του Δρ Ιωάννη Κ. Αγγελοπούλου
- Μια τεκμηριωμένη και εύστοχη κριτική στη θρησκειολογική κατεύθυνση των νέων αναλυτικών προγραμμάτων του μαθήματος των Θρησκευτικών που εφαρμόζονται εφέτος σε πιλοτικά σχολεία και από τη νέα σχολική χρονιά θα ισχύουν για όλα τα σχολεία της χώρας
α) Γενικὰ
Ἀναρτήθηκαν στὸ διαδίκτυο τὰ νέα ἀναλυτικὰ προγράμματα τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν γιὰ τὸ Δημοτικὸ καὶ τὸ Γυμνάσιο, μαζὶ καὶ μὲ ἄλλα μαθήματα, στὴν κατηγορία «ψηφιακὸ σχολεῖο» τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας.
Τὸ ἀρχικὸ χρονοδιάγραμμα ἦταν νὰ δοθοῦν στὴν δημοσιότητα καὶ στὴν διαφημιζόμενη διαβούλευση πρὸ τῆς λήξεως τοῦ σχολικοῦ ἔτους 2010-2011, ὥστε νὰ βελτιωθοῦν πρὶν τὴν πιλοτικὴ ἐφαρμογή τους σὲ κάποια Δημοτικὰ καὶ Γυμνάσια. Τελικῶς οἱ ἀρχικὲς προθεσμίες (ὡς συνήθως) παραβιάστηκαν καὶ καταλήξαμε νὰ γίνεται ἡ ἐπιμόρφωση τῶν ἐμπλεκομένων ἐκπαιδευτικῶν ἀρχὲς Νοεμβρίου γιὰ τὴν πιλοτικὴ ἐφαρμογὴ τοῦ τρέχοντος σχολικοῦ ἔτους!
Στὸ νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν ὑπάρχει ἐκτεταμένη εἰσαγωγὴ γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς ἀλλαγῆς τοῦ θεολογικοῦ προσανατολισμοῦ τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν (20 σελίδες ἐπὶ συνόλου 103). Περαιτέρω θεωρητικὴ ἀνάλυση γίνεται καὶ στὸν Ὁδηγὸ τοῦ Ἐκπαιδευτικοῦ (σελίδες 73 ἐπὶ συνόλου 277). Τὰ δύο εἰσαγωγικὰ κείμενα δὲν ἔχουν γραφεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο συγγραφέα, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἔχουν τὸ ἴδιο ὕφος καὶ τὴν ἴδια ποιότητα. Τὸ πρῶτο κείμενο (τὸ εὑρισκόμενο στὸ Πρόγραμμα Σπουδῶν) εἶναι περισσότερο ἐπικριτικὸ τῶν παλαιοτέρων Ἀναλυτικῶν Προγραμμάτων, ἐνῶ τὸ δεύτερο εἶναι μετριοπαθέστερο καὶ ἐπικεντρώνεται στὶς ἱστορικὲς ἐξελίξεις τῶν θρησκειοπαιδαγωγικῶν ἀντιλήψεων τῶν τελευταίων δεκαετιῶν τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος. Βεβαίως καὶ αὐτὸ εἶναι ἐπιλεκτικό, ἀφοῦ ἀναφέρει
ὅτι: «στὴν παροῦσα ἑνότητα ἐπιχειρεῖται: α) Ἡ ἁδρομερὴς ἐπισκόπηση τῶν εὐρωπαϊκῶν ἐξελίξεων, κυρίως αὐτῶν ποὺ ἐπιχείρησαν τὴν ὑπέρβαση τῆς κλειστῆς ὁμολογιακῆς θρησκ. ἐκπ/σης» (σ. 7), βεβαιώνοντας μὲ αὐτὴν τὴν φράση ὅτι ὑπάρχουν κι ἄλλες προσεγγίσεις τὶς ὁποῖες ὁ Ὁδηγὸς τοῦ Ἐκπαιδευτικοῦ ἀποσιωπᾶ, γιατὶ τὶς θεωρεῖ ὅτι ἀκολουθοῦν «τὴν κλειστὴ ὁμολογιακὴ θρησκευτικὴ ἐκπαίδευση». Ὁ Ὁδηγὸς προκρίνει ὡς τὴν πλέον σύγχρονη (καὶ ἁρμόζουσα καὶ στὰ ἑλληνικὰ δεδομένα) θρησκειοπαιδαγωγικὴ προσέγγιση αὐτὴν τοῦ «θρησκευτικοῦ γραμματισμοῦ» τοῦ Andrew Wright (σ. 14).
Ἡ γενικὴ ἐντύπωση, τὴν ὁποία ἀποκομίζει ὁ ἀναγνώστης εἶναι ὅτι πρόκειται γιὰ μιὰ ἀνατροπὴ τοῦ καθιερωμένου θρησκευτικοῦ μαθήματος ὄχι μόνον στὴν μεθοδολογία προσφορᾶς τῆς διδακτέας ὕλης (θεματικοὶ κύκλοι ἀνὰ τάξη καὶ ἀνὰ βαθμίδα ἐκπαιδεύσεως), ἀλλὰ καὶ στὴν θεολογικὴ προσέγγιση τῆς διδακτέας ὕλης. Ἀπὸ Curiculla γίνονται Προγράμματα Σπουδῶν διαδικασίας. Ἐγκαταλείπεται σιωπηρῶς ἢ ὑπολανθανόντως ἡ ὀρθόδοξη θεολογικὴ προσέγγιση τῶν διαφόρων θεμάτων καὶ υἱοθετεῖται μία συγκρητιστικὴ ἢ θρησκειολογικὴ προσέγγιση, ἡ ὁποία ὑποτίθεται ὅτι εἶναι ἀναγκαία γιὰ τὴν ἐποχή μας καὶ τοποθετοῦνται δίπλα – δίπλα οἱ μεγάλες θρησκευτικὲς παραδόσεις τῆς οἰκουμένης, σὲ ἡλικίες μάλιστα τόσο μικρὲς (Α’ Γυμνασίου) καὶ ἀνίκανες γιὰ συγκρίσεις καὶ κριτικὲς παρατηρήσεις. Ἡ καταβίβαση θρησκειολογικῆς ὕλης ἀπὸ τὴν Β’ Λυκείου στὴν Α’ Γυμνασίου δὲν μπορεῖ νὰ θεμελιωθεῖ οὔτε μὲ παιδαγωγικά, ἀλλὰ οὔτε καὶ μὲ θεολογικὰ ἐπιχειρήματα.
Ἔτσι, τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν καθίσταται ἕνα οὐδέτερο, ἄχρωμο καὶ ἄγευστο μάθημα, τὸ ὁποῖο χάριν τῆς οὐδετερότητος θυσιάζει τὶς ἰδιαιτερότητες τῶν διαφόρων θρησκευτικῶν μορφωμάτων καὶ χάριν τοῦ πλουραλισμοῦ συρρικνώνει ἀφάνταστα (καὶ ἀνερυθρίαστα) τὸν πλοῦτο τῆς ὀρθοδόξου Παραδόσεως, τὴν ὁποία σήμερα σπουδάζουν ἑτερόθρησκοι καὶ ἑτερόδοξοι σὲ χῶρες τοῦ ἐξωτερικοῦ.
Τὸ κυριώτερο, ὅμως, μειονέκτημα τῶν νέων ἀναλυτικῶν προγραμμάτων εἶναι ἡ θεολογική του ὑποδομή. Γιὰ τὴν ὑποστήριξη τοῦ «θρησκευτικοῦ γραμματισμοῦ» τῶν μαθητῶν θυσιάζεται ὁ πλοῦτος τῆς Παραδόσεως τῶν Ἁγίων καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Μᾶς ἐνθυμίζει τὴν ρήση τοῦ Τ. Ἔλιοτ ὅτι ἀνταλλάξαμε τὴν σοφία μὲ τὴν γνώση καὶ τὴν γνώση μὲ τὴν πληροφορία. Τὰ νέα ἀναλυτικὰ προγράμματα θυσιάζουν τὴν καθολικότητα τῆς ἀληθείας (ποὺ κατὰ τὴν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας αὐτὴ κατέχει) μὲ τὴν κατακερματισμένη στὰ διάφορα θρησκεύματα μερικὴ γνώση καὶ σπερματικὴ ἀλήθεια: «Ἴχνη ἀπὸ τὴν ἀναζήτηση τοῦ ὑπερβατικοῦ» (βλ. ὁμότιτλο βιβλίο Ἀναστασίου Γιαννουλάτου). Ὑποστηρίζεται στὸν Ὁδηγὸ ὅτι: «Στὸ τέλος τῆς πρώτης δεκαετίας τοῦ 21ου αἰῶνα τὸ μάθημα βρίσκεται μπροστὰ σὲ μιὰ νέα πρόκληση: νὰ ἰσχυροποιήσει τὰ ἐκπαιδευτικά του θεμέλια, νὰ ὑπερβεῖ τὴ μονοφωνία καὶ τὴν ὅποια ὁμολογιακὴ φυσιογνωμία του, συμπεριλαμβάνοντας ὅλους τοὺς μαθητὲς τοῦ ἑλληνικοῦ σχολείου ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴ θρησκευτικὴ ἢ μὴ δέσμευσή τους. Οἱ διδάσκοντες ἐκπαιδευτικοὶ τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, δάσκαλοι στὴν πρωτοβάθμια καὶ θεολόγοι στὴ δευτεροβάθμια, ἔχουν τὴν ἑτοιμότητα νὰ ἀναγνωρίσουν πὼς αὐτὸ τὸ αἴτημα κατὰ κανένα τρόπο δὲν ἀντιφάσκει πρὸς τὴ χριστιανικὴ ἄποψη γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐκπαίδευση. Ἄλλωστε καὶ στὴ σύγχρονη ὀρθόδοξη θεολογία ἀναγνωρίζεται μιὰ στροφὴ καὶ μιὰ ἐπέκταση τῆς κεντρικῆς της ἑστίασης ἀπὸ τὴν Ἐκκλησιολογία στὴ θεολογία τοῦ προσώπου καὶ γενικότερα στὴ χριστιανικὴ Ἀνθρωπολογία (K. Ware). Οἱ λόγοι αὐτῆς τῆς θεολογικῆς ‘στροφῆς’ σχετίζονται ἰδιαίτερα μὲ τοὺς μεγάλους στόχους τῆς θρησκ. ἐκπ/σης» (σ. 27-28).
Σὲ ἀντίθεση μὲ αὐτὰ τὰ προκαλοῦντα σύγχυση λόγια, ἡ παραδοσιακὴ ὀρθόδοξη θεολογία διδάσκει μὲ σαφήνεια ὅτι ἡ ἀλήθεια εἶναι μοναδικὴ καὶ εὑρίσκεται ἀποκεκαλυμένη καὶ ταμιευμένη πλήρως στὴν Ἐκκλησία. Παραθέτουμε ἐδῶ τὴν μαρτυρία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν θεώρηση αὐτῆς ὑπὸ τῶν αἱρετικῶν: «Καθάπερ ὁ ἥλιος ἀμυδρὸς φαίνεται τοῖς ἀσθενοῦσι τὰς ὄψεις, οὕτω δὴ καὶ ὁ Θεὸς ἀσθενὴς καὶ ταπεινὸς ἐν ταῖς διανοίαις ἐκείνων. Ἀλλ’ ὥσπερ ὁ ἥλιος οὕτω νομίζεται, οὐκ ἔστι δὲ ἀμυδρός, ἀλλὰ τῆς ἀσθενείας ἐκείνων τὸ πάθος οὕτω καὶ ὁ Θεός, κἂν τοῦτο ὑποπτεύηται, οὐκ ἔστιν ἀσθενής, ἀλλὰ τῆς ἐκείνων ἀνοίας τὸ σύμπτωμα» (PG 55, 90).
Ἡ θεωρητικὴ θεμελίωση τῆς ἀλλαγῆς τοῦ πνεύματος τοῦ μαθήματος «ποὺ ἀποδέχεται τὸν δημιουργικὸ διάλογο μὲ τὴ νεωτερικότητα, τὸν πλουραλισμό, τὴν πολυπολιτισμικότητα καὶ τὴν ἑτερότητα» (σ. 16 Προγράμματος Σπουδῶν) εἶναι μονομερής: ὑπάρχουν κι ἄλλες ἀπόψεις στὸν θεολογικὸ κόσμο. Μπορεῖ νὰ γίνεται κάλλιστα ὁ διάλογος μὲ τὸν ἄλλο, στηριγμένος στὴν δική μας Ὀρθόδοξη Παράδοση. Ὑπενθυμίζουμε, ἐπὶ τοῦ προκειμένου, τὴν μεθοδολογία ποὺ ἀκολούθησε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὸν διάλογό του μὲ μουσουλμάνους, αἰχμάλωτος αὐτῶν. Συνομίλησε μαζί τους μὲ θεολογικὰ ἐπιχειρήματα (κι ὄχι μὲ θρησκειολογικά) καὶ δὲν ἐφείσθη νὰ τονίσει τὴν θεμελιώδη διαφορὰ γιὰ τὴν θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ποὺ ἀρνοῦνται οἱ Μουσουλμᾶνοι (βλ. Διάλογος πρὸς Χιόνας, Συγγράμματα, τόμ. Δ’, σσ. 148-165).
Οἱ ἰθύνοντες τῶν νέων ἀναλυτικῶν προγραμμάτων θεωροῦσαν καὶ διακήρυσσαν γιὰ χρόνια ὅτι ἕνα μεταλλαγμένο θεολογικὸ σὲ θρησκειολογικὸ (ἢ πολιτιστικό) μάθημα θὰ γινόταν ἀποδεκτὸ ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ κοινωνία καὶ κατ’ ἀνάγκην θὰ ἦταν ὑποχρεωτικὸ γιὰ ὅλους τοὺς μαθητές. Ἡ σημερινὴ πολιτικὴ ἡγεσία τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας τοὺς διέψευσε. Τὸ μάθημα καὶ μεταλλάσσεται καὶ καθίσταται προαιρετικὸ στὴν Γ’ Λυκείου, σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιο τοῦ νέου Λυκείου.
β) Ἰδιαίτερες ἐπισημάνσεις
Ἀποσιωπᾶται ἡ ἄποψη πολλῶν ἐκπαιδευτικῶν θεολόγων γιὰ διατήρηση τοῦ θεολογικοῦ (ὀρθοδόξου) χαρακτῆρος τοῦ μαθήματος. Σημειώνεται στὸν Ὁδηγό: «Τότε (τέλη δεκαετίας 1990) ἀρχίζουν νὰ διαμορφώνονται διάφορες ἐναλλακτικὲς προτάσεις γιὰ τὴ σχολικὴ θρησκ. ἐκπ/ση (‘γνωστικό’, ‘πολιτιστικό’, ‘βιβλικό’ ΜτΘ). Πρόκειται γιὰ μιὰ σημαίνουσα μετακίνηση τοῦ θεολογικοῦ ἐκπαιδευτικοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος, χωρὶς νὰ ἐκποιεῖ τὴ θεολογική του αὐτοσυνειδησία, φαίνεται νὰ ἐμπεδώνει πλέον τὴν ἀνάγκη ἑνὸς στέρεου ἐκπαιδευτικοῦ προσανατολισμοῦ τοῦ ΜτΘ, προκειμένου τὸ μάθημα ὄχι μόνο νὰ διασφαλίσει τὴ θέση του στὸ ἑλληνικὸ σχολεῖο, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐνισχύσει τὸν μορφωτικό του χαρακτῆρα» (σ. 25). Στὴν βιβλιογραφία, ὅμως, ποὺ παραπέμπουν (σ. 30-31) ὑπάρχουν στὰ συλλογικὰ ἔργα καὶ ἄρθρα, τὰ ὁποῖα ὑπεραμύνονται τοῦ (ὀρθοδόξου) θεολογικοῦ χαρακτῆρος τοῦ μαθήματος.
Στὸ Πρόγραμμα Σπουδῶν ἀναφέρεται ὅτι τὰ ἀναλυτικὰ προγράμματα «τῶν ἐτῶν 1913, 1914 καὶ 1931 γίνονται πιὸ ἀκαδημαϊκὰ σὲ μιὰ προσπάθεια νὰ ξεπεραστεῖ ὁ πιετισμὸς καὶ ὁ ἠθικισμὸς τῶν προηγούμενων χρόνων, ἐνῶ παράλληλα εἰσάγεται γιὰ πρώτη φορὰ καὶ ἡ διδασκαλία ἄλλων μεγάλων θρησκευμάτων τοῦ κόσμου» (σ. 7). Καὶ διερωτᾶται κάποιος: πότε πρόλαβε νὰ ἑδραιωθεῖ στὴν ἑλληνικὴ ἐκπαίδευση ὁ πιετισμός, ἀφοῦ ἡ ναυαρχίδα τοῦ ἑλληνικοῦ πιετισμοῦ (κατὰ Χρῆστο Γιανναρᾶ) Ἀδελφότης «Ζωὴ» ἱδρύθηκε τὸ 1907 καὶ τὸ περιοδικό της τὸ 1911! Σὲ δύο-τρία χρόνια κατόρθωσε νὰ διαποτίσει μὲ τὸ πνεῦμα της ὁλόκληρη τὴν ἐκπαίδευση;
Στὴν σελ. 13 ἀναφέρεται: «Ἡ διδασκαλία του (ΜτΘ) ἀπαιτεῖ ἐπαγγελματίες ἐκπαιδευτικούς, μὲ ἰσχυρὴ θεωρητικὴ καὶ πρακτικὴ ἐκπαίδευση ποὺ ἔχουν διαμορφώσει κατανόηση τοῦ ρόλου τους καὶ στοχαστικοκριτικὴ στάση ἀπέναντι στὴ θρησκεία». Δὲν ἀναφέρεται πουθενὰ ὅτι τὸ θρησκεύειν (καὶ τὸ θεολογεῖν) εἶναι πρωτίστως πάθημα κι ὄχι μάθημα. Ἡ «στοχαστικοκριτικὴ στάση» τί σημαίνει; Ὅτι ἀμφισβητεῖται καὶ ἡ θρησκεία τὴν ὁποία θεωρητικῶς πιστεύουν καὶ διδάσκουν; Καὶ πῶς θὰ πεισθεῖ ὁ μαθητής, ὅταν δὲν εἶναι πεπεισμένος ὁ δάσκαλος;
Στὴν σελ. 9 ἀναγράφεται: «Πάνω στὰ νέα ΑΠ γράφτηκαν στὸ διάστημα 1985-1989 μιὰ σειρὰ νέων ἐγχειριδίων. Πρόκειται γιὰ ἐγχειρίδια ποὺ ‘μπολιάστηκαν’ ἀπὸ τὴ γόνιμη θεολογία τοῦ ’60 καὶ διέπονται ἀπὸ σύγχρονες ψυχοπαιδαγωγικὲς ἀρχές». Ἀφοῦ ἔχουν γόνιμη θεολογία καὶ σύγχρονες ψυχοπαιδαγωγικὲς ἀρχές, γιατὶ δὲν τὰ ἀκολουθοῦν τὰ σημερινὰ Προγράμματα Σπουδῶν; Γιατὶ ἐκθειάζεται ἕνα καθαρὰ κατηχητικὸ (κατὰ τοὺς ἰδίους) καὶ ἀκολουθοῦν τοὺς ἀκαδημαϊκοὺς κλάδους Ἀναλυτικὸ Πρόγραμμα καὶ δὲν υἱοθετεῖται, ἔστω καὶ μερικῶς ἀπὸ τὰ νέα Προγράμματα Σπουδῶν; Μήπως γιὰ νὰ δοθοῦν γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ εὔσημα στὸν τότε συντάκτη τους καὶ ὑπερασπιστὴ τοῦ ὀρθοδόξου θεολογικοῦ μαθήματος σὲ μιὰ ἐποχὴ κολοσιαίων ἀλλαγῶν καὶ μετασχηματισμοῦ τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας;
Στὴν σελ. 23 ἀναφέρονται οἱ θεμελιώδεις ἄξονες τοῦ νέου Προγράμματος Σπουδῶν, πάνω στοὺς ὁποίους οἰκοδομοῦνται ὅλα τὰ ἐπὶ μέρους μαθήματα ἀνὰ τάξη: «Θεός, κόσμος, ἄνθρωπος, ἠθική, κοινωνία, πολιτισμός, σύγχρονη ζωή». Ἀπουσιάζουν, ὅμως, ἀπὸ τοὺς «θεμελιώδεις ἄξονες» θέματα ὅπως Ἰησοῦς Χριστός, Ἐκκλησία καὶ σωτηρία. Μποροῦμε, ὅμως, νὰ ὁμιλοῦμε γιὰ ὀρθόδοξο θεολογικὸ μάθημα (γιὰ ὀρθόδοξη θεολογία) ἄνευ αὐτῶν τῶν τριῶν, ποὺ τὴν διακρίνουν ἀπὸ τὴν θρησκειολογία καὶ τὴν φαινομενολογία τῆς θρησκείας;
http://www.zoiforos.gr
- Μια τεκμηριωμένη και εύστοχη κριτική στη θρησκειολογική κατεύθυνση των νέων αναλυτικών προγραμμάτων του μαθήματος των Θρησκευτικών που εφαρμόζονται εφέτος σε πιλοτικά σχολεία και από τη νέα σχολική χρονιά θα ισχύουν για όλα τα σχολεία της χώρας
α) Γενικὰ
Ἀναρτήθηκαν στὸ διαδίκτυο τὰ νέα ἀναλυτικὰ προγράμματα τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν γιὰ τὸ Δημοτικὸ καὶ τὸ Γυμνάσιο, μαζὶ καὶ μὲ ἄλλα μαθήματα, στὴν κατηγορία «ψηφιακὸ σχολεῖο» τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας.
Τὸ ἀρχικὸ χρονοδιάγραμμα ἦταν νὰ δοθοῦν στὴν δημοσιότητα καὶ στὴν διαφημιζόμενη διαβούλευση πρὸ τῆς λήξεως τοῦ σχολικοῦ ἔτους 2010-2011, ὥστε νὰ βελτιωθοῦν πρὶν τὴν πιλοτικὴ ἐφαρμογή τους σὲ κάποια Δημοτικὰ καὶ Γυμνάσια. Τελικῶς οἱ ἀρχικὲς προθεσμίες (ὡς συνήθως) παραβιάστηκαν καὶ καταλήξαμε νὰ γίνεται ἡ ἐπιμόρφωση τῶν ἐμπλεκομένων ἐκπαιδευτικῶν ἀρχὲς Νοεμβρίου γιὰ τὴν πιλοτικὴ ἐφαρμογὴ τοῦ τρέχοντος σχολικοῦ ἔτους!
Στὸ νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν ὑπάρχει ἐκτεταμένη εἰσαγωγὴ γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς ἀλλαγῆς τοῦ θεολογικοῦ προσανατολισμοῦ τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν (20 σελίδες ἐπὶ συνόλου 103). Περαιτέρω θεωρητικὴ ἀνάλυση γίνεται καὶ στὸν Ὁδηγὸ τοῦ Ἐκπαιδευτικοῦ (σελίδες 73 ἐπὶ συνόλου 277). Τὰ δύο εἰσαγωγικὰ κείμενα δὲν ἔχουν γραφεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο συγγραφέα, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἔχουν τὸ ἴδιο ὕφος καὶ τὴν ἴδια ποιότητα. Τὸ πρῶτο κείμενο (τὸ εὑρισκόμενο στὸ Πρόγραμμα Σπουδῶν) εἶναι περισσότερο ἐπικριτικὸ τῶν παλαιοτέρων Ἀναλυτικῶν Προγραμμάτων, ἐνῶ τὸ δεύτερο εἶναι μετριοπαθέστερο καὶ ἐπικεντρώνεται στὶς ἱστορικὲς ἐξελίξεις τῶν θρησκειοπαιδαγωγικῶν ἀντιλήψεων τῶν τελευταίων δεκαετιῶν τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος. Βεβαίως καὶ αὐτὸ εἶναι ἐπιλεκτικό, ἀφοῦ ἀναφέρει
ὅτι: «στὴν παροῦσα ἑνότητα ἐπιχειρεῖται: α) Ἡ ἁδρομερὴς ἐπισκόπηση τῶν εὐρωπαϊκῶν ἐξελίξεων, κυρίως αὐτῶν ποὺ ἐπιχείρησαν τὴν ὑπέρβαση τῆς κλειστῆς ὁμολογιακῆς θρησκ. ἐκπ/σης» (σ. 7), βεβαιώνοντας μὲ αὐτὴν τὴν φράση ὅτι ὑπάρχουν κι ἄλλες προσεγγίσεις τὶς ὁποῖες ὁ Ὁδηγὸς τοῦ Ἐκπαιδευτικοῦ ἀποσιωπᾶ, γιατὶ τὶς θεωρεῖ ὅτι ἀκολουθοῦν «τὴν κλειστὴ ὁμολογιακὴ θρησκευτικὴ ἐκπαίδευση». Ὁ Ὁδηγὸς προκρίνει ὡς τὴν πλέον σύγχρονη (καὶ ἁρμόζουσα καὶ στὰ ἑλληνικὰ δεδομένα) θρησκειοπαιδαγωγικὴ προσέγγιση αὐτὴν τοῦ «θρησκευτικοῦ γραμματισμοῦ» τοῦ Andrew Wright (σ. 14).
Ἡ γενικὴ ἐντύπωση, τὴν ὁποία ἀποκομίζει ὁ ἀναγνώστης εἶναι ὅτι πρόκειται γιὰ μιὰ ἀνατροπὴ τοῦ καθιερωμένου θρησκευτικοῦ μαθήματος ὄχι μόνον στὴν μεθοδολογία προσφορᾶς τῆς διδακτέας ὕλης (θεματικοὶ κύκλοι ἀνὰ τάξη καὶ ἀνὰ βαθμίδα ἐκπαιδεύσεως), ἀλλὰ καὶ στὴν θεολογικὴ προσέγγιση τῆς διδακτέας ὕλης. Ἀπὸ Curiculla γίνονται Προγράμματα Σπουδῶν διαδικασίας. Ἐγκαταλείπεται σιωπηρῶς ἢ ὑπολανθανόντως ἡ ὀρθόδοξη θεολογικὴ προσέγγιση τῶν διαφόρων θεμάτων καὶ υἱοθετεῖται μία συγκρητιστικὴ ἢ θρησκειολογικὴ προσέγγιση, ἡ ὁποία ὑποτίθεται ὅτι εἶναι ἀναγκαία γιὰ τὴν ἐποχή μας καὶ τοποθετοῦνται δίπλα – δίπλα οἱ μεγάλες θρησκευτικὲς παραδόσεις τῆς οἰκουμένης, σὲ ἡλικίες μάλιστα τόσο μικρὲς (Α’ Γυμνασίου) καὶ ἀνίκανες γιὰ συγκρίσεις καὶ κριτικὲς παρατηρήσεις. Ἡ καταβίβαση θρησκειολογικῆς ὕλης ἀπὸ τὴν Β’ Λυκείου στὴν Α’ Γυμνασίου δὲν μπορεῖ νὰ θεμελιωθεῖ οὔτε μὲ παιδαγωγικά, ἀλλὰ οὔτε καὶ μὲ θεολογικὰ ἐπιχειρήματα.
Ἔτσι, τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν καθίσταται ἕνα οὐδέτερο, ἄχρωμο καὶ ἄγευστο μάθημα, τὸ ὁποῖο χάριν τῆς οὐδετερότητος θυσιάζει τὶς ἰδιαιτερότητες τῶν διαφόρων θρησκευτικῶν μορφωμάτων καὶ χάριν τοῦ πλουραλισμοῦ συρρικνώνει ἀφάνταστα (καὶ ἀνερυθρίαστα) τὸν πλοῦτο τῆς ὀρθοδόξου Παραδόσεως, τὴν ὁποία σήμερα σπουδάζουν ἑτερόθρησκοι καὶ ἑτερόδοξοι σὲ χῶρες τοῦ ἐξωτερικοῦ.
Τὸ κυριώτερο, ὅμως, μειονέκτημα τῶν νέων ἀναλυτικῶν προγραμμάτων εἶναι ἡ θεολογική του ὑποδομή. Γιὰ τὴν ὑποστήριξη τοῦ «θρησκευτικοῦ γραμματισμοῦ» τῶν μαθητῶν θυσιάζεται ὁ πλοῦτος τῆς Παραδόσεως τῶν Ἁγίων καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Μᾶς ἐνθυμίζει τὴν ρήση τοῦ Τ. Ἔλιοτ ὅτι ἀνταλλάξαμε τὴν σοφία μὲ τὴν γνώση καὶ τὴν γνώση μὲ τὴν πληροφορία. Τὰ νέα ἀναλυτικὰ προγράμματα θυσιάζουν τὴν καθολικότητα τῆς ἀληθείας (ποὺ κατὰ τὴν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας αὐτὴ κατέχει) μὲ τὴν κατακερματισμένη στὰ διάφορα θρησκεύματα μερικὴ γνώση καὶ σπερματικὴ ἀλήθεια: «Ἴχνη ἀπὸ τὴν ἀναζήτηση τοῦ ὑπερβατικοῦ» (βλ. ὁμότιτλο βιβλίο Ἀναστασίου Γιαννουλάτου). Ὑποστηρίζεται στὸν Ὁδηγὸ ὅτι: «Στὸ τέλος τῆς πρώτης δεκαετίας τοῦ 21ου αἰῶνα τὸ μάθημα βρίσκεται μπροστὰ σὲ μιὰ νέα πρόκληση: νὰ ἰσχυροποιήσει τὰ ἐκπαιδευτικά του θεμέλια, νὰ ὑπερβεῖ τὴ μονοφωνία καὶ τὴν ὅποια ὁμολογιακὴ φυσιογνωμία του, συμπεριλαμβάνοντας ὅλους τοὺς μαθητὲς τοῦ ἑλληνικοῦ σχολείου ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴ θρησκευτικὴ ἢ μὴ δέσμευσή τους. Οἱ διδάσκοντες ἐκπαιδευτικοὶ τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, δάσκαλοι στὴν πρωτοβάθμια καὶ θεολόγοι στὴ δευτεροβάθμια, ἔχουν τὴν ἑτοιμότητα νὰ ἀναγνωρίσουν πὼς αὐτὸ τὸ αἴτημα κατὰ κανένα τρόπο δὲν ἀντιφάσκει πρὸς τὴ χριστιανικὴ ἄποψη γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐκπαίδευση. Ἄλλωστε καὶ στὴ σύγχρονη ὀρθόδοξη θεολογία ἀναγνωρίζεται μιὰ στροφὴ καὶ μιὰ ἐπέκταση τῆς κεντρικῆς της ἑστίασης ἀπὸ τὴν Ἐκκλησιολογία στὴ θεολογία τοῦ προσώπου καὶ γενικότερα στὴ χριστιανικὴ Ἀνθρωπολογία (K. Ware). Οἱ λόγοι αὐτῆς τῆς θεολογικῆς ‘στροφῆς’ σχετίζονται ἰδιαίτερα μὲ τοὺς μεγάλους στόχους τῆς θρησκ. ἐκπ/σης» (σ. 27-28).
Σὲ ἀντίθεση μὲ αὐτὰ τὰ προκαλοῦντα σύγχυση λόγια, ἡ παραδοσιακὴ ὀρθόδοξη θεολογία διδάσκει μὲ σαφήνεια ὅτι ἡ ἀλήθεια εἶναι μοναδικὴ καὶ εὑρίσκεται ἀποκεκαλυμένη καὶ ταμιευμένη πλήρως στὴν Ἐκκλησία. Παραθέτουμε ἐδῶ τὴν μαρτυρία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν θεώρηση αὐτῆς ὑπὸ τῶν αἱρετικῶν: «Καθάπερ ὁ ἥλιος ἀμυδρὸς φαίνεται τοῖς ἀσθενοῦσι τὰς ὄψεις, οὕτω δὴ καὶ ὁ Θεὸς ἀσθενὴς καὶ ταπεινὸς ἐν ταῖς διανοίαις ἐκείνων. Ἀλλ’ ὥσπερ ὁ ἥλιος οὕτω νομίζεται, οὐκ ἔστι δὲ ἀμυδρός, ἀλλὰ τῆς ἀσθενείας ἐκείνων τὸ πάθος οὕτω καὶ ὁ Θεός, κἂν τοῦτο ὑποπτεύηται, οὐκ ἔστιν ἀσθενής, ἀλλὰ τῆς ἐκείνων ἀνοίας τὸ σύμπτωμα» (PG 55, 90).
Ἡ θεωρητικὴ θεμελίωση τῆς ἀλλαγῆς τοῦ πνεύματος τοῦ μαθήματος «ποὺ ἀποδέχεται τὸν δημιουργικὸ διάλογο μὲ τὴ νεωτερικότητα, τὸν πλουραλισμό, τὴν πολυπολιτισμικότητα καὶ τὴν ἑτερότητα» (σ. 16 Προγράμματος Σπουδῶν) εἶναι μονομερής: ὑπάρχουν κι ἄλλες ἀπόψεις στὸν θεολογικὸ κόσμο. Μπορεῖ νὰ γίνεται κάλλιστα ὁ διάλογος μὲ τὸν ἄλλο, στηριγμένος στὴν δική μας Ὀρθόδοξη Παράδοση. Ὑπενθυμίζουμε, ἐπὶ τοῦ προκειμένου, τὴν μεθοδολογία ποὺ ἀκολούθησε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὸν διάλογό του μὲ μουσουλμάνους, αἰχμάλωτος αὐτῶν. Συνομίλησε μαζί τους μὲ θεολογικὰ ἐπιχειρήματα (κι ὄχι μὲ θρησκειολογικά) καὶ δὲν ἐφείσθη νὰ τονίσει τὴν θεμελιώδη διαφορὰ γιὰ τὴν θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ποὺ ἀρνοῦνται οἱ Μουσουλμᾶνοι (βλ. Διάλογος πρὸς Χιόνας, Συγγράμματα, τόμ. Δ’, σσ. 148-165).
Οἱ ἰθύνοντες τῶν νέων ἀναλυτικῶν προγραμμάτων θεωροῦσαν καὶ διακήρυσσαν γιὰ χρόνια ὅτι ἕνα μεταλλαγμένο θεολογικὸ σὲ θρησκειολογικὸ (ἢ πολιτιστικό) μάθημα θὰ γινόταν ἀποδεκτὸ ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ κοινωνία καὶ κατ’ ἀνάγκην θὰ ἦταν ὑποχρεωτικὸ γιὰ ὅλους τοὺς μαθητές. Ἡ σημερινὴ πολιτικὴ ἡγεσία τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας τοὺς διέψευσε. Τὸ μάθημα καὶ μεταλλάσσεται καὶ καθίσταται προαιρετικὸ στὴν Γ’ Λυκείου, σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιο τοῦ νέου Λυκείου.
β) Ἰδιαίτερες ἐπισημάνσεις
Ἀποσιωπᾶται ἡ ἄποψη πολλῶν ἐκπαιδευτικῶν θεολόγων γιὰ διατήρηση τοῦ θεολογικοῦ (ὀρθοδόξου) χαρακτῆρος τοῦ μαθήματος. Σημειώνεται στὸν Ὁδηγό: «Τότε (τέλη δεκαετίας 1990) ἀρχίζουν νὰ διαμορφώνονται διάφορες ἐναλλακτικὲς προτάσεις γιὰ τὴ σχολικὴ θρησκ. ἐκπ/ση (‘γνωστικό’, ‘πολιτιστικό’, ‘βιβλικό’ ΜτΘ). Πρόκειται γιὰ μιὰ σημαίνουσα μετακίνηση τοῦ θεολογικοῦ ἐκπαιδευτικοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος, χωρὶς νὰ ἐκποιεῖ τὴ θεολογική του αὐτοσυνειδησία, φαίνεται νὰ ἐμπεδώνει πλέον τὴν ἀνάγκη ἑνὸς στέρεου ἐκπαιδευτικοῦ προσανατολισμοῦ τοῦ ΜτΘ, προκειμένου τὸ μάθημα ὄχι μόνο νὰ διασφαλίσει τὴ θέση του στὸ ἑλληνικὸ σχολεῖο, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐνισχύσει τὸν μορφωτικό του χαρακτῆρα» (σ. 25). Στὴν βιβλιογραφία, ὅμως, ποὺ παραπέμπουν (σ. 30-31) ὑπάρχουν στὰ συλλογικὰ ἔργα καὶ ἄρθρα, τὰ ὁποῖα ὑπεραμύνονται τοῦ (ὀρθοδόξου) θεολογικοῦ χαρακτῆρος τοῦ μαθήματος.
Στὸ Πρόγραμμα Σπουδῶν ἀναφέρεται ὅτι τὰ ἀναλυτικὰ προγράμματα «τῶν ἐτῶν 1913, 1914 καὶ 1931 γίνονται πιὸ ἀκαδημαϊκὰ σὲ μιὰ προσπάθεια νὰ ξεπεραστεῖ ὁ πιετισμὸς καὶ ὁ ἠθικισμὸς τῶν προηγούμενων χρόνων, ἐνῶ παράλληλα εἰσάγεται γιὰ πρώτη φορὰ καὶ ἡ διδασκαλία ἄλλων μεγάλων θρησκευμάτων τοῦ κόσμου» (σ. 7). Καὶ διερωτᾶται κάποιος: πότε πρόλαβε νὰ ἑδραιωθεῖ στὴν ἑλληνικὴ ἐκπαίδευση ὁ πιετισμός, ἀφοῦ ἡ ναυαρχίδα τοῦ ἑλληνικοῦ πιετισμοῦ (κατὰ Χρῆστο Γιανναρᾶ) Ἀδελφότης «Ζωὴ» ἱδρύθηκε τὸ 1907 καὶ τὸ περιοδικό της τὸ 1911! Σὲ δύο-τρία χρόνια κατόρθωσε νὰ διαποτίσει μὲ τὸ πνεῦμα της ὁλόκληρη τὴν ἐκπαίδευση;
Στὴν σελ. 13 ἀναφέρεται: «Ἡ διδασκαλία του (ΜτΘ) ἀπαιτεῖ ἐπαγγελματίες ἐκπαιδευτικούς, μὲ ἰσχυρὴ θεωρητικὴ καὶ πρακτικὴ ἐκπαίδευση ποὺ ἔχουν διαμορφώσει κατανόηση τοῦ ρόλου τους καὶ στοχαστικοκριτικὴ στάση ἀπέναντι στὴ θρησκεία». Δὲν ἀναφέρεται πουθενὰ ὅτι τὸ θρησκεύειν (καὶ τὸ θεολογεῖν) εἶναι πρωτίστως πάθημα κι ὄχι μάθημα. Ἡ «στοχαστικοκριτικὴ στάση» τί σημαίνει; Ὅτι ἀμφισβητεῖται καὶ ἡ θρησκεία τὴν ὁποία θεωρητικῶς πιστεύουν καὶ διδάσκουν; Καὶ πῶς θὰ πεισθεῖ ὁ μαθητής, ὅταν δὲν εἶναι πεπεισμένος ὁ δάσκαλος;
Στὴν σελ. 9 ἀναγράφεται: «Πάνω στὰ νέα ΑΠ γράφτηκαν στὸ διάστημα 1985-1989 μιὰ σειρὰ νέων ἐγχειριδίων. Πρόκειται γιὰ ἐγχειρίδια ποὺ ‘μπολιάστηκαν’ ἀπὸ τὴ γόνιμη θεολογία τοῦ ’60 καὶ διέπονται ἀπὸ σύγχρονες ψυχοπαιδαγωγικὲς ἀρχές». Ἀφοῦ ἔχουν γόνιμη θεολογία καὶ σύγχρονες ψυχοπαιδαγωγικὲς ἀρχές, γιατὶ δὲν τὰ ἀκολουθοῦν τὰ σημερινὰ Προγράμματα Σπουδῶν; Γιατὶ ἐκθειάζεται ἕνα καθαρὰ κατηχητικὸ (κατὰ τοὺς ἰδίους) καὶ ἀκολουθοῦν τοὺς ἀκαδημαϊκοὺς κλάδους Ἀναλυτικὸ Πρόγραμμα καὶ δὲν υἱοθετεῖται, ἔστω καὶ μερικῶς ἀπὸ τὰ νέα Προγράμματα Σπουδῶν; Μήπως γιὰ νὰ δοθοῦν γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ εὔσημα στὸν τότε συντάκτη τους καὶ ὑπερασπιστὴ τοῦ ὀρθοδόξου θεολογικοῦ μαθήματος σὲ μιὰ ἐποχὴ κολοσιαίων ἀλλαγῶν καὶ μετασχηματισμοῦ τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας;
Στὴν σελ. 23 ἀναφέρονται οἱ θεμελιώδεις ἄξονες τοῦ νέου Προγράμματος Σπουδῶν, πάνω στοὺς ὁποίους οἰκοδομοῦνται ὅλα τὰ ἐπὶ μέρους μαθήματα ἀνὰ τάξη: «Θεός, κόσμος, ἄνθρωπος, ἠθική, κοινωνία, πολιτισμός, σύγχρονη ζωή». Ἀπουσιάζουν, ὅμως, ἀπὸ τοὺς «θεμελιώδεις ἄξονες» θέματα ὅπως Ἰησοῦς Χριστός, Ἐκκλησία καὶ σωτηρία. Μποροῦμε, ὅμως, νὰ ὁμιλοῦμε γιὰ ὀρθόδοξο θεολογικὸ μάθημα (γιὰ ὀρθόδοξη θεολογία) ἄνευ αὐτῶν τῶν τριῶν, ποὺ τὴν διακρίνουν ἀπὸ τὴν θρησκειολογία καὶ τὴν φαινομενολογία τῆς θρησκείας;
http://www.zoiforos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου