Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2025

Ο Αλ. Τσίπρας και η Εκκλησία, Του Γιώργου Ν.Παπαθανασόπουλου

Ο Αλ. Τσίπρας και η Εκκλησία

Του Γιώργου Ν.Παπαθανασόπουλου

 

         Στο βιβλίο του «Ιθάκη» (Εκδ. Gutenberg) ο Αλ. Τσίπρας έχει ιδιαίτερο κεφάλαιο με τίτλο «Σύνταγμα, Εκκλησία και Κράτος» (Σελ. 526-531). Σε αυτό σημειώνει ότι ως πρωθυπουργός επιχείρησε να αλλάξει το άρθρο 3 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει τη θέση της Εκκλησίας στην Πολιτεία. Συγκεκριμένα πρόθεσή του ήταν με την κατάργηση της διατύπωσης περί «επικρατούσας θρησκείας»  να καθιερώσει την θρησκευτική ουδετερότητα της χώρας, κατά το γαλλικό αθεϊστικό πρότυπο. Στην σημαντική αυτή αλλαγή που επιχείρησε, με βαθύ ιστορικό αποτύπωμα όπως σημειώνει, συνέβαλε καθοριστικά η πολυετής και ειλικρινής ανθρώπινη επαφή και σχέση του με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο. Μαζί αναζήτησαν και κατέληξαν σε συμφωνία σε αυτό το ακανθώδες ζήτημα. Αλλά στην αλλαγή, που επιδίωξε ο Αλ. Τσίπρας  υπήρξε σχεδόν καθολική αντίδραση και διαφωνία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και η πρόταση ποτέ δεν υπήρξε   

Η συμφωνία στην οποία κατέληξαν ο τότε πρωθυπουργός και ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος συνιστούσε, κατά τον Αλ. Τσίπρα  έναν «επωφελή συμβιβασμό» και αφορούσε κυρίως στη μισθοδοσία του κλήρου και στην εκκλησιαστική περιουσία. Πιο συγκεκριμένα, όπως γράφει Αλ. Τσίπρας, η Πολιτεία θα απαλλασσόταν από τη δαπάνη της μισθοδοσίας του Κλήρου, με ταυτόχρονη διασφάλιση των απαιτούμενων πόρων για την Εκκλησία, και τα δύο μέρη θα συναινούσαν στην από κοινού αξιοποίηση εκτάσεων υπό αμφισβητούμενο ιδιοκτησιακό καθεστώς, χωρίς την αναμονή οριστικής αποσαφήνισης. Στη συμφωνία τονιζόταν ότι «εφεξής η Πολιτεία έπαυε να μισθοδοτεί η ίδια τους κληρικούς, αλλά θα κατέβαλλε σε ειδικό ταμείο ετήσια επιδότηση, από την οποία θα τους μισθοδοτούσε η Εκκλησία. Κατά τον Αλ. Τσίπρα, με τον Αρχιεπίσκοπο συμφώνησαν ότι «η Εκκλησία παραιτείται από οποιεσδήποτε αξιώσεις για πλημμελώς αποζημιωθείσα περιουσία της, που απέκτησε στο παρελθόν το ελληνικό κράτος, διασφάλιζε όμως τις οργανικές θέσεις των υπηρετούντων κληρικών, ενώ στη συνέχεια θα μπορούσε να ιδρύσει νέες θέσεις, μόνο από δικούς της πόρους».

Η εν λόγω συμφωνία δείχνει μάλλον προχειρότητα και όχι αποτέλεσμα «εξαιρετικά απαιτητικών διαπραγματεύσεων με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο και το επιτελείο του, που μάλιστα διήρκεσαν επί αρκετές ημέρες υπό συνθήκες πλήρους μυστικότητας»… Από τη μία γράφει ότι με τη συμφωνία η Πολιτεία θα έπαυε να μισθοδοτεί η ίδια τους κληρικούς και θα απαλλασσόταν από τη δαπάνη μισθοδοσίας του κλήρου και από την άλλη ότι θα διασφαλίζονταν οι απαιτούμενοι πόροι για τους μισθούς και τις συντάξεις των κληρικών με το να καταβάλλει το Κράτος σε ειδικό ταμείο ετήσια επιδότηση, από την οποία θα τους μισθοδοτούσε η  Εκκλησία... Και τα δύο δεν ήταν δυνατό να συμβούν. Το Κράτος ή θα διέκοπτε τη μισθοδοσία και τις συντάξεις  των κληρικών, ή θα τις  κάλυπτε, έστω με ετήσια επιδότηση… Επί πλέον ο Αρχιεπίσκοπος σε βιβλίο του, που εκδόθηκε το 2012 με τίτλο «Εκκλησιαστική περιουσία και μισθοδοσία του κλήρου», γράφει: «Ακούγονται σήμερα πλείστες όσες φωνές από διαφόρους χώρους για διακοπή της μισθοδοσίας του κλήρου εκ μέρους του Δημοσίου. Δεν γνωρίζω αν θα υπάρξει κυβέρνησις που θα επιχειρούσε το τόλμημα αυτό, ωθώντας σε δεινή περιπέτεια δέκα περίπου χιλιάδες οικογένειες και προσθέτοντας σωρεία προβλημάτων στα ήδη υπερπλεονάζοντα» (Βλ. σελ. 121). Τελικά υπήρξε η κυβέρνηση του Αλ. Τσίπρα που θέλησε «να επιχειρήσει το τόλμημα» με δική του μάλιστα συναίνεση…

Η ίδια σύγχυση υπάρχει και στα όσα περιγράφει στο βιβλίο του ο Αλ. Τσίπρας όσον αφορά στην Εκκλησιαστική Περιουσία. Πρώτα γράφει ότι τα δύο μέρη συναίνεσαν στην από κοινού αξιοποίηση εκτάσεων (της Εκκλησίας) υπό αμφισβητούμενο ιδιοκτησιακό (από την Πολιτεία) καθεστώς, και από την άλλη ότι η Εκκλησία θα παραιτείτο από οποιεσδήποτε αξιώσεις της για πλημμελώς αποζημιωθείσα περιουσία της, που απέκτησε στο παρελθόν το ελληνικό κράτος. Πρώτον, όπως ελέχθη στην Ιεραρχία, η οποία συνεκλήθη με θέμα τη συμφωνία και αν την εγκρίνει ή την απορρίπτει, δεν έχουν προσδιορισθεί από την Εκκλησία οι εκτάσεις με το «αμφισβητούμενο ιδιοκτησιακό καθεστώς». Δεύτερον η εκκλησιαστική περιουσία που έχει λεηλατηθεί από την Πολιτεία είναι, κατά τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, το 96% αυτής που είχε υπό την κυριότητά της. Η πρότασή του, το 2012, ήταν ως Έλληνες «να συνεχίσουμε τη ζωή μας και την παράδοσή μας, χωρίς να προσθέσουμε προβλήματα άλλα  στον ταλαιπωρημένο αυτό τόπο». Επί πλέον αυτό το 4% της απομένουσας περιουσίας «να αξιοποιηθεί καταλλήλως από την Εκκλησία ευπρεπώς και με διαφάνεια για έργα διακονίας και φροντίδας των ευπαθών ομάδων της κοινωνίας μας». (Βλ. σελ. 121 και 122). Αυτά με τα οποία συναίνεσε το 2018 ο κ. Ιερώνυμος είναι διαφορετικά από εκείνα που υποστήριζε το 2012. 

         Στο βιβλίο του ο Αλ. Τσίπρας γράφει επίσης ότι από την πλευρά της Εκκλησίας «βασικός συνομιλητής ήταν ο στενός συνεργάτης του Αρχιεπισκόπου Κωστής Δήμτσας». Η ανάθεση ενός τόσο σοβαρού ζητήματος σε λαϊκό, σε συνδυασμό με την απόλυτη μυστικότητα των διαπραγματεύσεων και ερήμην της Ιεραρχίας είναι ένα σοβαρό εκκλησιολογικό ζήτημα, το οποίο επισημάνθηκε στην Ιεραρχία του Νοεμβρίου του 2018. 

         Τα υπόλοιπα που αναφέρει ο Αλ. Τσίπρας είναι γνωστά, αφού έγιναν δημόσια. Ο Αρχιεπίσκοπος στις 6 Νοεμβρίου 2018 πήγε στο Μέγαρο Μαξίμου και μαζί από τηλεοράσεως «ανακοίνωσαν επισήμως και αιφνιδιαστικά το περιεχόμενο της συμφωνίας». Κατά την ανακοίνωσή του ο Αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος απευθυνόμενος στον Αλ. Τσίπρα είπε: «Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ διότι πραγματικά είσθε συντελεστής σε αυτή την ιστορική στιγμή σε ένα τόσο μεγάλο ιστορικό γεγονός, που η Εκκλησία θα μπορέσει να αισθάνεται όχι ότι γίνεται πιο πλούσια, αυτό δεν μας ενδιαφέρει, αλλά γίνεται πιο δυνατή και πιο λειτουργική στα οράματα που έχει». 

Ως προς την αναθεώρηση του  άρθρου 3 ουδέν είπε ο κ. Ιερώνυμος, αλλά συνεχάρη τον Αλ. Τσίπρα, που δεν πρότεινε την απαλοιφή του προοιμίου του Συντάγματος «Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος». Την επομένη ημέρα η 12μελής Διαρκής Ιερά Σύνοδος, υπό την προεδρία του κ. Ιερωνύμου,  με ανακοίνωσή της, χαρακτήρισε «ιστορική τη συμφωνία». Όμως η αντίδραση κλήρου και λαού ήταν ιδιαίτερα έντονη κατά της συμφωνίας και  στην συγκληθείσα, στα μέσα Νοεμβρίου 2018, πάλι υπό την προεδρία του Αρχιεπισκόπου, 82μελή Ιεραρχία τα πράγματα εξελίχθηκαν αρνητικά για τον Αλ. Τσίπρα και τον κ. Ιερώνυμο. Ιεράρχες του έκαμαν αυστηρή κριτική για την ερήμην της Ιεραρχίας συμφωνία με τον Αλ. Τσίπρα και τελικά αυτή καταψηφίστηκε. 

         Την αποτυχία του παραδέχθηκε και ο Αλ. Τσίπρας: «Το σχέδιο συμφωνίας δεν υλοποιήθηκε και δεν ήρθε ποτέ προς νομοθέτηση. Η πολιτική συγκυρία δεν ήταν ευνοϊκή – είχαμε ήδη μπει σε εκλογική χρονιά – και ο διάλογος τελικά διακόπηκε». Πάντως εκφράζει «την βαθιά πεποίθηση» ότι αν ποτέ υπάρξει αμοιβαία αποδεκτή ρύθμιση στις σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους, αυτή δεν θα έχει ουσιώδεις διαφορές με αυτή που συμφώνησε με τον κ. Ιερώνυμο. Επίσης εξέφρασε την βεβαιότητα ότι  μια τέτοια λύση μόνο με προοδευτική Κυβέρνηση μπορεί να επιτευχθεί…».-

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου