Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2016

Ο μισθός της δασκάλας

Ο μισθός της δασκάλας 
Αντόν Τσέ­χωφ 

T­ις προ­άλ­λες φώ­να­ξα στο γρα­φεί­ο μου τη δε­σποι­νί­δα Ι­ου­λί­α, τη δα­σκά­λα των παι­δι­ών. Έ­πρε­πε να της δώ­σω το μι­σθό της. 
- Κά­θι­σε να κά­νου­με το λο­γα­ρια­σμό, της εί­πα. Θα '­χεις α­νάγ­κη α­πό χρή­μα­τα και συ ντρέ­πε­σαι να α­νοί­ξεις το στό­μα σου... Λοι­πόν... Συμ­φω­νή­σα­με για τριά­ντα ρού­βλια το μή­να... 
- Για σα­ράν­τα. 
- Ό­χι, για τριά­ντα, το έ­χω ση­μει­ώ­σει. Ε­γώ πάν­το­τε τριά­ντα ρού­βλια δί­νω στις δα­σκά­λες... Λοι­πόν, έ­χεις δύ­ο μή­νες ε­δώ... 
- Δύ­ο μή­νες και πέν­τε μέ­ρες... 
- Δύ­ο μή­νες α­κρι­βώς... Τό '­χω ση­μει­ώ­σει... Λοι­πόν, έ­χου­με ε­ξήν­τα ρού­βλια. Πρέ­πει να βγά­λου­με εν­νιά Κυ­ρια­κές... δε δου­λεύ­ε­τε τις Κυ­ρια­κές. Πη­γαί­νε­τε πε­ρί­πα­το με τα παι­διά. Έ­πει­τα έ­χου­με τρεις γι­ορ­τές... 
Η Ι­ου­λί­α έ­γι­νε κα­τα­κόκ­κι­νη και άρ­χι­σε να τσα­λα­κώ­νει νευ­ρι­κά την ά­κρη του φου­στα­νιού της, μα δεν εί­πε λέ­ξη.
- …και τρεις γι­ορ­τές... μας κά­νουν δώ­δε­κα ρού­βλια το μή­να... Ο Κό­λιας ή­ταν άρ­ρω­στος τέσ­σε­ρις μέ­ρες και δεν του έ­κα­νες μά­θη­μα... Μο­νά­χα με τη Βαρ­βά­ρα α­σχο­λή­θη­κες... Τρεις μέ­ρες εί­χες πο­νό­δον­το και η γυ­ναί­κα μου σου εί­πε να α­να­παυ­τείς με­τά το φα­γη­τό... Δώ­δε­κα και ε­φτά δε­κα­εν­νιά. Α­φαι­ρού­με, μας μέ­νουν... Χμ! σα­ράν­τα έ­να ρού­βλια... Σω­στά; 
Το α­ρι­στε­ρό μά­τι της Ι­ου­λί­ας έ­γι­νε κα­τα­κόκ­κι­νο και νό­τι­σε. Άρ­χι­σε να τρέ­μει το σα­γό­νι της. Την έ­πια­σε έ­νας νευ­ρι­κός βή­χας, έ­βα­λε το μαν­τή­λι στη μύ­τη της, μα δεν έ­βγα­λε ά­χνα. 
- Την πα­ρα­μο­νή της πρω­το­χρο­νιάς έ­σπα­σες έ­να φλι­τζά­νι του τσα­γιού με το πι­α­τά­κι του... Βγά­ζου­με δύ­ο ρού­βλια... Το φλι­τζά­νι κά­νει α­κρι­βό­τε­ρα για­τί εί­ναι οι­κο­γε­νεια­κό κει­μή­λιο, μα δεν πει­ρά­ζει... Τό­σο το χει­ρό­τε­ρο! Προ­χω­ρού­με! Μια μέ­ρα δεν πρό­σε­ξες τον Κό­λια, α­νέ­βη­κε ο μι­κρός στο δέν­τρο και έ­σκι­σε το σα­κά­κι του... Βγά­ζου­με άλ­λα δέ­κα ρού­βλια... Άλ­λη μια μέ­ρα που δεν πρό­σε­χες, έ­κλε­ψε μια κα­μα­ρι­έ­ρα τα μπο­τά­κια της Βαρ­βά­ρας. Πρέ­πει νά '­χεις τα μά­τια σου τέσ­σε­ρα, γι' αυ­τό σε πλη­ρώ­νου­με... Λοι­πόν, βγά­ζου­με άλ­λα πέν­τε ρού­βλια. Στις δέ­κα του Γε­νά­ρη σε δά­νει­σα δέ­κα ρού­βλια... 
- Ό­χι, δεν έ­γι­νε τέ­τοι­ο πρά­μα! μουρ­μού­ρι­σε η Ι­ου­λί­α. 
- Τό '­χω ση­μει­ώ­σει! 
- Κα­λά... 
- Βγά­ζου­με εί­κο­σι ε­πτά ρού­βλια, μας μέ­νουν δε­κα­τέσ­σε­ρα. 
Τα μά­τια της Ι­ου­λί­ας γέ­μι­σαν δά­κρυ­α. Κόμ­ποι ι­δρώ­τα γυ­ά­λι­ζαν πά­νω στη μύ­τη της. Κα­κό­μοι­ρο κο­ρί­τσι! 
- Μα ε­γώ μια φο­ρά μο­νά­χα δα­νεί­στη­κα χρή­μα­τα. Μο­νά­χα τρί­α ρού­βλια, α­πό την κυ­ρί­α, μουρ­μού­ρι­σε η Ι­ου­λί­α και η φω­νή της έ­τρε­με... Αυ­τά εί­ναι ό­λα-ό­λα που δα­νεί­στη­κα. 
- Μπα; Και ’γω δεν τα εί­χα ση­μει­ώ­σει αυ­τά. Λοι­πόν, δε­κα­τέσ­σε­ρα έ­ξω τρί­α, μας μέ­νουν έν­τε­κα. Πά­ρε τα χρή­μα­τά σου, α­γα­πη­τή μου! Τρί­α... τρί­α, τρί­α... έ­να και έ­να... Πα­ρ' τα... 
Και της έ­δω­σα έν­τε­κα ρού­βλια. Τα πή­ρε με τρε­μου­λια­στά δά­χτυ­λα και τα έ­βα­λε στην τσέ­πη της. 
- Ευ­χα­ρι­στώ! ψι­θύ­ρι­σε. 
Πε­τά­χτη­κα ορ­θός και άρ­χι­σα να βη­μα­τί­ζω πέ­ρα δώ­θε στο γρα­φεί­ο. Με έ­πια­σαν τα δαι­μό­νια μου. 
- Και για­τί με ευ­χα­ρι­στείς; 
- Για τα χρή­μα­τα. 
- Μα, δι­ά­ο­λε, ε­γώ σε έ­κλε­ψα, σε λή­στε­ψα! Και μου λες κι ευ­χα­ρι­στώ; 
- Οι άλ­λοι δε μού '­δι­ναν τί­πο­τα!...
- Δε σού '­δι­ναν τί­πο­τα! Φυ­σι­κά! Σου έ­κα­να μια φάρ­σα για να σου γί­νει σκλη­ρό μά­θη­μα. Πά­ρε τα ο­γδόν­τα σου ρού­βλια! Τα εί­χα έ­τοι­μα στο φά­κε­λο! Μα για­τί δε φω­νά­ζεις για το δί­κιο σου; Για­τί στέ­κε­σαι έ­τσι σαν χα­ζή; Μπο­ρείς να ζή­σεις σ' αυ­τό τον κό­σμο αν δεν πα­τή­σεις λί­γο πό­δι, αν δε δεί­ξεις τα δόν­τια σου; Για­τί εί­σαι ά­βου­λη; 
Μουρ­μού­ρι­σε με­ρι­κά ευ­χα­ρι­στώ και βγή­κε… 
Α. Τσέ­χωφ, Δι­η­γή­μα­τα 


Αντιγραφή-επιμέλεια: antiyli.gr@gmail.com

Σχό­λιο από «Αντιύλη»: Συγ­κλο­νι­στι­κός ο Τσέ­χωφ στην πε­ρι­γρα­φή της σκλη­ρής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας της εκ­με­τάλ­λευ­σης! Μα δεν συμ­φω­νώ α­πό­λυ­τα με τη «συμ­βου­λή» του. Δεν χρειάζεται φυσικά να είναι καρπαζοεισπράκτορας κανείς, μα δεν ση­μαί­νει πως η σίγουρη συνταγή είναι το να πα­τή­σεις πό­δι. Κά­τι μπορεί να βγει βέβαια, αλ­λά το ζη­τού­με­νο δεν εί­ναι πώς θα ε­πι­κρα­τή­σει το δί­κιο μας με κά­θε τρό­πο (ακόμα και πολεμώντας τον άλλο). Η ουσία είναι πώς θα εί­μα­στε σω­στοί, α­κό­μα και ό­ταν α­δι­κού­μαστε. Αρ­κεί να υπομένουμε την α­δι­κί­α όχι α­πό α­δυ­να­μί­α αντίδρασης, αλ­λά επειδή ε­κού­σια ε­πι­λέγουμε να μην αν­τα­πο­δώ­σου­με το κακό, ή να πά­ρου­με το δί­κιο μας πο­λε­μών­τας τον άλ­λο. Στο Γε­ρον­τι­κό κά­που α­να­φέ­ρε­ται πως οι α­σκη­τές, ό­ταν πω­λού­σαν τα ερ­γό­χει­ρά τους ή α­γό­ρα­ζαν κάτι, έ­λε­γαν ή ρω­τού­σαν ά­παξ (μια φο­ρά) μόνο την τι­μή και έ­παιρ­ναν σι­ω­πών­τας ό,τι τους έ­δι­ναν, χω­ρίς να διεκδικούν, χωρίς να πα­ζα­ρεύ­ουν πε­ραι­τέ­ρω, εί­τε α­δι­κούν­ταν εί­τε ό­χι. Ή­σαν πιο κον­τά στη θέ­ση της δα­σκά­λας του Τσέ­χωφ, αλ­λά α­πό ε­λεύ­θε­ρη ε­πι­λο­γή, ό­χι α­πό α­δυ­να­μί­α τους να δι­εκ­δι­κή­σουν. 

Λο­γι­κά βέ­βαι­α, θά ’λεγε κανείς, δεν μπο­ρείς να ζή­σεις σ’ αυ­τόν τον κό­σμο με το σταυρό στο χέρι, αν δεν δεί­ξεις τα δόν­τια σου, που λέ­ει και ο Τσέ­χωφ, μα δεν εί­ναι η λογική μας το μό­νο δε­δο­μέ­νο. Υ­πάρ­χει και ο Θε­ός. Και ό­σο κι αν ορ­γιά­ζει και οργώνει τον κόσμο το κα­κό, στο τέ­λος σπέρνει ο Θε­ός (π. Παΐσιος), θα γί­νει αυ­τό που κρίνει Αυτός. Προ­σο­χή λοι­πόν: βαθειά εμπιστοσύνη στον Θεό. Ενεργώντας με τον τρόπο που υποδεικνύει Εκείνος, έστω και αν η λογική μας λέει κάτι άλλο, θα έχουμε σίγουρα περισσότερο όφελος. Ας φαίνεται ότι χάνουμε, ή ότι γινόμαστε κορόιδα. Στο τέλος λειτουργούν οπωσδήποτε οι πνευματικοί νόμοι του Θεού. Ας βαδίζουμε με νουν Χρι­στού κι ό­χι με την τετράγωνη δήθεν λογική και τα μυα­λά του κό­σμου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου