Όταν ο άγιος Σάββας ήταν ακόμη νέος και ζούσε στη μονή που λεγόταν Φλαβιανές, η οποία είναι στην Καππαδοκία και απέχει είκοσι στάδια (3,7 χλμ. περίπου) από το χωριό του, τη Μουταλάσκη, ο εκεί αρτοποιός έγινε κάποτε μούσκεμα από τη βροχή και έβαλε τα ρούχα του για στέγνωμα στον φούρνο, καθώς δεν υπήρχε ήλιος για να τα στεγνώσει, επειδή ήταν χειμώνας. Έπειτα ξεχάστηκε και τα άφησε εκεί να στεγνώνουν. Καθώς λοιπόν παρουσιάστηκε ξαφνική ανάγκη για ψωμί, ο άγιος Σάββας και μερικοί άλλοι μοναχοί έκαναν ζύμη μαζί με τον αρτοποιό και άναψαν τον φούρνο, μέσα στον οποίο, όπως είπαμε, ήταν ξεχασμένα τα ρούχα. Όταν η φωτιά είχε κιόλας φουντώσει, ο αρτοποιός τα θυμήθηκε και, καθώς δεν μπορούσε πια να κάνει τίποτε, γιατί η φωτιά ήταν πλέον τρομακτική, λυπήθηκε πολύ και κυριεύτηκε από στενοχώρια.
Ο Σάββας λοιπόν, που δεν άντεχε να βλέπει τον αδελφό τόσο στενοχωρημένο, αλλά καιγόταν και ο ίδιος από την πολλή συμπόνια, δεν λογάριασε το σώμα του, δεν λογάριασε ούτε τη φωτιά, και αφού οχυρώθηκε με το σημείο του σταυρού, μπήκε αμέσως όπως ήταν μέσα στον φούρνο. Και αφού ποδοπάτησε τη φλόγα – όπως προηγουμένως την ηδονή –, έσωσε τα ρούχα από τη φωτιά, και βγήκε και ο ίδιος αβλαβής, καθώς η φωτιά τον σεβάστηκε, αυτή τη φορά όχι για χάρη της ευσέβειας, όπως παλιά τους τρεις Παίδες (Δαν. 3:23), αλλά για χάρη της αγάπης του προς τον αδελφό.
Ο όσιος Σάββας, όταν ήταν ακόμη νέος και ζούσε στη μονή που λεγόταν Φλαβιανές, ασκούσε τον εαυτό του σε κάθε μορφή εγκράτειας, περισσότερο όμως στη σχετική με την ευχαρίστηση του ουρανίσκου και με την καλοπέραση και περιποίηση της κοιλιάς. Μια μέρα λοιπόν εργαζόταν στον κήπο του μοναστηριού, και τα μήλα που κρέμονταν εκεί στα δέντρα άνοιγαν την όρεξή του και τον παρακινούσαν να φάει πριν από την κανονισμένη ώρα. Νικήθηκε λοιπόν από την όψη των μήλων, τα οποία ήταν πραγματικά ωραία, γιατί άνθρωπος ήταν και αυτός και θελγόταν από ανθρώπινες επιθυμίες. Μάλιστα νικήθηκε τόσο, ώστε πήρε στο χέρι ένα μήλο. Έπειτα όμως κατάλαβε ότι αυτό ήταν παγίδα του πονηρού που συνηθίζει πάντοτε να ξεγελά βάζοντας σαν δόλωμα την ευχαρίστηση. Σκέφτηκε ακόμη ότι στον καρπό κρύβεται το φίδι και ότι και τους πρωτόπλαστους με την ευχαρίστηση και την τροφή τούς έβγαλε από τον παράδεισο και τους έριξε σε μύρια δεινά.
Με τις καλές αυτές σκέψεις έριξε αμέσως στη γη το μήλο και το ποδοπάτησε, πατώντας μαζί με αυτό και την επιθυμία και εξευτελίζοντας με τα πόδια αυτήν που τον νίκησε με τα μάτια. Και στο εξής έβαλε νόμο στον εαυτό του, σε όλη του τη ζωή να μη φάει ποτέ μήλο, ούτε να χαριστεί στην όρεξη της κοιλιάς.
Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Γ’, Υπόθεση ΛΖ’ (37), σελ. 306, και τόμος Β’, Υπόθεση ΚΒ’ (22), σελ. 174. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου