-24 Αυγούστου 2025
Θυμᾶμαι τὸν Χρῆστο Γιανναρᾶ στὶς ὁμιλίες του συχνὰ νὰ χρησιμοποιεῖ τὴ λέξη «νομίζω».
Ἄλλοτε πάλι, ἐπέλεγε κάποια ἐκτενέστερη διατύπωση γιὰ νὰ ὑπηρετήσει τοῦτο τὸ νόημα· ἔλεγε: «δὲν μιλῶ μὲ βεβαιότητα, ἔχω ὄμως τὴν αίσθηση…» ἢ «μπορεῖ νὰ κάνω καὶ λάθος, μὰ ἐπιτρέψτε μου νὰ καταθέσω στὴν κρίση σας …».
Τὸ «νομίζω» γιὰ τὸν Χρῆστο Γιανναρᾶ δὲν ἦταν ἕνα τέχνασμα, ἕνα σχῆμα ρητορικό. Τοῦτο μποροῦσε εὔκολα νὰ τὸ κατανοήσει κανεὶς ἀκούγοντάς τον. Δὲν ὑπῆρχε ἴχνος ἐπιτήδευσης στὸ λόγο του, μόνο ἕνας τόνος ἀγωνίας ποὺ ταιριάζει σὲ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἀναζητᾶ τὸ πλήρωμα τῆς ζωῆς· σὲ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος δὲν ἀρκεῖται σὲ κάτι λιγότερο ἀπὸ τὴν ἀλήθεια· σὲ ἐκεῖνον ποὺ τολμᾶ, τελικά, νὰ ἀναλάβει τὴν εὐθύνη τῆς διδαχῆς.
Τὸ «νομίζω» τοῦ Χρήστου Γιανναρᾶ εἶχε μιὰ γνησιότητα, ἀφοῦ ἦταν γέννημα ἑνὸς φρονήματος ταπεινοῦ, μιᾶς φυσικῆς εὐγένειας, καὶ μιᾶς – ἂς μᾶς ἐπιτραπεῖ ὁ ἰσχυρισμός – ἔμφυτης ντροπαλοσύνης. Μὰ ἦταν τελικὰ καὶ κάτι περισσότερο, κάτι πληρέστερο. Ἦταν μιὰ αὐθεντικὴ μαρτυρία τῆς ἐκκλησιαστικότητάς του.
Ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς δὲν πίστευε πὼς εἶχε κατακτήσει τὴν Ἀλήθεια. Ἐπεδίωξε στὸ βίο του νὰ σχετιστεῖ μὲ Αὐτὴν πρωτίστως διὰ τοῦ λόγου, μὰ ὄχι μόνο μὲ αὐτόν. Ἡ πείνα καὶ ἡ δίψα ποὺ αἰσθανόταν γιὰ τὸν Θεὸ ἀπὸ τὰ νεανικά του χρόνια· ἡ αὐστηρότητα καὶ ἡ ἀπαιτητικότητα πρὸς τὸν ἑαυτό του· τὸ ἦθος τῆς ἐλευθερίας καὶ ἡ ὁρμὴ τοῦ ἔρωτα· οἱ σπουδές του καὶ οἱ πνευματικές του ἀναζητήσεις· ἡ ἀγάπη γιὰ τὴ φιλοσοφία, καὶ ὁ ἔρωτας γιὰ τὴ θεολογία· ἡ ἀνάδειξη τοῦ ἑλληνικοῦ τρόπου καὶ ἡ μετοχὴ στὰ κοινὰ τῆς πόλης· ἡ κοινωνία διὰ τῆς συγγραφῆς καὶ ἡ εὐθύνη τῆς διδασκαλίας περιγράφουν τὴ δική του σχέση ὡς πρόσωπο μὲ τὴν Ἀλήθεια.
Κι ὅμως αὐτὰ ποὺ ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς εἶχε γνωρίσει, αὐτὰ ποὺ εἶχε κατανοήσει, αὐτὰ ποὺ ἦταν σὲ θέση νὰ διδάξει, αὐτὰ ποὺ «ἀλήθευαν» τὸ δικό του βίο εἶχε τὴν τόλμη νὰ τὰ τοποθετεῖ δίπλα σὲ ἕνα «νομίζω». Μὰ γιατί;
Διότι ἔθετε τὴ γνώση, τὴ σκέψη καὶ τὴ γνώμη του στὴν κρίση τοῦ Δήμου, στὸ κοινὸ βίωμα τῶν πολλῶν, στὴν ἐμπειρία τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος.
Αὐτὸ τὸ «νομίζω» καθιστοῦσε τὸν Χρῆστο Γιανναρᾶ συνομιλητὴ μὲ τὴν πατερικὴ θεολογία τῆς Ἀνατολῆς. Τόσο στὸ περιεχόμενο ὅσο καὶ στὴν μεθοδολογία ἀκολουθοῦσε τοὺς μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Τοῦτο ἔχει ἰδιαίτερη σημασία ἂν ἀναλογιστοῦμε πὼς ἡ θεολογικὴ σκέψη στὴν Ἐλλάδα κατὰ τὶς πρῶτες δεκαετίες τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνα ἔμοιαζε δέσμια τῆς ἀκαδημαϊκῆς δυτικῆς θεολογίας, μὲ ἔντονα τα στίγματα τοῦ ὀρθολογισμοῦ καὶ τοῦ πιετισμοῦ. Ὁ Γιανναρᾶς εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς λίγους ποὺ τὸν καιρὸ ἐκεῖνο τόλμησαν νὰ στρέψουν τὴν ὀρθόδοξη θεολογία πρὸς τὶς ἀληθινές της πηγές: τοὺς Καππαδόκες Πατέρες, τὸν Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, τὸν Γρηγόριο Παλαμᾶ.
Αὐτὸ τὸ «νομίζω» μεταμόρφωνε κάθε λόγο τοῦ Χρήστου Γιανναρᾶ σὲ ἕνα μυστικὸ διάλογο μὲ τὴν Ἐκκλησία, μὲ τὴν κοινωνία τῶν προσώπων. Γιʹ αὐτὸ ἐνῷ μιλοῦσε συνήθως σὲ μεγάλα ἀκροατήρια, εἶχες τὴν αἴσθηση πὼς ἀπευθυνόταν σὲ ἐσένα προσωπικά. Ἀναζητοῦσε τὶς ἀντιδράσεις ἐκείνων ποὺ τὸν ἀκούγαμε, τὴν ἐπιδοκιμασία, τὴν ἀπορία, τὴν ἀμφισβήτηση· τὴν ἔψαχνε στὶς ἀνεπαίσθητες κινήσεις τῶν προσώπων ποὺ στέκονταν ἀπέναντί του, στοὺς μορφασμοὺς καὶ στὰ χαμόγελα, μὰ κυρίως στὰ βλέμματα. Γιατὶ ὁ Γιανναρᾶς σὲ κοιτοῦσε στὰ μάτια ὅταν μιλοῦσε, ἀφοῦ δὲν κόμιζε μόνο, ἀλλὰ καὶ ἀναζητοῦσε ἀπαντήσεις σὲ ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα καταπιανόταν.
Ὅλοι ἐμεῖς ὡς Ἐκκλησία, ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια, μετείχαμε σὲ μιὰ μυσταγωγία τοῦ Λόγου διαβάζοντας τὰ κείμενα καὶ ἀκούγοντας τὰ ὁμιλήματα τοῦ Χρήστου Γιανναρᾶ.
Ἐκεῖνος ἔψαχνε μανικῶς τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴν κατέθετε σὲ μᾶς γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσουμε τὴν γνησιότητά της καὶ συνάμα γιὰ νὰ τραφοῦμε ἀπ’ αὐτήν· κι ἄλλοτε – γιατὶ κι αὐτὸ συνέβη – γιὰ νὰ σταθοῦμε μὲ ἐπιφύλαξη σὲ ἀπόψεις του ποὺ ἴσως ἀπέκλιναν ἀπὸ τὴν ἐμπειρία μας ὡς ἐκκλησιαστικὸ σῶμα, ὥστε νὰ διαλεχθοῦμε μὲ αὐτὲς καὶ μὲ τὰ ὑπαρκτὰ ἐρωτήματα ποὺ τὶς γεννοῦσαν, προσφέροντάς μας ἔτσι τὸ δώρημα τῆς συνειδητότητας.
Ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς δὲν φοβήθηκε τὴν κρίση τῶν ἄλλων, οὔτε κἂν τὴν ἀπόρριψη, δὲν μιλοῦσε γιὰ νὰ κάνει ὀπαδοὺς ἢ σχολή, δὲν συνέγραφε γιὰ νὰ ὑποτάξει ἢ νὰ διχάσει.
Κι ἦταν τοῦτο φυσικὸ ἀφοῦ ὁ στοχασμός του δὲν ἔμοιαζε μὲ τὴ βιαία πνοὴ τῆς βεβαιότητας, ἀλλὰ μὲ τὴν λεπτὴ αὔρα ἑνὸς «νομίζω».
Δημοσιεύθηκε στὸ τεῦχος 380 (Ἰούλιος-Αὔγουστος 2025) τοῦ περιοδικοῦ Πειραϊκὴ Ἐκκλησία, μέσα στὰ πλαίσια τοῦ ἀφιερώματος «Χρῆστος Γιανναρᾶς»
ΠΗΓΗ:

Κωμικοτραγικό κείμενο!!! Μπλα, μπλα, μπλα, μπλα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο πιο μεγάλο ανέκδοτο απο όλο το κείμενο νομίζω και εγώ ότι βρίσκεται στην φράση:
" Τόσο στὸ περιεχόμενο ὅσο καὶ στὴν μεθοδολογία ἀκολουθοῦσε τοὺς μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας."!!!
Αν είναι δυνατόν να συγκρίνει κανείς τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας με τον Γιανναρά και την ολέθρια γιανναρο-φιλοσοφο-θεολογία του!!!
ΑΤΥΧΕΣΤΑΤΟ ΤΟ ΦΙΛΟΓΙΑΝΝΑΡΙΚΟ ΑΡΘΡΑΚΙ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι παρακάτω αναρτήσεις κυριολεκτικά μας ανοίγουν τα μάτια. Και δεν είναι οι μοναδικές, ευτυχώς.
π. Σταύρος Τρικαλιώτης για το "Ενάντια στη θρησκεία" (Χρήστος Γιανναράς)
https://paterikos.blogspot.com/2020/05/blog-post.html
Ο Άγιος Παΐσιος για τον Χρήστο Γιανναρά – Νεονικολαΐτικες δοξασίες.
https://paterikos.blogspot.com/2024/08/blog-post_31.html
Σου έχουν τελειώσει τα 💊💊,;;;;.... Ευτυχώς ο καλός Θεουλης έχει προβλέψει για τους ψυχο...🫨🫨😵💫🫨😶🌫️🤯🫨, γι' αυτό και 💊💊💊 βρίσκονται σε αφθονία...💊💊💊💊💊💊💊💊💊💊💊💊💊...ξεκινα: πρωί, μεσημέρι, βράδυ και μην σταματάς....😀😄😂🤣🥳🫣🫣🫣... κάτι καλό θα προκύψει....🤣😂😱😲
ΔιαγραφήΤώρα είδα το σαχλαμαρίστικο και ασεβές σχόλιο του "Επαμεινώνδα Μανδηλά".
ΔιαγραφήΕίναι ασεβές γιατί εμπαίζει καλές αναρτήσεις και καλό σχόλιο και με λόγους του αγίου Παϊσίου και γιατί ονομάζει τον Θεό, Θεούλη ανευλαβώς.
Σαχλαμαρίστικο δεν χρειάζεται να πούμε γιατί είναι... "Βγάζει μάτι"
Αυτά που προτείνει στους άλλους να τα πάρει ο ίδιος και να τα εφαρμόσει τον εαυτό του.
Είναι δυνατόν η παραδοσιακή "Πειραϊκή Εκκλησία" να προβάλλει Γιανναρά;;
ΑπάντησηΔιαγραφήΜήπως πρέπει ο Πειραιώς Σεραφείμ να προχωρήσει σε αλλαγές της διεύθυνσης του περιοδικού μαζί με δική του μετάνοια;;