουν νὰ συμπροσευχηθοῦν μαζί του, ὥστε ὁ Τόλης νὰ σηκωθῆ καὶ νὰ φάη μαζί τους τὸ μεσημεριανὸ φαγητό, καὶ δέχθηκαν. Ὅλοι μαζὶ προσευχήθηκαν καὶ ὁ θανὼν ἄνοιξε τὰ μάτια του. Οἱ γιατροὶ βεβαίωσαν τὴν πλήρη θεραπεία του λέγοντα ἔκπληκτοι: «Ἕνας ὁ Λάζαρος καὶ ἕνας ἐσὺ Τόλη». Ζήτησε ὁ αναστάς νὰ φάη καὶ ἔφυγε δοξάζων τὸν Θεόν.
Ὑπηρέτησε ὡς ἐφημέριος στὸ χωριὸ Βαλτοχώρι Βέροιας. Ὁ Πρόεδρος τοῦ χωριοῦ τον παρεκάλεσε νὰ τὸν εὐλογήση γιὰ νὰ κερδίση τὸ ΠΡΟ-ΠΟ μὲ τὴν συμφωνία ὅτι τὰ μισὰ ποὺ θὰ κερδίση θὰ τὰ δώση στὴν Ἐκκλησία. Δίσθασε ὁ πατέρας μου, διότι προεῖδε ὅτι ὁ πρόεδρος δὲν θὰ τηρήση τὸν λόγο του. Ὁ πρόεδρος ἐπέμεινε ὅτι θὰ τηρήσει τὸν λόγο του. Τελικά τον εὐλόγησε καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε. Κέρδισε 1.500.000 δραχμές.
Ὁ πατέρας του ζήτησε νὰ παραδώση στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐπιτροπὴ τὸ 50%, ὅμως ὁ πρόεδρος ἀρνήθηκε μὲ τὴν δικαιολογία, ὅτι θὰ τὰ παίξη ὅλα ξανὰ καὶ θὰ κερδίση περισσότερα, ὅπως ὁ ἄφρων πλούσιος τοῦ Εὐαγγελίου. Ἔτσι ὁ πρόεδρος παρέβη τὴν συμφωνία τους, ὅπως ἦταν φυσικὸ καὶ τὸν εἶχε προειδοποιήσει ὁ πατέρας μου ὅτι θὰ τὰ παίξη ὅλα καὶ θὰ τὰ χάση ὅλα, ἔτσι καὶ ἔγινε. Τὰ ἔχασε ὅλα.
Μία ἡμέρα πληροφορηθήκαμε τὸν θάνατο κάποιου συγγενῆ σὲ νοσοκομεῖο ἔπειτα ἀπὸ ἐγχείρηση. Τοῦ εἶχαν ἀφαιρέσει τὸ πεπτικὸ σύστημα. Πήγαμε μαζὶ στὸ σπίτι του καὶ πρὶν τὸν διαβάσῃ μὲ πῆρε στὸ διπλανὸ δωμάτιο καὶ μὲ ρώτησε, ἂν θέλω νὰ τὸν ἀναστήσωμε. Ἐγὼ εἶχα μία ἀπορία· ἀφοῦ δὲν εἶχε πεπτικὸ σύστημα πῶς θὰ γίνη; Μοῦ ἐξήγησε ὅτι δὲν θὰ εἶναι ἐμπόδιο αὐτὸ τὸ θέμα. Μοῦ ἔθεσε ὅμως ἕναν ὅρο ἀκόμα ποὺ ἦταν ἀπαραίτητο νὰ προηγηθῆ. Μοῦ ζήτησε κάτι ποὺ πρέπει νὰ προσφέρω στὸν Θεό, θυσία λογική: Νὰ ὑποσχεθῶ ἐκείνη τὴν στιγμὴ ὅτι θὰ γίνω μοναχός. Μετὰ νὰ καλέσωμε τὸν νεκρό, καὶ ἦταν βέβαιος ὅτι θὰ ἀναστηθῆ.
Λυποῦμαι ἀπαρηγόρητα ποὺ ἀρνήθηκα καὶ ἐμπόδισα τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ χαρίση τὴν ζωὴ στὸν θανόντα, ὥστε νὰ δοξαστῆ τὸ Πανάγιον ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἄς μὲ συγχωρήση ὁ Θεός.
Εἶχε ἕναν ἀδελφό της μητέρα τοῦ ψευδομάρτυρα τοῦ Ιεχωβά ἀμετάπειστο. Στὸν κῆπο αὐτοῦ τοῦ θείου ὑπῆρχε ἕνα δένδρο, ἀραβικὴ ἀκακία, καὶ τοῦ εἶπε ὅτι θὰ σταυρώσω τὸ δένδρο καί, ἂν ἔχω δίκαιο ὅτι εὑρίσκεσαι σὲ πλάνη, τὸ δένδρο θὰ ξεραθῆ αὐθημερόν. Ἔτσι καὶ ἔγινε, τὸ δένδρο ξεράθηκε αὐθημερόν.
Ἡ δράση του στὴν πόλη τῆς Θεσσαλονίκης καθὼς καὶ τὸ ποιμαντικό του ἔργο τον ἀνέδειξε πνευματικὸ παράγοντα τοῦ τόπου. Ὁ Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Λεωνίδας Παρασκευόπουλος τὸν ἀποκαλοῦσε: «Ἀλέξανδρο Μέγα ποὺ δὲν τὸν χωράει ἡ Μακεδονία».
Στὸν Ἅγιο Κωνσταντῖνο πήγαινε ἀνελλιπῶς καὶ συλλειτουργοῦσε ἀπὸ τότε ποὺ ξεκίνησε νὰ χτίζεται ἡ καινούργια ἐκκλησία. Τόσο πολὺ εὐαισθητοποιήθηκε, ὥστε ἔκανε ερράνους καὶ λαχειοφόρες ἀγορὲς καὶ προσέφερε πάρα πολλὰ χρήματα. Ἀνήκει στοὺς κτίτορες τοῦ Ναοῦ.
Τότε ἔπαιζαν πολλὰ παιδάκια στὴν αὐλὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἕνα τὸ φώναξε καὶ τοῦ είπε: «Ἐσύ, νὰ προσέχης νὰ μὴν κάνης ἁμαρτίες, γιατί θὰ γίνης Ἱερέας ὅταν μεγαλώσης», ὅπως καὶ ἔγινε. Ἐπίσης μάζευε τὰ παιδάκια στὴν αὐλὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὰ μάθαινε τὴν Κλίμακα τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς.
Στὸ τέλος τῆς Ἱερατικῆς του διακονίας ὑπηρετοῦσε στὰ Κοιμητήρια τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου στὴν Πυλαία Θεσσαλονίκης. Ἐκεῖ προετοίμασε τὸν τάφο του καὶ διάβαζε τὴν νεκρώσιμη ἀκολουθία γιὰ τὸν ἑαυτό του, γιὰ νὰ μὴν παραληφθῆ κάτι, ὅταν γίνη ἡ κηδεία του.
Τὸ Μ. Σάββατο τοῦ ἔτους 1987, ὅπως ἦταν ὅλοι μαζὶ στὸ σπίτι καθισμένοι στὸν καναπέ, ὁ παπα-Γιώργης ἤρεμα ἐξέπνευσε. Πῆγε κοντά του ὁ γιὸς του π. Θεόδωρος καὶ τὸν φώναξε: «Πατέρα, ξύπνα». Ἐνῶ τὰ ἄλλα ἀδέλφια ἔκλαψαν πικρά, ἐπανῆλθε τότε ὁ παπα-Γιώργης γιὰ λίγο καὶ εἶπε: «Τὰ δάκρυά σας μὲ ἔφεραν πίσω. Γιατί μὲ φέρατε, παιδιά; Μὲ πῆραν Ἄγγελοι καὶ ἔφευγα. Ἦταν πολὺ ὡραῖα καὶ φωτεινά, δὲν μπορεῖτε νὰ φανταστῆτε πόσο χαρούμενος ἤμουν».
Ἦταν μόλις 58 ἐτῶν ὁ χαρισματικὸς ιερεύς τοῦ Ὑψίστου παπα-Γιώργης, ὅταν μετέστη στὴν ὄντως ζωὴ καὶ ἐτάφη στὰ Κοιμητήρια τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου Πυλαία Θεσσαλονίκης τὸ 1987.
Τὴν εὐχή του νὰ ἔχωμε. Ἀμήν.
[Ἀπόσπασμα ἀπὸ τό βιβλίο: «Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο», Γ’ τόμος, Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον (Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος) Μεταμόρφωσης Χαλκιδικής]
(Πηγή ψηφ. κειμένου: agiosgeorgiosavras.blogspot.com)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου