Απο τον Συναξαριστή
Ο όσιος πατήρ ημών Αμμούν καταγόταν από την Αίγυπτο. Όταν πέθαναν οι γονείς του ανέλαβε την ανατροφή του ένας θείος του, ο οποίος τον υποχρέωσε να νυμφευθεί· ο Αμμούν ήταν τότε είκοσι δύο χρόνων. Την νύκτα του γάμου, όταν οι νεόνυμφοι αποσύρθηκαν στη νυμφική παστάδα, ο Αμμούν άνοιξε την Αγία Γραφή και διάβασε στην γυναίκα του το χωρίο της προς Κορινθίους επιστολής. Σ’ αυτό, ο Απόστολος μιλά για τα δεινά του γάμου, τις ταραχές και τις μέριμνες στις οποίες εμπλέκονται οι έγγαμοι, ενώ οι εν παρθενία ζώντες μπορούν να αφοσιώνονται απερίσπαστοι στην προσευχή και στα πνευματικά έργα (Α’ Κορ. κεφ. 7).
Τηρώντας κατά γράμμα τους αποστολικούς λόγους, «οι έχοντες γυναίκας ως μη έχοντες ώσι … και οι χρώμενοι τω κόσμω τούτω ως μη καταχρώμενοι» (όπ.π., 29,31), οι νεόνυμφοι πήραν την απόφαση να ζήσουν εν παρθενία και να αποσυρθούν μαζί σε τόπο έρημο για να αφιερωθούν στη νηστεία και στην προσευχή. Πήγαν λοιπόν στην έρημο της Νιτρίας, που βρίσκεται σε κάποια απόσταση από την Αλεξάνδρεια, και εγκαταστάθηκαν σε μια μικρή καλύβα. Σύντομα, όμως, αντιλήφθηκαν ότι δεν ήταν θεμιτό να θέτουν τους εαυτούς τους σε πειρασμούς ζώντας μαζί. Χώρισαν λοιπόν για να μπορέσει καθένας τους να ασκητεύσει μόνος.
Ο Αμμούν άφησε την καλύβα και πήγε στην έρημο, όπου δεν υπήρχαν ακόμη μοναστήρια. Έκτισε δύο θολωτά κελλιά και επί είκοσι δύο χρόνια ο βίος του ήταν ισάξιος των αγγέλων. Δεν γευόταν λάδι και κρασί, έτρωγε μόνο ξερό ψωμί, κι αυτό μόνον κάθε δύο ή τρεις μέρες.
Η βιοτή του ευαρέστησε τον Κύριο και σύντομα μεγάλος αριθμός αδελφών, που επιθυμούσαν να ασπασθούν και εκείνοι τον μοναχικό βίο, μαζεύτηκε γύρω του. Όταν έφθανε ένας νέος υποψήφιος, ο Αμμούν του παραχωρούσε αμέσως το κελλί του κι όλα του τα υπάρχοντα, και οι άλλοι αδελφοί τού έφερναν κρυφά είτε κάποιες προμήθειες είτε κάποιο χρήσιμο αντικείμενο. Έτσι, η αδελφική αγάπη ήταν ο πρώτος νόμος που κυβερνούσε τη συνεχώς αυξανόμενη αυτή κοινωνία.
Μετά από μερικά χρόνια, υπό την καθοδήγηση του οσίου Αμμούν, η έρημος της Νιτρίας μεταμορφώθηκε σε αληθινή πόλη, σε βαθμό που ορισμένοι αδελφοί επιθυμούσαν να κτίσουν το κελλί τους πιο μακριά, για να μπορούν να ζουν απερίσπαστοι. Μία ημέρα, ήρθε να επισκεφθεί τον αββά Αμμούν ο Μέγας Αντώνιος. Ο Αμμούν του έθεσε το θέμα και τον ρώτησε ποιο θα ήταν το πλέον κατάλληλο μέρος.
Αφού έφαγαν το λιτό τους γεύμα την ενάτη ώρα, άρχισαν να περπατούν στην έρημο μέχρι το ηλιοβασίλεμα. Στο μέρος όπου έφθασαν, έμπηξαν στο χώμα έναν σταυρό. Έτσι, όσοι ήθελαν θα μπορούσαν να κτίσουν εκεί το κελλί τους με την ευλογία των δύο Γερόντων. «Με αυτό τον τρόπο», είπε ο αββάς Αντώνιος, «όταν οι αδελφοί της Νιτρίας ξεκινήσουν, αμέσως μετά το γεύμα της ενάτης ώρας, για να συναντήσουν όσους ζουν εδώ, θα φθάσουν εγκαίρως. Και όσοι ξεκινήσουν από εδώ για να φθάσουν στη Νιτρία, κάνοντας το ίδιο, θα διατηρήσουν την ησυχία τους».
Έτσι δημιουργήθηκε η έρημος των «Κελλίων» (δεκαεννέα χιλιόμετρα μακριά από τη Νιτρία), όπου μερικά χρόνια αργότερα ζούσαν περίπου εξακόσιοι μοναχοί, έχοντας ο καθένας το κελλί του.
Ο όσιος Αμμούν και ο άγιος Αντώνιος ήταν δεμένοι με τόσο βαθειά εν Θεώ αγάπη, ώστε, όταν ο αββάς Αμμούν παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο, ο Αντώνιος που βρισκόταν στο όρος του, το οποίο απείχε δεκατεσσάρων ημερών πεζοπορία, διέκοψε τη συνομιλία του, περιήλθε σε έκσταση και είδε την ψυχή του Αμμούν να ανέρχεται στον ουρανό, ενώ άγγελοι έψαλλαν χαρούμενοι ύμνους.
Μεταξύ των λόγων που ενέπνεε το Άγιο Πνεύμα στον αββά Αμμούν, ήταν και η φράση: «Βάσταζε πάντα άνθρωπον καθώς βαστάζει σε ο Θεός».
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος δεύτερος, Οκτώβριος. Ίνδικτος, Αθήναι 2006, Οκτωβρίου Δ’.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου