Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση
ΓΕΜΙΣΕ ἡ Ἐκκλησία μας μέ «γέροντες», οἱ ὁποῖοι καθοδηγοῦν τούς πιστούς καί τούς ὁδηγοῦν στή σωτηρία, ὅπως ἰσχυρίζονται. Συνήθως εἶναι ἱερομόναχοι, ἀλλά καί κοσμικοί ἀρχιμανδρίτες, πού ἔχουν διαβάσει πολλά γιά τούς πραγματικούς Γέροντες καί ἀναμασώντας τούς λόγους τους ἤ διηγούμενοι τά τοῦ βίου τους, δημιουργοῦν ψευδαισθήσεις στούς ἀνυποψίαστους καί ἀποκτοῦν καί οἱ ἴδιοι φήμη ἐναρέτου καί θεοφωτίστου γέροντα, ἐνῶ δέν ἔχουν κανένα ἀπό τά γνωρίσματα τῶν ἁγίων Γερόντων. Τό ἀποτέλεσμα εἶναι πολλοί ἀδελφοί νά παγιδεύονται στήν ἐπικίνδυνη προσωπολατρία καί ἀντί νά ἀνοίγει ὁ νοῦς τους καί νά προχωροῦν στόν πνευματικό δρόμο τῆς κατά Χριστόν ζωῆς, μένουν προσκολλημένοι σέ μερικά τυπικά πράγματα,ἐξωτερικά καί ἀνούσια, καί καθησυχάζουν τή συνείδησή τους πῶς τάχα προοδεύουν, ἀφοῦ τηροῦν τά ὅσα τούς λένε οἱ «γέροντές» τους. Δυστυχῶς, ὑπάρχουν πολλά παραδείγματα καί δέν πρέπει νά κλείνουμε τά μάτια μας ἐκεῖ πού ἐπιβάλλεται νά τά ἔχουμε ὀρθάνοιχτα.
Οἱ φυσιωμένοι αὐτοί «γέροντες» εἶναι δύσκολο νά συναισθανθοῦν τήν πλάνη τους καί νά ταπεινωθοῦν. Ἡ φιλοδοξία τους εἶναι νά ἔχουν πνευματικά τέκνα, πειθαρχικά, ἄβουλα καί νά συνεργοῦν στό ὅποιο ἔργο τους, εἴτε μοναστηριακό εἶναι αὐτό εἴτε ἐνοριακό. Οἱ ἄνθρωποι πού συνήθως τούς ἀκολουθοῦν δέν εἶναι σέ θέση νά ἀποκαλύψουν την ὑποκρισία τους. Ἔχουν περιορισμένη πληροφόρηση, δέν κάνουν πολλές σκέψεις καί σύρονται ἀπό τόν ἀλάθητο «γέροντά» τους, κάνοντας ὑπακοή καί συγχρόνως διατηροῦν ὅλες τίς κοσμικές και ἁμαρτωλές τους συνήθειες. Ἐπικαλοῦνται συχνά τόν «γέροντά» τους, ὅταν συνομιλοῦν μέ ἄλλους ἀδελφούς στήν προσπάθειά τους νά τους πείσουν ὅτι οἱ ὅποιες δικές τους ἀποφάσεις γιά μικρά καί μεγάλα θέματα τῆς προσωπικῆς τους ζωῆς καί ὄχι μόνο, εἶναι ὀρθές και κανένας δέν μπορεῖ νά τίς ἀμφισβητήσει ἤ νά τίς κρίνει ἀρνητικά, ἀφοῦ ἔχουν τήν εὐλογία τοῦ «γέροντά» τους. Προφανῶς πρόκειται γιά ἀρρωστημένη εὐσέβεια, ἡ ὁποία πρέπει νά καταπολεμεῖται ἀπό τούς πνευματικούς. Κάποτε πρέπει νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ ἀφέλεια καί ἄλλο ἡ ταπείνωση καί ἡ εὐσέβεια. Κινδυνεύουμε μερικές φορές νά δώσουμε ἁρμοδιότητες σέ πονηρούς καί ἀφελεῖς ἀνθρώπους καί νά θεωρήσουμε ὅτι πνευματική ζωή εἶναι αὐτό πού μέ οὐ κατ᾽ ἐπίγνωσιν ζῆλο μᾶς προτείνουν! Ἀλίμονο! Βέβαια, στήν Ἐκκλησία χωρᾶνε ὅλοι. Δέν πρέπει ὅμως νά δίνουμε καθοδηγητικό ρόλο στούς ἀδυνάμους καί πλανεμένους.
Οἱ ἀληθινοί Γέροντες εἶναι λίγοι καί κρυμμένοι. Δέν θορυβοῦν και ἀποφεύγουν τήν προβολή. Βοηθοῦν πνευματικά τούς ἀνθρώπους, με τρόπο ἁπλό, χωρίς νά τούς δεσμεύουν καί νά τούς ἐξαναγκάζουν. Προσπαθοῦν νά τούς βάλουν τήν καλή ἀνησυχία, προκειμένου μόνοι τους νά ἐρευνήσουν περισσότερο τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί νά γευθοῦν τή γλυκύτητα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἀπαρνούμενοι τό κοσμικό φρόνημα καί τίς περιττές μέριμνες, πού ὁδηγοῦν στή ραθυμία. Αὐτοί οἱ Γέροντες πρέπει νά ἀποτελοῦν τό παράδειγμα ὅλων τῶν κληρικῶν. Δέν εἶναι εὔκολη ὑπόθεση. Προϋποθέτει καθαρότητα βίου, ἁπλότητα, ταπείνωση καί ἁγνότητα στίς προθέσεις.
Ορθόδοξος Τύπος, 9/8/2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου