Μπαϊλντίσαμε, ἀντιλοΐσαμε. Κᾶνε, γιαβρούμ, νισάφι! Οὔτε καλέμι οὐλεμά τόν πόνο μας δέν γράφει. Δέν ἀρκοῦν τό ἕνα καί δύο καί τρία καί τέσσερα φορομπηχτικά σαμάρια πού μᾶς φόρεσες, εἶναι καί… κακοφτιαγμένα! Μᾶς πληγώνουν σωματικά καί ψυχικά. Χάρη στήν τουρκική κουλτούρα, πού ὅλο καί ἁπλώνεται στή χώρα μας, κάθε πρωί ἀναφωνῶ: «Ἀλλάχ κερίμ…». Ἴλεως ὁ Θεός. Ὁ Θεός νά μᾶς λυπηθεῖ.
Δέν εἶναι πού, κατά τό ἆσμα, ἡ ἐφορία θά μᾶς φάει καί τά δαχτυλίδια (προσωπικά δέν ἔχω κανένα), ἀλλά θά βρεθοῦμε στήν ἀνάγκη – ὅπως λέει τό ἆσμα- νά κοιμηθοῦμε στά σανίδια. Εἴπαμε, τά σαΐνια σου (ἀλήθεια, στό «Κλίν» τά βρῆκες;) νά μᾶς πάρουν καί τήν τελευταία δεκάρα. Ὄχι ὅμως καί τήν ψυχή. Ἀπό τήν ἀρχή τοῦ χρόνου ὥς αὐτή τή στιγμή πού γράφω ( 1 μ.μ. τῆς 8ης Αὐγούστου) ἡ σύζυγός μου κι ἐγώ τρέχουμε ἀπό γραφεῖο σέ γραφεῖο, ἀπό ὄροφο σέ ὄροφο, ἀπό τράπεζα σέ τράπεζα καί μαζεύουμε χαρτιά γιά νά στείλουμε στά ἐκδορεῖα, ὅπου ἁρμόδιοι ἐκδορεῖς θά κοστολογήσουν τό τομάρι μας.
Ἄς τό πάρουν μιά καί καλή. Θέλω τόσα, δῶστε τόσα! Αὐτό πού ὑφίσταται σήμερα ὁ εὐσυνείδητος πολίτης πού ἐκπληρώνει μέ συνέπεια τίς φοροδοτικές του ὑποχρεώσεις, θυμίζει τό μαρτύριο τοῦ Κατσαντώνη. Πού γιά νά ὁμολογήσει ποῦ ἔχει κρυμμένα τά γρόσια του , ὁ παραδόπιστος Ἀλῆ Πασᾶς ἔβαλε τό δήμιο νά τοῦ τσακίζει μέ ξύλινο σφυρί μεθοδικά τά κόκκαλα. Ὁ ἥρωας τουμπάνιασε καί πέθανε ψιθυρίζοντας: » Ἔρμα γρόσια…».
Σέ αὐτή τήν κατάσταση μᾶς φέρατε, κύριε Σαμαρᾶ! Ἄλλα ἐτάξατε καί ἄλλα ἐπράξατε. Καί συνεχίζετε μέ τούς «τζοχανταραίους» σας νά πράττετε. Εἶμαι 76 ἐτῶν. Μπορῶ ἀπό τό Λαύριο, μέ καλό καιρό, νά πάω κολυμπώντας στό Μακρονήσι. Δέν μπορῶ ὅμως νά ξαναπάω στή ἐφορία. Θά προτιμοῦσα νά πάω στόν Ἄδη, ἀλλά σκέφτομαι τίς γραφειοκρατικές διατυπώσεις τῆς… κηδείας. Οὔτε νά πεθάνουμε δέν μποροῦμε. Ἄφεριμ!
Υ.Γ.
Πρός τό παρόν μόνο τό στεφανοχάρτι καί τό νούμερο τῆς σκελέας πού φοροῦσα στό στρατό δέν μοῦ ἔχουν ζητήσει. Ἄς τό σκεφθοῦν κι αὐτό.
Δέν εἶναι πού, κατά τό ἆσμα, ἡ ἐφορία θά μᾶς φάει καί τά δαχτυλίδια (προσωπικά δέν ἔχω κανένα), ἀλλά θά βρεθοῦμε στήν ἀνάγκη – ὅπως λέει τό ἆσμα- νά κοιμηθοῦμε στά σανίδια. Εἴπαμε, τά σαΐνια σου (ἀλήθεια, στό «Κλίν» τά βρῆκες;) νά μᾶς πάρουν καί τήν τελευταία δεκάρα. Ὄχι ὅμως καί τήν ψυχή. Ἀπό τήν ἀρχή τοῦ χρόνου ὥς αὐτή τή στιγμή πού γράφω ( 1 μ.μ. τῆς 8ης Αὐγούστου) ἡ σύζυγός μου κι ἐγώ τρέχουμε ἀπό γραφεῖο σέ γραφεῖο, ἀπό ὄροφο σέ ὄροφο, ἀπό τράπεζα σέ τράπεζα καί μαζεύουμε χαρτιά γιά νά στείλουμε στά ἐκδορεῖα, ὅπου ἁρμόδιοι ἐκδορεῖς θά κοστολογήσουν τό τομάρι μας.
Ἄς τό πάρουν μιά καί καλή. Θέλω τόσα, δῶστε τόσα! Αὐτό πού ὑφίσταται σήμερα ὁ εὐσυνείδητος πολίτης πού ἐκπληρώνει μέ συνέπεια τίς φοροδοτικές του ὑποχρεώσεις, θυμίζει τό μαρτύριο τοῦ Κατσαντώνη. Πού γιά νά ὁμολογήσει ποῦ ἔχει κρυμμένα τά γρόσια του , ὁ παραδόπιστος Ἀλῆ Πασᾶς ἔβαλε τό δήμιο νά τοῦ τσακίζει μέ ξύλινο σφυρί μεθοδικά τά κόκκαλα. Ὁ ἥρωας τουμπάνιασε καί πέθανε ψιθυρίζοντας: » Ἔρμα γρόσια…».
Σέ αὐτή τήν κατάσταση μᾶς φέρατε, κύριε Σαμαρᾶ! Ἄλλα ἐτάξατε καί ἄλλα ἐπράξατε. Καί συνεχίζετε μέ τούς «τζοχανταραίους» σας νά πράττετε. Εἶμαι 76 ἐτῶν. Μπορῶ ἀπό τό Λαύριο, μέ καλό καιρό, νά πάω κολυμπώντας στό Μακρονήσι. Δέν μπορῶ ὅμως νά ξαναπάω στή ἐφορία. Θά προτιμοῦσα νά πάω στόν Ἄδη, ἀλλά σκέφτομαι τίς γραφειοκρατικές διατυπώσεις τῆς… κηδείας. Οὔτε νά πεθάνουμε δέν μποροῦμε. Ἄφεριμ!
Υ.Γ.
Πρός τό παρόν μόνο τό στεφανοχάρτι καί τό νούμερο τῆς σκελέας πού φοροῦσα στό στρατό δέν μοῦ ἔχουν ζητήσει. Ἄς τό σκεφθοῦν κι αὐτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου