* * *
Κατ’ ἀρχὴν εἶναι πολὺ καλὸ νὰ ἔχουμε γνώμη καὶ νὰ τὴν ἐκφράζουμε. Λέγει ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Θεολόγος: «Τὸ ν’ ἀντιπροτείνει κάποιος τὴ γνώμη του εἶναι γνώρισμα ἀνθρώπου εὐσεβῆ καὶ συνετοῦ». Μᾶς προτρέπει δὲ στὸν διάλογο ὡς ἑξῆς: «Ὅταν βλέπεις ἐρώτηση, ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ λογικὴ ἐξέταση, τότε νὰ μὴν ἀποφεύγεις νὰ δίνεις σ’ ἐκείνους ποὺ σ’ ἐρωτοῦν λογικὲς ἀπαντήσεις».
Νὰ τί ἀναφέρει καὶ ὁ Ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας: «Κάθε τι ποὺ λέγεται ἀπὸ μᾶς κατὰ τρόπο σοφὸ καὶ ἐπιστημονικό, ὅπως ἐγὼ πιστεύω, εἶναι ἄμεμπτο, καὶ δὲν εἶναι ἀσύμφωνο πρὸς τὶς θεόπνευστες Γραφές. Λέγε ὅμως κι ἐσὺ αὐτὸ ποὺ θεωρεῖς σωστό. Γιατί μπορεῖ καὶ ἡ ἀντίρρηση νὰ προκαλέσει κάτι ὠφέλιμο».
Εἶναι φανερό, λοιπόν, πὼς ἡ ἀνταλλαγὴ ἀπόψεων καὶ κρίσεων μ’ ἕνα γόνιμο διάλογο, καὶ ἀπαραίτητη εἶναι καὶ ἀποτελεσματικὴ γίνεται σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα.
Ὁ Σωκράτης χρησιμοποιοῦσε κατὰ σύστημα τὴ «διαλεκτικὴ μέθοδο». Ἐνῷ ὁ Πλάτωνας ἀποκαλοῦσε αὐτὸν ποὺ ἤξερε νὰ κάνει διάλογο «ἀληθῶς φιλόσοφο». Κι ἐνῷ μὲ τὴ συζήτηση καὶ πιὸ πολὺ μὲ τὴ φλυαρία «σκοτώνουμε τὴν ὥρα μας», τουλάχιστον, μὲ τὸν διάλογο κερδίζουμε τὸν χρόνο μας καὶ προχωροῦμε σωστὰ στὴ ζωή μας.
* * *
Ὅπου δὲν ὑπάρχει διάλογος, ἐπικρατεῖ λογομαχία, ἀντιδικία, ὀχλαγωγία, ἐμπάθεια, ἔνταση, διαμάχη, πόλεμος! Ὅποτε ὁ καθένας ζητᾶ νὰ ἐπιβάλλει τὴ γνώμη καὶ τὶς θελήσεις του μὲ ποιὸν τρόπο; Μὲ τὴ δύναμη τῆς φωνῆς καὶ τῆς γροθιᾶς του (!) κι ὄχι μὲ τὰ ἐπιχειρήματα καὶ τὶς στέριες ἀπόψεις του.
Καὶ τελικὰ ποιὸς ἐπικρατεῖ; Ὁ ἐγωιστής, ὁ αὐταρχικός, ὁ δυνατὸς στὴ φωνὴ καὶ στὴ μυϊκὴ δύναμη κι ὄχι στὴ σκέψη, ὁ δικτάτορας! Γι’ αὐτὸ κι ὅπου ὑπάρχει δημοκρατία, ὄχι μόνο στὴν πολιτεία, ἀλλὰ καὶ στὸ σχολεῖο, καὶ στὴν οἰκογένεια, καὶ στὴν παρέα, ἐκεῖ ὑπάρχει καὶ τὸ ἔδαφος γιὰ διάλογο.
* * *
Μὴ ξεχνοῦμε πὼς ὁ διάλογος ἔχει δύο διαστάσεις. Ἀκοὴ καὶ λόγο. Δύο κουπιὰ ποὺ κάνουν τὸ σκαρὶ τῆς ὕπαρξής μας νὰ προχωράει ἐμπρός. Κι ὄχι ἕνα κουπὶ ποὺ κάνει τὴ βάρκα μας νὰ περιστρέφεται πάντα στὸ ἴδιο μέρος!
Ἔπειτα, κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο θὰ πρέπει «νὰ ἐξωτερικεύουμε τὸν λόγο, ἀφοῦ πρῶτα ἐξετάσουμε μέσα μας τί πρόκειται νὰ ποῦμε». Πόσο σοφὸ εἶναι κι αὐτό!
Νὰ τὰ ποῦμε ὅλα αὐτὰ πιὸ παραστατικά; Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι πέντε φίλοι ποὺ βαδίζουν σ’ ἕνα δάσος, συναντοῦν ξαφνικὰ μπροστά τους ἕνα χείμαρρο. Γιὰ νὰ βροῦν τὸν τρόπο ποὺ θὰ τὸν περάσουν, πρέπει νὰ ξέρουν καὶ τί πλάτος ἔχει. Ὁ καθένας τότε κάνει τὶς ἐκτιμήσεις του, ποὺ εἶναι σπάνιο νὰ συμπέσουν ἀκόμη καὶ μεταξὺ δύο. Ὁ ἕνας μιλᾶ γιὰ 2 μέτρα, ὁ ἄλλος γιὰ 2,3 μ., ὁ τρίτος γιὰ 2,1 μ. κ.λπ.
Ἡ λύση δὲν εἶναι νὰ πεῖ κάποιος πὼς εἶναι 2,5 μέτρα, νὰ τὸ ἐπιβάλλει ἐτσιθελικὰ στοὺς ἄλλους καὶ νὰ προχωρήσουν ὅλοι σύμφωνα μὲ τὴν ἐκτίμηση καὶ τὴν ἀπόφασή του. Στὴν περίπτωση αὐτὴ μόνο κατὰ σύμπτωση δὲν θὰ κάνουν λάθος. Οὔτε πάλι εἶναι λύση, νὰ προσθέσουν τὰ μέτρα ποὺ λέει ὁ καθένας τους, νὰ τὰ διαιρέσουν διὰ πέντε καὶ νὰ βροῦν τὸν μέσο ὅρο. Δηλαδὴ οὔτε καὶ μὲ τὴν ἁπλὴ συζήτηση θὰ βροῦν τὴν ἀλήθεια. Καὶ πῶς τελικὰ θὰ τὴ βροῦν; Μὲ τὸν διάλογο!
Δηλαδή; Ἀφοῦ πεῖ ὁ καθένας τὴν γνώμη του γιὰ τὴν ἀπόσταση, θὰ ἐξηγήσει στοὺς ἄλλους ποῦ τὸ στηρίζει αὐτό, καὶ θὰ ἐπιστρατεύσει ὅλα του τὰ ἐπιχειρήματα, γιὰ νὰ τοὺς πείσει. Ἢ θὰ ὑποχωρήσει στὰ ἀκράδαντα ἐπιχειρήματα τῶν ἄλλων. Μέσα ἀπ’ αὐτὴν τὴν ἐπικοινωνία, τὴν ἐπιχειρηματολογία, τὴ λειτουργία τῆς σκέψης καὶ τοῦ νοῦ, σίγουρα θὰ βρεθεῖ ἡ ἀλήθεια. Τὸ πραγματικὰ σωστὸ αὐτοῦ ποὺ πρέπει νὰ κάνουν. Κι εἶναι ἀπαραίτητο βέβαια νὰ ἔχουν ὅλοι ἐπ’ αὐτοῦ ἄποψη καὶ γνώμη! Δὲν τὸ συζητᾶμε…
* * *
Ἐμπόδιο, βέβαια, γιὰ ἕνα τέτοιο δημιουργικὸ καὶ καρποφόρο διάλογο, εἶναι ἡ προκατάληψη. Τὸ «οὐ μὲ πείσεις, κἄν μὲ πείσεις». Τότε ὅσο σοφὰ καὶ νὰ μιλήσει κάποιος, δὲν πρόκειται νὰ εἰσακουστεῖ. Ἔλεγε ὁ Ἡράκλειτος: «Ὅσοι δὲν ξέρουν νὰ ἀκοῦνε, δὲν ξέρουν οὔτε καὶ νὰ μιλᾶνε». Ἀσφαλῶς!
Ἄλλα σοβαρὰ ἐμπόδια εἶναι ἡ βιασύνη, ὅπως ἐπίσης καὶ ὁ ἐγωισμὸς καὶ ὁ φανατισμός!
Εἶναι χρήσιμο νὰ βλέπουμε τὰ πράγματα ἀπὸ τὴν ἑξῆς ὀπτικὴ γωνία: Οἱ συνομιλητές μας δὲν εἶναι ἀντίπαλοι ποὺ πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ νικήσουμε. Δὲν κάνουμε διάλογο, γιὰ νὰ ἐπικρατήσουμε. Λένε πολὺ σωστὰ πὼς «στὸν διάλογο δὲν πᾶμε γιὰ νὰ σώσουμε τὶς ἰδέες μας, πᾶμε γιὰ νὰ βροῦμε τὴν ἀλήθεια». Γι’ αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ προσέρχεται σ’ αὐτὸν κανεὶς μὲ τόση ἐπιθυμία γιὰ νὰ πειστεῖ, ὅση ἔχει καὶ γιὰ νὰ πείσει!
Ὁ ὥριμος ἄνθρωπος ἔχει ὁπωσδήποτε πεποιθήσεις, ὅμως διαφέρει ἀπ’ τοὺς ἄλλους, στὸ ὅτι δὲν παύει νὰ ἐρευνᾶ τὰ πάντα, νὰ τὰ μελετᾶ, ν’ ἀκούει προσεκτικά, νὰ προβληματίζεται καὶ νὰ σκέπτεται τὶς ἀπόψεις τῶν ἄλλων. Κι εἶναι πρόθυμος ν’ ἀλλάξει γνώμη, ὅταν μὲ τὸν διάλογο πεισθεῖ γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ καλύτερο. Τότε ὁπωσδήποτε θὰ εἶναι κερδισμένος. Ὑποστηρίζεται πὼς «δὲν ἀλλάζουν γνώμη οἱ λίθοι καὶ οἱ ἠλίθιοι»!
Ἂς προσέξουμε καὶ τοῦτες τὶς σοφὲς παρατηρήσεις τοῦ Μ. Βασιλείου:
«Πρῶτα ἀπὸ ὅλα πρέπει νὰ φροντίζει (κανεὶς) νὰ μὴ φέρεται ἀμαθῶς στὶς συζητήσεις, ἀλλὰ νὰ ρωτάει μὲν χωρὶς ἐριστικότητα, νὰ ἀπαντᾶ δὲ χωρὶς ὑπεροψία, νὰ μὴ διακόπτει τὸν συνομιλητή του, ὅταν λέγει κάτι χρήσιμο οὔτε νὰ ἐπιθυμεῖ νὰ παρεμβάλλει ἐπιδεικτικὰ τὸ δικό του λόγο, τηρώντας ἰσοζύγιο λόγου καὶ ἀκοῆς. Νὰ μαθαίνει δὲ χωρὶς ντροπὴ καὶ νὰ διδάσκει χωρὶς φθόνο. Καί, ἂν ἔχει διδαχθεῖ ἀπὸ ἄλλον, νὰ μὴ τὸ κρύβει σὰν τὶς φαῦλες γυναῖκες ποὺ παρουσιάζουν νόθα τέκνα ὡς δικά τους, ἀλλὰ νὰ φανερώνη μ’ εὐγνωμοσύνη τὸν πατέρα τῶν σκέψεών του».
Ἂς τὸ ποῦμε καὶ διαφορετικά. Οἱ ἀπόψεις μας, οἱ ἀπόψεις τοῦ καθενός μας, εἶναι ἀνάλογες τῆς παιδείας μας, τοῦ περιβάλλοντος ποὺ ζήσαμε καὶ ζοῦμε, τῆς ὅλης ἀνατροφῆς μας, τῆς προσωπικότητας καὶ τοῦ βαθμοῦ σκέψης καὶ ὡριμότητάς μας. Ἄρα εἶναι ἑπόμενο, ἐνῷ βλέπουμε τὸ ἴδιο ἀκριβῶς πρᾶγμα ὅλοι, ὁ καθένας μας νὰ τὸ ἀντιλαμβάνεται διαφορετικά. Τὸ τονίζει κι ἡ σύγχρονη ψυχολογία αὐτό. Κι ὕστερα «οὐδενὸς πράγματος γνωρίζομεν τὸ πᾶν»!
Ἔτσι ἂς δείχνουμε κατανόηση γιὰ τὸ ὅτι ὑπάρχουν πολλὲς ἀπόψεις, καὶ ἡ καλὴ συνεννόηση θὰ γίνει μὲ τὸν σωστὸ διάλογο. Ὅποτε, βρέθηκε ἡ ἀλήθεια, δὲν ὑπάρχει πιὰ διαφωνία; Ἂς χαροῦμε!… Τί σχέση ἔχει τότε, ἡ γνώμη ποὺ προηγουμένως εἴχαμε;
Ἔλεγε κάποιος στοχαστὴς πὼς «πέραν ἀπ’ τὴ δική μου τὴν ἀλήθεια, δὲν ὑπάρχει τὸ ψέμα μόνο. Ὑπάρχει καὶ ἡ ἀλήθεια τοῦ ἄλλου». Γιὰ ὅλα αὐτά, εἶναι πολὺ φιλοσοφημένο αὐτὸ ποὺ εἶπαν: «Ὑπάρχουν τρεῖς γνῶμες. Ἡ δική σας, ἡ δική μου καί… ἡ σωστή!».
Νὰ τονίσουμε καὶ τοῦτο. Πώς, πολλὲς φορές, ὅταν κάτι ἀκοῦμε, ὅσο ὡραῖο καὶ πειστικὸ καὶ νὰ εἶναι, ἀπαιτεῖται ἐκ μέρους μας ἡ περαιτέρω ἔρευνα. Νὰ τὸ μελετήσουμε καλύτερα, νὰ ρωτήσουμε, νὰ τὸ σκεφτοῦμε σὲ βάθος. Κι ὕστερα νὰ συμφωνήσουμε καὶ νὰ τὸ ἀποδεχθοῦμε. Ἂν ἀμέσως συμφωνήσουμε, τότε ἢ καταφανῶς ἔχει ὁ συνομιλητής μας δίκιο ἢ ἐμεῖς εἴμαστε ἐπιπόλαιοι καὶ ὄχι ἐπαρκῶς καταρτισμένοι! Εἶπαν ὑπέροχα: «Δὲν ἀντιλέγω χωρὶς ἐπιχειρήματα, δὲν συμφωνῶ χωρὶς σκέψη».
Μὴ ξεχνοῦμε ἀκόμη κι αὐτὸ τὸν τόνο τῆς φωνῆς μας κατὰ τὸν διάλογο. Λέγει ὁ Μ. Βασίλειος: «Τόνος τῆς φωνῆς νὰ προτιμᾶται ὁ μέτριος, ὥστε οὔτε νὰ διαφεύγει τὴν ἀκοὴ λόγῳ τῆς χαμηλότητάς του, οὔτε φορτικὸς νὰ εἶναι λόγῳ τῆς μεγάλης ἔντασής του».
* * *
Λοιπόν, νὰ εἶσαι εὐτυχής, καλέ μου φίλε, ὅταν ὑπάρχουν πολλὲς ἀπόψεις κι ἐσὺ μπορεῖς νὰ τὶς ἀκοῦς ὅλες. Μόνο; Κι ὅταν μὲ ἐπιχειρήματα, πειθὼ καὶ ντοκουμέντα, ἀλλάζεις τὶς ἀπόψεις τῶν ἄλλων κι ὅταν αὐτὸ συμβαίνει καὶ σ’ ἐσένα! Γιατί τότε, πραγματικὰ ξέρεις, νὰ κάνεις διάλογο…
(Πηγή: “Ορθόδοξος Τύπος“)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου