Πίσω από ένα κουρασμένο παιδί κρύβεται ένας κουρασμένος ενήλικας (αυτά τα παιδιά κουρασμένα γεννήθηκαν).
Το κείμενο που ακολουθεί από το post του «Σχολείο της Φύσης» με συγκλόνισε. Με βρήκε συμπαραστάτη στην ανάγκη να αλλάξει οπωσδήποτε όλο αυτό που συμβαίνει. Οι νέοι γονείς κερδίσαμε πολλά, αλλά χάσαμε τα πιο σημαντικά στον αγώνα της ανατροφής των παιδιών μας. Να το αλλάξουμε λοιπόν!
Διαβάστε το κείμενο:
Η παιδική ηλικία ντύθηκε από λέξεις και περιεχόμενα που δεν συνάδουν με τη φύση του παιδιού.
Ακούς πολλές φορές το καημένο το παιδί κουράστηκε επειδή περπάτησε μια απόσταση που εμείς την κρίνουμε μεγάλη. Επειδή έπαιξε, επειδή πήγε σχολείο, επειδή πήγε στην παιδική χαρά, επειδή ανέβηκε μια ανηφόρα επειδή, επειδή…
Πολλές φορές έρχονται στο σχολείο γονείς ή παππούδες-γιαγιάδες να πάρουν παιδιά τους. Και τα βλέπουν να σκουπίζουν ή να καθαρίζουν τα τραπέζια που φάγανε. Τους ακούς να λένε τα «καημένα» (τους βγαίνει έτσι αυθόρμητα). Και πραγματικά εντυπωσιάζομαι στο πόσο διαφορετικά βλέπει ο καθένας τα πράγματα σε σχέση με τα παιδιά. Στο πόσο άλλαξε η εικόνα που φτιάξαμε για το παιδί από την πραγματικότητα της παιδικής φύσης και ηλικίας.
Θα έπρεπε να βλέπεις την εικόνα ενός παιδιού που αυτονομείται, τα καταφέρνει, φροντίζει το χώρο του. Που ικανοποιεί την ανάγκη του να τρέξει, να σκαρφαλώσει και να νιώσει δυνατό. Που μοιράζεται τις ανάγκες του με συνομηλίκους του και χαίρεται.
Αντ’ αυτού παρατηρείς μια κοινωνία γύρω από το παιδί να το βαφτίζει «ταλαιπωρία».
Και μετά αυτό το παιδί μεγαλώνει και θεωρεί ότι πραγματικά είναι ταλαιπωρία να δουλεύεις για κάτι που έχει νόημα. Νιώθει ότι κουράζεται εύκολα και θέλει και δυο τρεις γύρω του να του τακτοποιούν τα πράγματα. Στην κυτταρική του μνήμη δεν έχει εγγραφεί το «μπορώ να τα καταφέρω». Το να υπακούει το σώμα και να μην κουράζεται εύκολα.
Να έχει βιώσει το πεινάω και διψάω και μπορώ να περιμένω.
Και δε θα πεθάνω εάν δεν ικανοποιηθεί άμεσα η ανάγκη μου. Σήμερα μόλις πει ένα παιδί πείνασα, κινητοποιείται ένα σύστημα γύρω του. «Το παιδί πείνασε πρέπει να φάει αμέσως. Δεν μπορεί να περιμένει το πότε θα στρωθεί το τραπέζι.»
Όποιος έζησε τη δεκαετία του ‘60 και ‘70 και πριν από αυτές το βίωσε σαν παιδί.
Ότι μπορεί να είναι έξω όλη μέρα, να τρέχει, να σκαρφαλώνει. Να παίζει ποδόσφαιρο από το πρωί ίσαμε το βράδυ και να μην κουράζεται.
Έζησε το ότι όλοι έπρεπε να συνδράμουν, ο καθένας στο βαθμό που μπορούσε, στις δουλειές της οικογένειας.
Και άντεχαν.
Και ενώ το πρωί μπορεί τα παιδιά να πήγαιναν στα χωράφια, το απόγευμα έβγαιναν έξω να παίξουν στις γειτονιές.
Κανένας δεν τα έλεγε «καημένα» και το θεωρούσαν μάλιστα πολύ φυσικό να γίνεται. Δεν ωραιοποιούμε καμιά κατάσταση και καμιά συνθήκη. Και εκείνες είχαν τα προβλήματα τους. Ωστόσο, ό,τι έχει να κάνει με το παιδί και τις αντοχές του, είναι σημαντικό να το βάλουμε σε μια σωστή βάση. Για να βοηθήσουμε τους ανθρώπους μέσα από την εκπαίδευση της οικογένειας, του σχολείου, της κοινωνίας να τα καταφέρνουν.
Καταρχήν να νιώθουν ότι μπορούν. Γιατί όταν ένα παιδί μεγαλώνει και τα κάνουν όλα οι άλλοι αντί για αυτό, το μήνυμα είναι «Εσύ δεν μπορείς! Μπορώ όμως εγώ για σένα!»
Άρα χτίζω μια σχέση εξάρτησης που θα με χρειάζεσαι.
Εδώ στην εκπαίδευση στο Καζαβήτι όλα αυτά τα παρατηρούμε πολύ ξεκάθαρα εμείς οι δάσκαλοι. Τα παιδιά είναι ο ορισμός της ενέργειας. Βλέπουμε ότι μπορεί ένα παιδί να περπατάει όλη μέρα σε ένα δάσος! Και να μη χρειάζεται να ξαπλώσει σε ένα κρεβάτι για να ξεκουραστεί. Και είναι ικανό να ξαναγυρίσει στο δάσος, αρκεί αυτό που κάνει εκεί να έχει νόημα γι αυτό.
Και σκέφτεσαι ότι ίσως κάπου εδώ θα «σβήσουν».
Αλλά δε συμβαίνει αυτό και παρόλο που κοιμόμαστε το βράδυ εκεί σε ξαπλώστρες και όχι στο άνετο το κρεβατάκι μας. Και παρόλο που όταν φεύγουμε χρειάζεται να περπατήσουμε μια πραγματικά μεγάλη ανηφορική απόσταση για το λεωφορείο. Με τους σάκους στις πλάτες, τα βλέπεις να τα καταφέρνουν μια χαρά.
Ακόμα και η πιο λεπτεπίλεπτη μικρούλα φέτος από την ομάδα των τρίχρονων, κάποια στιγμή φάνηκε στα μάτια των δασκάλων κουρασμένη. Όμως μόλις άκουσε το «Κοίτα τι κατάφερες. Κοίτα πόσο δρόμο περπάτησες και πόσο πιο δυνατή έγινες» άρχισε να τρέχει και να μη σταματά.
Το παιδί σέβεται, αγαπά και εμπιστεύεται όποιον από το περιβάλλον του, του δίνει αυτή την ευκαιρία της ανάπτυξης του. Όποιον πιστεύει σ΄ αυτό.
Οι μεγάλοι κουράζονται, όχι τα παιδιά. Όμως δεν το παραδέχονται για τον εαυτό τους. Είναι πραγματικά δύσκολο στις συνθήκες που δημιουργήσαμε στα αστικά περιβάλλοντα που ζούμε. Να δίνουμε στα παιδιά την ευκαιρία να αναπτύσσονται έτσι όπως το χρειάζονται. Σωματικά συναισθηματικά και ψυχικά. Τα βάζουμε σε ένα πλαίσιο που βολεύει εμάς, αλλά όχι αυτά.
Μέσα σε μια συνθήκη όπου τα παιδιά νομίζουμε ότι δεν μπορούν να περπατάνε και τα βάζουμε σε καρότσια. Και ας είναι 3 και 4 χρονών.
Όπου στις παιδικές χαρές δεν τα αφήνουμε μόνα τους, αλλά τρέχουμε από πίσω τους. Να τα ανεβάζουμε και να τα κατεβάζουμε από τις τσουλήθρες.
Όπου τα θεωρούμε ανίκανα να λύνουν μόνα τους τα προβλήματα τους και «χωνόμαστε» στις σχέσεις τους.
Όπου κουβαλάμε τις τσάντες τους στα σχολεία και ρωτάμε εμείς για τις υποχρεώσεις τους.
Όπου όταν γίνεται μια φασαρία ή τα μαλώνουν οι άλλοι, σχεδόν πάντα φταίνε οι άλλοι.
Δε μας εμπιστεύονται, δε νιώθουν ασφάλεια μέχρι να χάσουν τον εαυτό τους και να πειστούν ότι αυτό μόνο μπορούν. Και έτσι γίνονται οι ενήλικες που πιστεύουν, ότι έτσι είναι τα πράγματα.
Που, όταν ρωτάς 22 χρόνων παιδί «Τι ονειρεύεσαι;», η απάντηση είναι μια δουλειά όσο γίνεται πιο μόνιμη και ένα μισθό που να μπορεί να τους συντηρεί. Και ψάχνεις με αγωνία για μια σπίθα στο βλέμμα. Για έναν άνθρωπο με ενέργεια, για μια χειραψία ζεστή, δυνατή, συνειδητή και όχι αδιάφορη. Και εκεί που λες τι κρίμα, πεισμώνεις και λες αλλάζει. Μέσα από τον πιο ασφαλή δρόμο: την Παιδεία και την εκπαίδευση όλων μας. Έτσι ώστε να δούμε τα δικά μας για να μπορέσουμε να ξανα-ορίσουμε τι είναι το παιδί, τι είναι ο άνθρωπος.
Επιμέλεια κειμένου: Λίζα Καβακοπούλου
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου