«Στοιχώμεν τω κανόνι των αγίων» (Μ. Βασίλειος – Περί πίστεως) Νίκος Σακαλάκης, Μαθηματικός
Σήμερα, που οι ημέρες κυλούν πολύ μπερδεμένα (Εκκλησιαστικά – κοινωνικά), ο λόγος «Περί πίστεως» του Μ. Βασιλείου μπορεί να κατευθύνει και να ελέγξει τη δράση των Ορθοδόξων έναντι του Οικουμενισμού, δίνοντας άμεση θεραπευτική και θεολογική δυναμική στο Ορθόδοξο πλήρωμα, που εγκλωβίσθηκε στην όξυνση των αντιθέσεών του.
Είναι λόγος, που καθορίζει με ασφάλεια τον χαρακτήρα και την ανάπτυξη της Ορθόδοξης αυτοσυνειδησίας, άμυνας και ενότητας έναντι του πνευματικού εχθρού (Διάβολος, αίρεση, εκοσμίκευση). Στην εισαγωγή του λόγου οι καθηγητές – μελετητές γράφουν: «Το περί πίστεως είναι μία έγγραφος έκθεσις της πίστεως προς τους μοναχούς που είχαν υποβάλλει εις τον Βασίλειον σχετικόν αίτημα. Η έκθεσις αυτή στηρίζεται εις την Αγίαν Γραφήν, αποφεύγεται δε εις αυτήν η χρήσις λέξεων που εισάγουν «ξένον νουν» (Ε.Π.Ε. τόμος 8).
Ο Ι. Πατήρ γράφει σχετικά: «Θα χρησιμοποιήσω με φειδώ τα ονόματα και τους λόγους εκείνους που δεν απαντώνται μεν αυτολεξί εις την θείαν Γραφήν, διατηρούν όμως την έννοιαν που υπάρχει εις αυτήν· όσαι δε λέξεις εκτός του ότι είναι ξέναι, μας επεισάγουν και άγνωστον έννοιαν («νουν ξένον») και όσαι δεν είναι δυνατόν να βεβαιωθή ότι εχρησιμοποιήθηκαν από τους αγίους, αυτάς θα τας αποφύγω παντελώς ως ξένας και αλλοτρίας προς την ευσεβή πίστιν» (Σελ. 60 - 61). Αντίθετα, στα δρώμενα και στα γραπτά κείμενα της λεγόμενης Ακαδημίας θεολογικών σπουδών (Ι. Μητροπόλεως Δημητριάδος), υπάρχει πλήθος νέο-ορολογιών που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της νέο-πατερικής σύνθεσης, με απώτερο στόχο τη δημιουργία οικουμενιστικής συνείδησης στους πιστούς ή «ξένον νουν» κατά τον Μ. Βασίλειο.
Στην ημερίδα περί της Πατερικής Θεολογίας (Ι. Μ. Πειραιώς) ο π. Γεώργιος Καψάνης σε μήνυμά του αναφέρει: «Τείνουν να νοθεύσουν την πατροπαράδοτονπίστιν, ευσέβειαν και θεολογίαν, καινοφανείς, κατά τον άγιονΓρηγόριονΠαλαμάν, «θεολογίαι» θρασέων θεολόγων, οι οποίοι θεολογούν αριστοτελικώς μάλλον ή αλιευτικώς, επόμενοι όχι τοις θείοις Πατράσι αλλά τω Βαρλαάμ τω Καλαβρώ και τοις ομοίοις αυτών» (28 Ιαν. – 10 Φεβρ. 2012).
Με απόλυτη Ποιμαντική – Θεολογική κατηγορηματικότητα, ο Μ. Βασίλειος υπογραμμίζει: «Φανερά έκπτωσις πίστεως και υπερηφανίας κατηγορία ή αθετείν τι των γεγραμμένων ή επεισάγειν των μη γεγραμμένων» δηλ. «το να αθετήση κανείς κάτι από τα γραμμένα ή να προσθέση εις αυτά κάτι από τα άγραφα είναι φανερά έκπτωσις από την πίστιν και απόδειξιςυπερηφανίας (Σελ. 60).
Στη «σωτήριο ομολογία» πίστεως, όπως αποκαλεί το περιεχόμενο του λόγου του ο Ι. Πατήρ, υπογραμμίζει ότι είναι ακριβής και διαυγής η πίστη όταν έχει παροχετευθεί στην αρμόδια κοίτη, που είναι ηασφάλεια της Ορθοδοξίας, δηλ. το παράδειγμα – κανόνας των αγίων Πατέρων. «Στοιχώμεν τω κανόνι των αγίων», τονίζει ο Ι. Πατήρ, για να αποφεύγεται η σύγχυση, οι αναθεωρητικές ροπές και τα αδιέξοδα στην πορεία της Εκκλησίας.
Η Εκκλησία διαχρονικά ομολογεί την Πίστη είτε ως λατρεία και ήθος είτε ως θυσιαστική πραγματικότητα, που καταξιώνεται από τις θυσίες των αγίων και των μαρτύρων.
Την αλήθεια αυτή υπενθυμίζει ο Μ. Βασίλειος ως εξής:
«άλλο γαρ είδος λόγου ελεγκτικού και άλλο είδος λόγου παρακλητικού. Άλλη απλότης των εν ειρήνη την ευσέβειανομολογούντων και άλλοι ιδρώτες των προς τας αντιθέσεις της ψευδωνύμου γνώσεως ισταμένων». Με απλά λόγια: «διότι άλλο είναι το είδος του ελεγκτικού λόγου και άλλο του προτρεπτικού. Άλλο πράγμα είναι η απλότης των Ομολογούντων την πίστιν εν ειρήνη και άλλο οι ιδρώτες των ανθισταμένων κατά των αντιθέσεων της ψευδωνύμου γνώσεως».
Αφ’ ότου θεμελιώθηκε και αυξήθηκε ο Μοναχισμός στην Εκκλησία, οι μοναχοί πρωτοστατούσαν στη νήψη, στην προσευχή, στην άσκηση και στους αντιαιρετικούς αγώνες.
Σήμερα, δυστυχώς, το Εκκλησιαστικό σώμα (στην πράξη) βιώνει τους δύο άξονες της πνευματικής ζωής αντιθετικά, ως δύο αντίθετες θεωρήσεις. Υιοθετεί ως ομολογία τη διαλεκτική του παρακλητικού λόγου, που είναι «η απλότης των ομολογούντων την πίστιν των εν ειρήνη» και θεωρεί ως εκλεπτυσμένο σχίσμα τους «ιδρώτες των προς τας αντιθέσεις της ψευδωνύμου γνώσεως ισταμένων».
Η σημερινή «διάκριση» στην έκφραση της ομολογίας είναι υποταγμένη στα όρια – στεγανά του ευδαιμονισμού, της ατομικής «πνευματικής» ανόδου, στη λογική της δυνητικής εφαρμογής του 15ου κανόνα.
Αντίθετα, ο Μ. Βασίλειος ως επίσκοπος, ως ποιμένας, ως πνευματικός και Γέροντας, ορθοτομεί στην κατανομή – έκφραση της ομολογίας. Γράφει: «Θα χρησιμοποιήσωμεν εις όλας τας περιπτώσεις κατάλληλονγλώσσαν είτε προς προάσπισιν είτε προς οικοδομήν της πίστεως» (Σελ. 63).
Μετά την θεωρητική ομολογία προτρέπει (πρακτικά):
«Στέλλεσθαι υμάς από παντός αδελφού ατάκτως περιπατούντος και μη κατά την παράδοσιν, ην παρέλαβον παρ’ ημών» (Β΄3,6), υπενθυμίζοντας την Αποστολική πρακτική και συνεχίζει: «στοιχώμεν τω κανόνι των αγίων» (Σελ. 76).
Ας θυμηθούμε τον κανόνα των Αγίων, ως ομολογία, ως Αποτειχίσεις και διακοπή της μνημονεύσεως των αιρετικών, όπως έχει δηλ. καταγραφεί ο κανόνας αυτός, ως στάση ζωής, σε καιρό αιρέσεως.
Ας θυμηθούμε τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας και τον Έγκλειστο μοναχό άγιο Δαλμάτιο κατά της αιρέσεως του Νεστορίου. Επίσης τον μοναχό άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, κατά της αιρέσεως του Μονοθελητισμού. Ακόμη τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό κατά της εικονομαχίας και τον άγιο Θεόδωρο τον Στουδίτη κατά της Μοιχειανικής αιρέσεως. Τέλος, τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά ενάντια στην αίρεση των Βαρλαάμ – Ακινδύνου.
Δεν είναι ούτε ένας ούτε δύο οι άγιοι, που έδωσαν τις απαντήσεις σε καιρό αιρέσεως, ως έκφραση σπουδαίων και υψηλών πνευματικών καταστάσεων της ψυχής τους.
Η σημερινή εξάπλωση της παναιρέσεως του οικουμενισμού είναι απόρροια και της ανυπαρξίας «αντιπάλου» και όχι μόνο της εγγενούς επεκτατικής διάθεσης της αίρεσης.
Σήμερα, που «οι ιδρώτες των ανθισταμένων κατά των αντιθέσεων της ψευδωνύμου γνώσεως» θεωρούνται «σχίσμα» και «ανυπακοή», ας προσεχθεί ο λόγος «περί Πίστεως» του Μ. Βασιλείου: «Διόπερ παρακαλώ και δέομαι, παυσαμένοις της περιέργου ζητήσεως και απρεπούς λογομαχίας, αρκείσθαι τοις υπό των αγίων και αυτού του Κυρίου ειρημένοις» (Ε.Π.Ε., τόμος 8, σελ. 75).
ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου