Ἡ ἑβδομάδα τῶν παθῶν κεντρίζει τή μνήμη τῶν ἀνθρώπων. Ξαναφέρνει στή θύμησή τους τή μορφή τοῦ Χριστοῦ καί κάθε ἄνθρωπος ἀνασυνθέτει αὐτή τή μορφή, κατά τήν πίστη του, ἤ τά κριτήρια τῆς ἀπιστίας του.
Ἡ μόρφωση, ἤ ἡ ἀμάθεια τῶν ἀνθρώπων, δέν ἔχουν στήν προκειμένη περίπτωση καμμιά σημασία. Ὑπάρχουν σοφοί πού εἶναι πιστοί καί σοφοί πού εἶναι ἄπιστοι. Κι ὑπάρχουν «πτωχοί τῷ πνεύματι» πού λάμπουν σάν τόν ἥλιο κι ἀγράμματοι πού εἶναι ἀδιάφοροι, ἤ προληπτικοί. Ὁ καθιερωμένος τρόπος, πού οἱ διανοούμενοι καιροί μᾶς προσφέρουν γιά τή γνωριμία τοῦ Χριστοῦ εἶναι οἱ βιογραφίες του. Βίοι τοῦ Χριστοῦ γραμμένοι ἀπό πιστούς καί βίοι τοῦ Ἰησοῦ σχεδιασμένοι ἀπό ἄπιστους. Ἡ βιογραφία εἶναι τό ἀγαπημένο λογοτεχνικό εἶδος τοῦ καιροῦ μας, γιατί μᾶς βγάζει ἀπ’ τόν κόπο τῆς ἀπευθείας γνωριμίας, τῆς ἀναζήτησης τοῦ Χριστοῦ μέσα στό αὐθεντικώτερο τεκμήριο πού σώζεται, τήν Καινή Διαθήκη. Ὁ Χριστός ὅμως δέν βιογραφεῖται, γιατί εἶναι μορφή πού ξεπερνᾶ τά πλαίσια τῆς ἱστορίας καί σάν τέτοια δέν μπορεῖ νά βρῆ βιογράφο μέ ὑπεριστορικό ἀνάστημα. Τό μόνο πού εἶναι κατορθωτό, στήν περίσταση, εἶναι ἡ προσπάθεια νά ἐξηγηθῆ καί νά κατανοηθῆ τό Εὐαγγέλιο, πού εἶν’ ὁ μόνος δρόμος γιά νά προσεγγίση ὁ ἄνθρωπος τό Χριστό, ὁ μόνος ἔναστρος οὐρανός, πού ὅσες φορές κι ἄν τόν μελετήσουμε μᾶς φανερώνει καινούργια ἀστέρια.
Τ’ ἀνθρώπινα βιβλία κι οἱ ἱστορίες δέν ἔχουν καμμιά σχέση μέ τήν βιβλική πληρότητα, γιατί ἔχουν ὅλο τόν ἐφήμερο χαραχτήρα πού παρουσιάζει κάθε ἐκδήλωση τ’ ἀνθρώπου. Κι ὅταν ἱστορικές μορφές, ὅπως ὁ Σωκράτης, μᾶς παρουσιάζεται τόσο διαφορετικά στόν Πλάτωνα καί τόν Ξενοφώντα, κι ὅταν τόση ἀπόσταση χωρίζει τόν Χριστόφορο Κολόμπο τοῦ Βάσερμαν ἀπ’ τόν Κολόμπο τοῦ Σαρκώ, κι ὁ πιό κοινός ἄνθρωπος μπορεῖ νά καταλάβη τί σημαίνει ἀπόπειρα βιογραφίας τῆς μοναδικῆς ὑπεριστορικῆς μορφῆς, δηλαδή τοῦ Θεοῦ.
Τά Εὐαγγέλια καί τούς Ἀποστόλους τά διαβάσαμε καί τ’ ἀκοῦμε. Ἀλλά δέν φτάνει. Ἄν δέν φουντώση μέσα στόν ἄνθρωπο ἡ πραγματική λαχτάρα γιά τήν ἀλήθεια, τό Εὐαγγέλιο δέν ἀποκαλύπτει τούς μυστικούς θησαυρούς του κι ὁ Χριστός ὀρθώνεται στά μάτια μας μονάχα σάν ἱστορική μορφή. Εἶναι ἀδύνατο νά φτάσωμε στή γνώση, λέει ὁ Ματθαῖος, ἄν δέ νοιώσουμε κατάπληξη. Κι ὁ Κλήμης τῆς Ἀλεξάντρειας, λογαριάζει τό θαυμασμό ἀρχή κάθε γνώσης. Ἡ διαφορά τῶν Εὐαγγελίων πρός τ’ ἄλλα βιβλία εἶναι πώς τά Εὐαγγέλια δέν ἱστορᾶνε μία ζωή, πού ἀρχίζει ἀπό ἕνα λίκνο καί τελειώνει σ' ἕνα τάφο, ἀλλά φανερώνουν τή μοναδική κι ἀπροσμέτρητη προσφορά τοῦ θείου πρός τόν ἄνθρωπο. Μ' ἄλλα λόγια, τά Εὐαγγέλια ἀφοροῦν περισσότερο τή δική μας ζωή, παρά τή ζωή τοῦ Χριστοῦ. Γιατί γιά μᾶς εἶπεν ὅσα εἶπε, γιά μᾶς ἔπραξε ὅσα ἔπραξε, γιά τή λύτρωση τή δική μας μετρήθηκε μ’ ὅλη τήν κλίμακα τῶν πειρασμῶν καί γιά τή σωτηρία μας μαρτύρησε κι ἔχυσε τό αἷμα του στό Σταυρό. Ἄν πίσω ἀπ’ τά γεγονότα πού ἱστοροῦνται στά Εὐαγγέλια, δέν ἀνακαλύψουμε τό πρῶτο καί τό τελευταῖο λυτρωτικό μήνυμα χαρᾶς, ἄν στό λόγο του δέ συλλάβουμε τό κενό τῆς δικῆς μας ζωῆς καί τό δρόμο πρός τό «χαροποιόν πένθος», τότε δέν ὑπάρχει κανένας τρόπος νά γνωρίσουμε τό Χριστό, ὅσα βιβλία κι ἄν διαβάσουμε, ὅσες σοφίες κι ἄν μᾶς παρασταθοῦν γιά νά βοηθήσουν στήν κατανόησή του. Ἡ θεϊκή του ἀχτινοβολία θά μᾶς ξεφεύγη.
* * *
Πόσο πιστή εἶναι ἡ ἀνθρώπινη εἰκόνα μέσα στά Εὐαγγέλια καί πόση ἀπροσμέτρητη ἀπόσταση χωρίζει τό γήινο αὐτό τοπίο ἀπ’ τό Χριστό, φαίνεται θαυμαστά στήν θριαμβευτική εἴσοδο τοῦ Χριστοῦ στά Ἱεροσόλυμα. Στόν πίνακα αὐτόν τρία εἶναι τά χαραχτηριστικά γνωρίσματα. Πρῶτα, ὁ τρόπος πού προκρίνει ὁ Ἰησοῦς νά μπῆ στά Ἱεροσόλυμα, δεύτερο τό στοιχεῖο πλῆθος, καί τρίτο ὅσα εἶπε κι ἔπραξε κείνη τή μέρα. Ἡ μόνη διαφορά ἀπ' τίς προηγούμενες φορές πού μπῆκε στήν Ἁγία Πόλη, εἶναι πώς τούτη μόνος του ζήτησε νά μπῆ «ἐπί πῶλον ὄνου».
Τό γνώριζε πώς ἔμπαινε θριαμβευτής. Ἡ ἀνάσταση τοῦ Λάζαρου εἶχε γίνει τό θέμα τῆς ἡμέρας. Λογαριάστηκε τό ἐπιστέγασμα τῶν θαυμάτων του καί τό πλῆθος τρέχει πάντα πίσω ἀπ' τό νικητή. Ὡστόσο ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ δέν ἦταν ἡ νίκη πού ἐννοοῦσε τό πλῆθος καί γι’ αὐτό ἡ εἰκόνα τοῦ θριάμβου του δέν εἶχε κανένα ἀπ’ τά γνωστά χαραχτηριστικά τῶν Καισαρικῶν θριάμβων, πού δέν εἶναι τίποτ’ ἄλλο παρά ἡ ἀποθέωση τῆς βίας κι ἡ κυνική προβολή τῆς ἀνθρώπινης ματαιοδοξίας. Γι’ αὐτή τήν τελευταία του εἴσοδο στήν Ἱερουσαλήμ ζήτησε νά καθήση πάνω στό πιό ταπεινό πλάσμα τῆς δημιουργίας καί τό πιό περιφρονημένο. Σ' ἕνα γαϊδούρι. Τό ἴδιο ταπεινό ὑποζύγιο στάθηκε μάρτυρας στή γέννησή του καί τό ἴδιο, πού τόν φυγάδεψε μειράκιο, γιά νά σωθῆ ἀπ’ τό φονικό μαχαίρι τοῦ Ἡρώδη, στήν Αἴγυπτο, τόν ὁδηγᾶ τώρα στήν ἁμαρτωλή πόλη τοῦ μαρτυρίου του. Καί δέν πρόκειται γιά τυχαία σύμπτωση. Ὁ Ἰησοῦς τό ζήτησε. Κι ἔστειλε μάλιστα δύο μαθητές του νά φέρουν τόν πῶλο καί τούς ὥρισε προκαταβολικά ποιά δικαιολογία νά προβάλουν στόν κτήτορα τοῦ ζώου. Δέν ἦταν διόλου δύσκολο στόν Ἰησοῦ νά ἐπιδίωξη διαφορετικήν εἴσοδο στήν Ἱερουσαλήμ, κι ὅλη ἡ ἀτμόσφαιρα βοηθοῦσε σέ τέτοιαν ἐγκόσμιαν ἐπίδειξη. Ὁ θρίαμβος του ὅμως δέν ἦταν τοῦ κόσμου τούτου καί γιά τοῦτο θέλησε ἡ εἴσοδός του νάχη ὅλα τά στοιχεῖα τῆς ταπεινοφροσύνης καί κανένα ἀπό κεῖνα πού συνθέτουν τήν αἴγλη τῶν ἰσχυρῶν τῆς γῆς.
Κι ἀπ' τήν ὥρα πού πατᾶ τούς δρόμους τῆς Ἱερουσαλήμ, φουντώνει στήν ψυχή του ἡ μεγάλη δοκιμασία, ποὖχε ἀρχίσει κιόλας στήν Καπερναούμ. Κι ἡ δοκιμασία αὐτή εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς λαϊκῆς παραφορᾶς, αὐτοῦ τοῦ ἐνθουσιασμοῦ, πού δέν ἦταν κεῖνο πού Αὐτός ζητοῦσε.
Οἱ ὕμνοι καί τά «ὡσαννά» ἦταν μία φευγαλέα ἀναλαμπή μέσα στήν ψυχή τῆς μάζας. Κι ὁ λόγος ἦταν ἕνας καί πολύ ἁπλός. Πὼς ἦταν μάζα.
Τό σωτήριο μήνυμά του δέν ἀπευθυνόταν στά πλήθη, ἀλλά στά ἄτομα. Τό αἴτημα τῆς ἀγάπης δέν μπορεῖ νἄναι ὁμαδικό, ἀλλ’ ἀτομικό. Τόν καθένα ξεχωριστά καλοῦσε ν’ ἀγαπήση τόν πλησίον του σάν τόν ἑαυτό του. Κι ἡ λευτεριά πού εὐαγγελιζόταν δέν ἦταν ἡ λευτεριά τῶν ὁμάδων, ἐθνικῶν, φυλετικῶν ἤ θρησκευτικῶν, ἀλλ’ ἡ λευτεριά τοῦ ἀτόμου. Τόν ἄνθρωπο ἤθελε νά λευτερώση κι ἀπ’ τά δεσμά τῆς ὁμαδικῆς σκλαβιᾶς κι ἀπ’ τά χειρότερα δεσμά πού ἁλυσοδένουν τό νοῦ καί τήν ψυχή του, τά πάθη του. Σέ πόλεμο κατά τοῦ ἑαυτοῦ του κάλεσε τόν ἄνθρωπο καί τό πεδίο αὐτοῦ του πολέμου εἶν’ ὄξω ἀπ’ τά πλαίσια τῆς μάζας. Ὁ ἀγωνιστής γιά ν’ ἀναπτύξη τή στρατηγική σ’ αὐτόν τόν πόλεμο, χρειάζεται πρίν ἀπ' ὅλα ν’ ἀπαγκιστρωθῆ ἀπ' τή μάζα καί νά πάψη νἄναι πλῆθος. Μονάχα αὐτά, τά πνευματικά λευτερωμένα ἄτομα, ἀδερφωμένα μέ τῆς ἀγάπης τό μυστικό δεσμό, θεμελιώνουν τήν καθαγιασμένη κοινότητα, πού λέγεται Ἐκκλησία. Τ’ ἄλλα, εἶναι τό πλῆθος πού τήν Κυριακή τῶν Βαΐων φώναζε «ὡσαννά» καί μετά τρεῖς μέρες ὠρυόταν «Σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν». Μπροστά στήν εἰκόνα αὐτοῦ τοῦ πλήθους, ἡ ψυχή του γινότανε περίλυπη κι ἀκόμη βαθύτερος ἦταν ὁ πόνος του ὅταν ἔβλεπε τή χαρούμενη ἱκανοποίηση τῶν μαθητῶν του μπροστά στόν ἐνθουσιασμό, πού σέ λίγο θά μετάλλαζε σ' ἀνάθεμα καί κραυγή ὀργῆς καί θανάτου. Τῶν μαθητῶν πού ἦταν οἱ διαλεχτοί του, πού εἶχαν ἀκούσει τό λόγο του κι ἦταν μάρτυρες στά θαύματά του, τῶν μαθητῶν πού θά κοιμόνταν τήν ὥρα τῆς ἀγωνίας του, πού θά τόν πρόδιναν, πού θά τόν ἀρνιόνταν καί κυριεμένοι ἀπό δειλία, θά τρέπονταν σέ φυγή, τήν ὥρα τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ μεγάλος πόνος τοῦ Ἰησοῦ, τό φοβερό μαρτύριο τῆς ψυχῆς του, ἀρχίζει ἀκριβῶς ὅταν γίνεται αἰσθητὴ ἡ μόνωση, ἐπειδή κανείς δέν τόν καταλαβαίνει. Γιατί δέν εἶναι μονάχα τό πλῆθος πού ἀλαλάζει, οὔτε οἱ Φαρισαῖοι κι οἱ Ἑλληνίζοντες Σαδουκαῖοι, πού εἶναι μακρυά του καί ξεσηκώνουνται καταπάνω του, ἀλλά οἱ δώδεκα ἀφοσιωμένοι μαθητές του, πού δέν τόν καταλαβαίνουν. Ἀπ’ τήν Καπερναούμ ὡς τή Σταύρωση ζοῦμε ἀλλεπάλληλα τά στάδια σ’ αὐτό τό δράμα τῆς ἀσυνεννοησίας. Ὅταν, λίγο πρίν, εἶχεν ἀναστήσει τό Λάζαρο, γιά τήν ἴδια ἀφορμή εἶχε δακρύσει. Δέν τόν τρόμαζε ὁ θάνατος, πού τόν νίκησε, ἀλλά τ’ ἁμαρτωλά ἀνθρώπινα κριτήρια καί κείνων πού ἦταν οἱ ἀγαπημένοι του, κι ἡ ἀδύναμη πίστη τους. Τόν γνώριζαν καλά οἱ ἀδερφές τοῦ Λάζαρου κι ὅμως τό μόνο πού μπόρεσαν νά σκεφτοῦν καί νά τοῦ ποῦν κι οἱ δύο σέ διαφορετικές στιγμές εἶναι «Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἄν ἐτεθνήκει». Πιστεύανε στή θεραπευτική δύναμη τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλά δέν τολμοῦσαν νά σκεφτοῦν πώς μποροῦσε νά τόν ἀναστήση. Τό θέαμα τοῦ θανάτου εἶχε παραλύσει τήν πίστη, ὄχι μόνο τῆς πραχτικῆς Μάρθας, ἀλλά καί τῆς πνευματικῆς Μαρίας, πού «ἐξελέξατο τήν ἀγαθήν μερίδα». Ὁ Χριστός δέν δάκρυσε γιά τό Λάζαρο—τὸ θάνατό του τόν εἶχεν ἀναγγείλη στούς μαθητές του, πολύ πρίν φτάσει μπροστά στόν τάφο τοῦ Λάζαρου—αλλα γιά τήν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νά σήκωση τ’ ἀβάσταχτο βάρος τῆς πνευματικῆς λευτεριᾶς.
Πλημμυρισμένος ἀπό τέτοια θλίψη φτάνει στό Ναό καί κεῖ ξεσπᾶ ἡ ὀργή του πάνω στούς κάπηλους πού εἶχαν μεταλλάξει τόν οἶκο τοῦ Θεοῦ σέ «σπήλαιο ληστῶν» τούς μαστιγώνει καί καθαρίζει τό Ναό ἀπ' τά μολυσματικά παράσιτα.
Β
Ἀπ' τή μέρα πού ἀκολουθᾶ τήν εἴσοδό του στήν Ἱερουσαλήμ, οἱ ἄρχοντες κι οἱ ἰσχυροί τοῦ καιροῦ τόν κεραυνώνουν μέ παραπειστικά ρωτήματα, μόνο καί μόνο, γιά νά βροῦν τή ζητούμενη ἐνοχή στίς ἀπαντήσεις του, ὥστε νά οἰκοδομήσουν τό σῶμα τοῦ ἐγκλήματος καί νά τόν θανατώσουν. Τά ρωτήματα πού τοῦ θέσανε διαδοχικά, εἶναι τ' ἀκόλουθα:
1ον) Μέ ποιό δικαίωμα κάνεις ὅσα κάνεις καί ποιός σούδωκε αὐτή τήν ἐξουσία;
2ον) Πρέπει νά πληρώνουμε τό φόρο στόν Καίσαρα ἤ ὄχι;
3ον) Ἄν ἑφτά ἀδέρφια παντρευτοῦν τήν ἴδια γυναίκα, ὁ καθένας μετά τό θάνατο τοῦ προηγούμενου, καί τέλος μετά τόν θάνατο καί τοῦ ἕβδομου ἄντρα, πεθάνη κι ἡ γυναίκα ἄτεκνη, τίνος ἀπ’ τούς ἑφτά θἄναι γυναίκα στή μέλλουσα ζωή;
4ον) Ποιά εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἐντολή τοῦ Θεοῦ;
Ὁ Ἰησοῦς γνώριζε καλά καί τούς ἰσχυρούς πού τόν ρωτοῦσαν καί τούς Σαδουκαίους καί τούς Φαρισαίους, κι ἔβλεπε πόσο ὅλ’ αὐτά ἐκφράζανε περισσότερο τό χάσμα πού χώριζε τόν ἄνθρωπο ἀπό τό Θεό, παρά μία κοινή συνωμοσία ἀνθρώπων ἐνάντια σ’ ἕναν ἄνθρωπο. Ὁ ἀνθρωπος—μάζα, μιλοῦσε πάλι θέλοντας νά χρησιμοποίηση γήινα κριτήρια, γιά νά μέτρηση καί νά καθορίση τά Οὐράνια. Ἄν εἶχαν λευτερωθῆ ἀπ’ τά πάθη τους, ἄν στή θέση τοῦ ἐπίγειου εὐδαιμονισμοῦ ἄφηναν νά βλάστηση ἡ ἀγάπη, ἄν λευτέρωναν τό πνεῦμα ἀπ’ τά βαρειά δεσμά τῆς ὕλης, δέν θά ρωτοῦσαν τόν Ἰησοῦ ἀπό ποιόν ἀντλεῖ τήν ἐξουσία του. Θά τό γνώριζαν καί θάχανε ζήσει τή μεγάλη καί συγκλονιστική ὥρα τοῦ θαυμασμοῦ. Μή θέλοντας ὅμως οἱ ἴδιοι νά δοῦν, εἶχαν καταντήσει ἀθεράπευτα τυφλοί. Ὁ ἀνθρωπος—μάζα δέν νοιάζεται γιά τήν ἀλήθεια. Μόνο τό λευτερωμένο πνεῦμα νοιάζεται γι’ αὐτήν, καί γι’ αὐτό στέκεται πάνω ἀπ' τή μάζα. Γι’ αὐτό τό λόγο ὁ Ἰησοῦς δέν ἀπαντᾶ στό πρῶτο ρώτημα, ἀλλά ὑπόσχεται v’ ἀπάντηση, ἄν πρῶτοι αὐτοί ποὺ τόν ρώτησαν ἀποκριθοῦν στό δικό του ρώτημα, ἄν τό βάφτισμα τοῦ Ἰωάννη γίνεται κατά θεία προσταγή, ἤ εἶναι ἀνθρώπινη ἐπινόηση; Κι οἱ ἀνθρωποι—μάζα ἀπαντοῦν πώς δέν γνωρίζουν, ἐπειδή, ἄν ὁμολογοῦσαν πώς εἶναι ἐκτέλεση θείας προσταγῆς, θάπρεπε ν’ ἀπολογηθοῦν γιά τήν ἀπιστία τους, κι ἄν λέγανε πώς εἶναι ἀνθρώπινη ἐπινόηση, κινδυνεύανε νά ἐρεθίσουν τά πλήθη, πού πιστεύανε πώς ὁ Ἰωάννης εἶναι προφήτης.
Τό δεύτερο ρώτημα εἶναι ὁ γνησιώτερος καρπός τῆς σύγχυσης τοῦ ὑλικοῦ καί πνευματικοῦ, τοῦ ἀνθρώπινου καί τοῦ θείου, τῆς ἐγκόσμιας σκοπιμότητας καί τῆς ἱερῆς μανίας, τῆς γήινης βασιλείας καί τῆς οὐράνιας. Ἡ σύγχυση τῆς ὀφειλῆς πρός τόν Καίσαρα κάθε ἐποχῆς καί τῆς ὀφειλῆς πρός τό Θεό, εἶναι τό σατανικώτερο ὅπλο, πού ἐπιτρέπει στόν ἄρχοντα τοῦ σκοταδιοῦ νά ταράζη ἀδιάκοπα τήν ἀδύνατη ἀνθρώπινη κοινότητα. Τό, κεῖνο πού ἀνήκει στόν Καίσαρα, δῶστε στόν Καίσαρα, καί κεῖνο πού ἀνήκει στό Θεό, δῶστε το στό Θεό, σημαίνει ξοφλῆστε τούς λογαριασμούς σας μέ τό ἐγκόσμιο στοιχεῖο καί καταπιαστῆτε μέ τή μεγάλη ὀφειλή πρός τόν πλάστη σας.
Ἡ ἴδια σύγχυση πεπερασμένου καί ἄπειρου, ἡ ἴδια μαζική προσήλωση στή γήϊνη νομοτέλεια φανερώνεται στό τρίτο ρώτημα. Οἱ Σαδουκαῖοι πού τό ὑποβάλανε δέν πιστεύανε στή μεταθάνατο ζωή. Ἦταν οἱ «προοδευτικοί» Ἑλληνίζοντες, καί τό ρώτημά τους ἦταν ἕνας καθαρός ἐμπαιγμός. Ὁ Χριστός ὅμως, παρά τό ἠλίθιο ρώτημα, δέν χάνει τήν εὐκαιρία ν’ ἀποδείξη πώς ἡ γήϊνη προβληματική δέν ὑπάρχει στή σφαίρα τῆς αἰωνιότητας, πώς ὅσοι περάσουνε τήν ἀθανασία δέν χρειάζουνται γάμους γιά νά διαιωνίσουνε τό εἶδος, ἀφοῦ τέτοιαν ἀνάγκη ἔχουν μονάχα οἱ θνητοί, ἀλλ' ὄχι οἱ ἀθάνατοι καί πώς ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ αὐτόματα φανερώνει τήν ἀλήθεια τῆς μέλλουσας ζωῆς, ἐπειδή ἀκριβῶς ὁ Θεός δέν μπορεῖ νἄναι Θεός νεκρῶν, ἀλλ’ ὁ Θεός τῶν αἰωνίως ζώντων.
Τό τέταρτο ρώτημα, μολονότι εἶναι κι αὐτό καρπός τοῦ ἴδιου δέντρου, δίνει τήν εὐκαιρία στόν Ἰησοῦ ν' ἀποκάλυψη τό θεμελιακό νόημα τοῦ Λόγου του καί τόν ἀκρογωνιαῖο λίθο τῆς Χριστιανικῆς Οἰκοδομῆς. Κι αὐτά συνοψίζουνται σέ δύο ἐντολές, πού ὁ ἴδιος χαραχτηρίζει ἰσότιμες: Ν’ ἀγαπήσης Κύριον τόν Θεόν σου μ' ὅλη σου τήν καρδιά, μ’ ὅλη σου τήν ψυχή, καί μ’ ὅλη σου τή διάνοια, καί ν’ ἀγαπήσης τόν πλησίον σου σάν τόν ἑαυτό σου.
Μόνο τό λεύτερο ἄτομο μπορεῖ νά προχώρηση σέ τέτοια ὁλοκληρωτική ἀγάπη. Τρίπτυχη εἶναι ἡ ἀγάπη αὐτή, γιατί τριαδική εἶν’ ἡ ἀλήθεια. Δέν περιορίζεται ὁ Θεϊκός ἐντολέας νά κερδίση τόν αἰσθηματικόν ἄνθρωπο, δέν φτάνει ἡ ἀγάπη τῆς καρδιᾶς, οὔτε ὁλοκληρώνεται ἡ προσφορά μέ τήν ἀγάπη τῆς ψυχῆς, ἀλλ’ εἶναι ἀναγκαία κι ἡ προσχώρηση τοῦ «λογικοῦ ὄντος» σ’ αὐτό τό κλίμα τῆς ἀγάπης, γιά νἄναι ἡ προσφορά ὁλοκληρωμένη καί νά γίνη δυνατή ἡ πιθανότητα τῆς οὐράνιας βασιλείας. Ἡ κλιμάκωση τῆς ἀγάπης, ὅπως γίνεται σ’ αὐτή τή θεμελιακή ἐντολή, φανερώνει τή βασική διαφορά πού ὑπάρχει ἀνάμεσα ἐγκόσμιας καί πνευματικῆς διαδικασίας. Στόν Σαίξπηρ, ὅταν ὁ Ἀμλέτος βλέπει τόν ἠθοποιό νά συγκινιέται καί νά κλαίη γιά τά παθήματα τῆς Ἑκάβης, λέει:
«Δέν εἶναι τερατῶδες αὐτός ὁ θεατρίνος, ἔτσι γιά ἕνα ψέμμα νά μπόρεση νά ὑποτάξη τήν ψυχή του στοῦ νοῦ τή σύλληψη, ὥστε τό πρόσωπό του νά χλωμιάζη, μέ δάκρυα στά μάτια». κ.λ.π.
Ξεκάθαρα ἡ γήϊνη δοκιμασία τῆς γνώσης κάνει τήν ἐκ διαμέτρου ἀντίστροφη πορεία ἀπό κείνην πού χρειάζεται γιά νά πλησίαση ὁ ἄνθρωπος τή γνώση πού ἀποκαλύπτει ὁ Ἐνσαρκωμένος Λόγος. Τή σχετική ἀλήθεια, τή μερική, τήν ἀλήθεια τοῦ κόσμου τῶν αἰστήσεων, τή συλλαβαίνει πρῶτα ὁ νοῦς, καί στή νοητική αὐτή σύλληψη ὑποτάσσεται ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξη τ’ ἀνθρώπου, ὥστε νά μπορῆ νά κάνη τό πρόσωπό του νά χλωμιάζη, νά γεμίζη δάκρυα τά μάτια του καί νά οἰκοδομᾶ ὅλη τήν ἐγκόσμια ψευταίσθηση, πού λέγεται πολιτισμός. Στήν ἀπόλυτη ἀλήθεια ἡ κλιμάκωση εἶναι διαφορετική. Ἀρχίζει ἀπ' τήν καρδιά, ἁπλώνεται στήν ψυχή, κι ὁλοκληρώνεται στή διάνοια. Μπροστά στή μεγάλη ἀποκάλυψη σταματοῦν πρῶτα οἱ χτύποι τῆς καρδιᾶς, ἔπειτα φουντώνει στήν ψυχή ὁ συγκλονιστικές κεῖνος θαυμασμός, πού ὁ Κλήμης τῆς Ἀλεξάντρειας λογαριάζει προθάλαμο τῆς πίστης, κι ἀκολουθᾶ ἡ νόηση, πού λογικοποιεῖ καί σταθεροποιεῖ, ὅσα δέχτηκαν οἱ μυστικοί δέχτες τῆς καρδιᾶς καί τῆς ψυχῆς. Ἡ προβληματική αὐτῆς τῆς ἀγάπης ὑπάρχει ἀκριβῶς σ' αὐτή τήν τριαδική κλιμάκωση, ὅπως ἡ προβληματική στή δεύτερη ἐντολή ὑπάρχει στόν ἑνικό ἀριθμό πού μεταχειρίζεται ὁ Χριστός γιά νά ὁρίση τόν «πλησίον» καί στίς λέξεις «ὡς ἑαυτόν».
Ὁ Ἰησοῦς δέν ὁρίζει ν' ἀγαπᾶ ὁ ἄνθρωπος τούς πλησίον του, ἀλλά τόν πλησίον του. Ἀπ’ τήν ἐντολή ἀποκλείουνται οἱ ἀφηρημένες κεῖνες γενικεύσεις, πού δέν ὁδηγοῦνε παρά στήν σύγχηση καί στήν ἁμαρτία. Δέν ὁρίζει νά ἀγαποῦμε τήν ἀνθρωπότητα, γιατί αὐτό δέν σημαίνει ἀπολύτως τίποτα. Οὔτε κι ἀπευθύνεται στούς ἀνθρώπους, ἀλλά στόν ἄνθρωπο, σάν ἄτομο λευτερωμένο, πού καλεῖται ν’ ἀγαπήση τό διπλανό του, ὅποιος κι ἄν εἶναι αὐτός ὁ διπλανός. Καί συνεχίζοντας μέ τήν ἴδια σαφήνεια τήν ἐντολή, δέν ὁρίζει στόν ἄνθρωπο ν’ ἀγαπᾶ μονάχα, ἀλλά τοῦ καθορίζει καί πῶς ν’ ἀγαπᾶ. Σάν τόν ἑαυτό του. Ἀλλά τό πρόβλημα στό σημεῖο τοῦτο εἶναι ἐξαιρετικά πολύπλοκο. Γιατί πῶς ἀγαπᾶ ὁ ἄνθρωπος τόν ἑαυτό του; Νά ἡ μεγάλη καί ἡ τραγική ἀπορία. Ὑπάρχουν δύο ἑαυτοί μας, ὁ ἐσωτερικός κι ὁ ἐξωτερικός. Πολύ συχνά ὁ ἐξωτερικός ἔχει τόση κυριαρχική ἐπιβολή, ὥστε ὁ ἐσωτερικός σχεδόν ἐξαφανίζεται. Τό πρόβλημα ἔτσι τῆς ἀγάπης τοῦ πλησίον συνοψίζεται πάλι στήν ἀποκάθαρση τοῦ ἀνθρώπου, στήν λύτρωσή του ἀπ’ τά δεσμά τῶν παθῶν, στό πρόβλημα τοῦ λευτερωμένου ἀτόμου, πού μόνο στά σπλάχνα του μπορεῖ νά ριζώση ἡ πίστη καί ν’ ἀνθίση τό πλατύφυλλο δέντρο τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον. Μ’ ἄλλα λόγια, ἄν δέν ὕπαρξη «κεκαθαρμένος» ἑαυτός, θέμα ἀγάπης πρός τόν πλησίον δέν ὑπάρχει. Γι’ αὐτό σοφώτατα ἡ πρώτη ἐντολή ὁρίζει ν’ ἀγαπήσης Κύριον τόν Θεόν σου μ’ ὅλη σου τήν καρδιά, μ' ὅλη σου τήν ψυχή καί μ’ ὅλη σου τή διάνοια, γιατί ὁ ἄνθρωπος πού δέν κατάφερε, μέ τέτοιον ἀπόλυτο τρόπο, ν' ἀγαπήση τόν Πλάστη του, εἶν’ ἀδύνατο ν’ ἀνακάλυψη τόν ἐσωτερικό ἑαυτό του, νά τόν ἀγαπήση καί νά τόν ὑψώση ὥστε ν’ ἀγαπήση καί τόν πλησίον του, εἴτε δίκαιος εἶναι, εἴτε ἁμαρτωλός, εἴτε ἄντρας εἶναι, εἴτε γυναίκα, εἴτε Ἰουδαῖος εἶναι, εἴτε Ἕλληνας, εἴτε δοῦλος εἶναι, εἴτε λεύτερος.
Δύσκολος ὁ δρόμος καί στενή ἡ πύλη. Ἀλλά πῶς νά γίνη διαφορετικά, ἀφοῦ εἶν’ ὁ μόνος κι ὁ ἀποκλειστικός δρόμος ποὺ ὁδηγᾶ πρός τή λύτρωση;
Ἡ λυτρωτική προσφορά τοῦ Ναζωραίου δέν ἀπευθύνεται σέ ὁλότητες, ἀλλά στόν ἀπομαζοποιημένον ἄνθρωπο. Ἡ ὁδός πού χαράζει, εἶναι δρόμος ἀτομικῆς σωτηρίας κι ὅταν ὁ Ἐνσαρκωμένος Λόγος ἀπευθύνεται στά πλήθη, ἤ στά Ἔθνη, δέν ἀπευθύνεται στήν ὁμαδική τους ὑπόσταση, ἀλλά στά ἄτομα πού τ’ ἀπαρτίζουνε καί καλεῖ τό καθένα ξεχωριστά, σάν μονάδα— προσωπικότητα, ν' ἀνοίξη τήν καρδιά, τήν ψυχή καί τό πνεῦμα στήν ἀλήθεια πού ἀποκαλύφτηκε.
Γ
Ἡ Εὐαγγελική διαλεχτική-ἀνατρέπει ὅλα τά δεδομένα τῆς ἀνθρώπινης ἐμπειρίας καί τήν καθιερωμένη ἱστορική ἱεράρχηση. Ὅταν οἱ μαθητές φιλονικούσανε γιά τό ποιός θἄναι ὁ πρῶτος μεταξύ τους, ὁ Ἰησοῦς τούς εἶπε πώς πρῶτος θάναι κεῖνος πού θά μπόρεση νά φερθῆ σάν ἔσχατος καί νά ὑπηρετῆ σάν νἄταν ὁ νεώτερος. Δηλαδή πρῶτος θάναι ὁ ταπεινές κι ὁ ἔσχατος, ἐνῶ στά πλαίσια τῆς ἱστορίας, πρῶτος εἶναι κεῖνος πού ξέρει καί μπορεῖ νά ἐκμεταλλεύεται τήν ὑλική δύναμη καί νά χορταίνη μέ κολακεῖες.
Γι’ αὐτό ὅταν θέλη νά φάη μαζί τους, στέλνει τόν Πέτρο καί τόν Ἰωάννη νά ἑτοιμάσουν τό Πασχαλινό δεῖπνο καί τούς ὁρίζει νά πορευτοῦν στήν πόλη ὅπου θά συναντήσουν ἕναν ὑπηρέτη πού θά κρατᾶ ὑδρία μέ νερό. Αὐτόν θ’ ἀκολουθήσουν κι αὐτός θά τούς ὁδηγήση στό σπίτι τοῦ κυρίου του, πού θά τούς δώση καί τήν κατάλληλη αἴθουσα κι ὅλα τά χρειαζούμενα. Ἕναν ταπεινό δοῦλο τούς στέλνει ν’ ἀκολουθήσουν καί δέν τούς στέλνει ἀπ’ εὐθείας στόν κάτοχο τοῦ σπιτιοῦ. Δέν εἶναι κι ἐδῶ τυχαία αὐτή ἡ διαδικασία, ἀλλ’ ἀπόλυτα ἐναρμονισμένη μέ τή βασική Εὐαγγελική ἀρχή τῆς ταπεινοφροσύνης. Τό ζητούμενο δέν βρίσκεται παρά ἄν ἀκολουθήσουμε τόν ταπεινό δοῦλο, πού σηκώνει στούς ὤμους του τήν ὑδρία μέ τό καθαρτήριο νερό, κι ὄχι τόν κύριο τοῦ δούλου, κι ὅταν ἀκόμα εἶναι πρόθυμος κι ἕτοιμος νά μᾶς δεχτῆ.
Ἴσως σκεφτῆ ὁ ἱστορικός πώς τρία χρόνια μαθητεία, θἄπρεπε νάχη βάλει τουλάχιστο τούς δώδεκα μαθητές, στό δρόμο τῆς πνευματικῆς ὡρίμανσης ! Ἦταν οἱ προνομιοῦχοι πού ὁ Χριστός διάλεξε καί τράβηξε ἀπό τό ἄμορφο καί ἀσυναίστητο πλῆθος. Εἶχαν ζήσει μαζί Του, εἶχαν ἀκούσει, ὅσο κανένας ἄλλος, τό λόγο Του, εἶχαν δεῖ ὅλα τά θαύματά Του. Κι ὅμως. Μέσα σ’ αὐτούς τούς δώδεκα, διατηροῦσαν τή θέση τους κι ἡ δειλία κι ὁ εὐδαιμονισμές κι ὁ θυμός κι ἡ φιλαρχία καί τό φοβερώτερο ἀπ’ ὅλα ἡ προδοσία. Ἄν ἡ εἰκόνα τῆς μάζας, πού ἄφηνε κραυγές ἐνθουσιασμοῦ καί φώναζε «Ὡσαννά», ὅταν πραγματοποίησε τήν τελευταία Του εἴσοδο στήν Ἱερουσαλήμ, κι ἔστρωνε τούς δρόμους, πού πέρασε, μέ τά ροῦχα της, ἀνεμίζοντας βάγια, ἀποτελοῦσε ἕνα τεκμήριο τῆς σύγκρουσης τῆς Ἱστορίας πρός τήν Ὑπεριστορία, ἡ εἰκόνα τῆς μικρῆς κοινότητας τῶν μαθητῶν του, ἀποτελοῦσε μία δραματική ἀκόμα φάση αὐτῆς τῆς σύγκρουσης.
Οἱ δώδεκα, πού θά κατηχοῦσαν ὅλα τά ἔθνη, ἔπρεπε νά καταλάβουν, πώς οἱ δρόμοι πού ὁδηγᾶνε στήν ἀπόλυτη ἀλήθεια, δέν ἔχουν καμμιά συγγένεια μέ τούς δρόμους πού εἶχε χαράξει γιά τόν ἴδιο σκοπό ἡ ἐγκόσμια σοφία. Δέν τούς κάλουσε ν’ ἀντιγράψουν τή μεθοδολογία τῶν Ἑλλήνων Φιλοσόφων, νά ἱδρύσουν νέα Ἀκαδημία ἤ νέα Στοά, νά συμπληρώσουνε τήν Ἀθήνα ἤ τήν Ἀλεξάντρεια, ἀλλά νά τίς ἀνατρέψουνε καί νά παραμερίσουνε τή φιλοσοφία, γιά ν’ ἀποκαταστήσουνε τήν ἀλήθεια ποῦχε σπαρῆ στή γῆ τοῦ Ἰσραήλ, ἀπό τούς Πατριάρχες, τούς Κριτές, τούς μεγάλους Βασιλιάδες, καί τούς Προφῆτες, γιά νά βρῆ τήν ἔκφρασή της στόν Ἐνσαρκωμένο Λόγο. Ἡ φιλοσοφία μέ τά χείλη τοῦ Σωκράτη διακήρυξε πώς «ἕν οἶδα, ὅτι οὐδέν οἶδα». Κι ὁ Ἰησοῦς κήρυξε μέ παρρησία ὀλότελ’ ἄγνωστη στή φιλοσοφία, «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή», καί τό «ὁ Οὐρανός καί ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δέ λόγοι μου οὐ μή παρέλθωσιν». Ἡ ὁδός ἀκριβῶς πού χάραζε, τούς ἔβγαζε ἀπό magna ignorantia τῆς φιλοσοφίας καί, τό σπουδαιότερο, παρουσιαζόταν ριζικά διαφορετική ἀπ’ τή φιλοσοφία» Δέν προβαδίζει πιά «τοῦ νοῦ ἡ σύλληψη», τοῦ Ἀμλέτου, ἀλλά τό σταμάτημα τῶν χτύπων τῆς καρδίας, μπροστά στήν ἐκτυφλωτική ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας. Ἡ ὁλοκληρωτική ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τοῦ πλησίον, πού κήρυξε, εἶναι τοπίο ὅπου μονάχα ἕνας δρόμος ὁδηγᾶ. Ὁ δρόμος τοῦ Πάθους.
Κεῖνος πού δέν εἶν’ ἕτοιμος νά ταπεινωθῆ, δέν μπορεῖς ν’ ἀγαπήση. Κεῖνος πού δέν ἀντέχει στόν περίγελο τοῦ κόσμου, δέν μπορεῖ ν’ ἀγαπήση. Κεῖνος πού τρέμει γιά τό σαρκίο του δέν μπορεῖ ν’ ἀγαπήση. Κεῖνος πού πουλᾶ ὅλα γιά νά μή χάση ἕνα μαλακό κρεββάτι, ἕνα ζεστό σπίτι, ἤ ἕνα καλό φαγητό, δέν μπορεῖ ν’ ἀγαπήση. Κεῖνος πού θέλει νἄναι πρῶτος καί πουλᾶ τά πρωτοτόκια γι’ αὐτό τό πινάκιο φακῆς, δέν μπορεῖ ν’ ἀγαπήση. Κεῖνος πού ἀποζητᾶ τόν κόλακα ἔπαινο τοῦ κόσμου, δέν μπορεῖ ν’ ἀγαπήση. Κεῖνος πού δέν καταφέρνει νά ξεριζώση ἀπό μέσα του τή Λερναία Ὕδρα τοῦ ἐγωϊσμοῦ καί τῆς περηφάνειας, δέν μπορεῖ ν’ ἀγαπήση. Κι ὅποιος δέν μπορεῖ ν’ ἀγαπήση δέν μπορεῖ νά γνωρίση, γιατί μονάχα ὅποιος ἀγαπᾶ γνωρίζει, καί μονάχα αὐτός μπορεῖ νά πέραση μέσα στόν κύκλο τῆς ὑπερλογικῆς γνώσης, δηλαδή τῆς ἀλήθειας. Οἱ ἄλλοι δρόμοι, εἴτε φιλοσοφία λέγουνται, εἴτε ποίηση, εἴτε τέχνη, εἴτε ἐπιστήμη, μονάχα ὡς τήν ὑποψία τῆς γνώσης μποροῦν νά φτάσουν, ἀλλ’ ὄχι στή γνώση καί τήν ἀλήθεια.
Ὁ ἄνθρωπος ὅμως πού μπορεῖ ν’ ἀγαπήση, εἶναι κεῖνος πού μπορεῖ νά σηκώση στούς ὤμους του τὸ βάρος τοῦ Πάθους.
Στήν ἀρχαία φιλοσοφία οἱ ἥρωες δέν μποροῦν νά σηκώσουν τό βάρος τοῦ πάθους. Τό προσπερνοῦν, τό παρακάμπτουν καί τό πράμμα διαφέρει. Ἡ εἰκόνα τοῦ Πάθους εἶναι ὁλότελα σβυσμένη ἀπ’ τό θάνατο τοῦ Σωκράτη. Προχωρεῖ πρός τό θάνατο μέ ἀποκρουστική ἀδιαφορία, κι ὁλόκληρη ἡ φιλοσοφική καί ζωϊκή ἐμπειρία του κατάφεραν νά τόν ὁδηγήσουν στήν ἀπάθεια. Στήν ἀρχαία τραγωδία ὑπάρχει ἕνα πλῆθος πού παθητικά ὑποφέρει κι ἕνας ἄλλος κόσμος, ἰδανικός, πού τά πιό ψηλά του αἰστήματα εἶναι νοθεμμένα ἀπ' τόν πόθο τοῦ ἀνθρώπινου μεγαλείου, ὅπως μετροῦν αὐτό τό μεγαλεῖο τά μέτρα τοῦ περήφανου ἀνθρώπου.
Θρύψαλα λευτεριᾶς ὑπάρχουν στόν ἀρχαῖο κόσμο, κι ὄχι ἡ λευτεριά ποὔναι γέννημα ἀπόλυτης «κι-ὁλοκληρωμένης ἀγάπης. Στόν Χριστιανικὸ κόσμο δέν ὑπάρχουν οἱ διαχωρισμοί πού ὑπάρχουν στόν ἑλληνικό κόσμο. Γιατί γιά τόν ἄνθρωπο πού ἀγαπᾶ δέν ὑπάρχουν ἄνθρωποι ἀνώτεροι κι ἄνθρωποι κατώτεροι, ἄνθρωποι λεύτεροι κι ἄνθρωποι δοῦλοι, ἀλλά πλάσματα τοῦ Θεοῦ, πού ἔχουν τά ἴδια χρέη πρός τόν Πλάστη τους καί τήν ἴδια νόμιμη μοίρα στήν ἀγάπη του, στή συγνώμη καί τό ἔλεός του.
Ὁ Ἀριστοτέλης τόσο ἦταν σίγουρος γιά τή φυσική ἀναγκαιότητα τῆς δουλείας, ὥστε δικαιολογώντας τή διατήρησή της ἔγραφε πώς: «Εἰ αἱ κερκίδες ἐκέρκιζον οὐδέν ἄν ἔδει. Οὔτε τοῖς ἀρχιτέκτοσιν ὑπηρετῶν οὔτε τοῖς δεσπόταις δούλων».
Ἐπειδή ὅμως οἱ μηχανές εἶν’ ἀδύνατο νά κινηθοῦν μόνες τους, ἔβγαζε τό συμπέρασμα πώς ὁ θεσμός τῆς δουλείας εἶναι νόμος φυσικός κι ἀκατάλυτος. Ποῦ ὠδήγησε ἡ ἀρχαία φιλοσοφία καί τέχνη τό ξέρουμε ὅλοι. Γιατί δέν εἶναι ἄγνωστα τά αἴτια πού ὠδήγησαν τήν Ἀθηναϊκή δημοκρατία στήν κατάρρευση. Οὔτε χρειαζόταν ἡ δραματική φυγή τοῦ Εὐριπίδη κι οἱ «Βάκχες» του, γιά νά μᾶς τό φανερώσουν. Κι ἡ φιλανθρωπία ἀκόμα ἄν κι ὀργανωμένη, δέν ἦταν καρπός ἀγάπης, ἀλλά κοινωνική δικαιοσύνη στήν ὑπηρεσία τῆς πολιτικῆς σκοπιμότητας. Ὑπῆρχε μέριμνα γιά τά ὀρφανά καί τίς χῆρες τῶν πολέμων, προσπάθειες γιά τήν ἀσφάλεια τῶν γηρατιῶν ἀλλά ὅλα αὐτά ἦταν πολιτική δημαγωγία. Μᾶς τό φανερώνει ὁ ἴδιος ὁ Σοφοκλῆς στόν «Οἰδίποδα ἐπί Κολωνῷ», ὅταν αὐτή ἡ Ἀθήνα, ἡ φημισμένη γιά τή φιλοξενία της καί τό φιλάνθρωπο τῶν πολιτῶν της, ἀρνιέται ἄσυλο στόν συντριμμένον Οἰδίποδα. Ψεύτικη τή φήμη της διακηρύσσει ὁ Οἰδίποδας, ὅπως ψεύτικη εἶναι κάθε φιλάνθρωπη ἐκδήλωση, πού δέν εἶναι καρπός τῆς ἀγάπης, σ’ ὅποιον τόπο καί σ’ ὅποιαν ἐποχή κι ἄν φανερώνεται.
Τό Ἑλληνικό μεγαλεῖο καί τό Χριστιανικό, δέν εἶναι μονάχα δύο κόσμοι διαφορετικοί, ἀλλά κι ἀντίθετοι. Τό ἀρχαῖο τραγικό κλίμα εἶναι ἕνας κλειστός χῶρος, πού δέν ἔχει διέξοδο, γιατί στό ἀρχαῖο τραγικό δίλημμα δέν ὑπάρχει λύση. Ἡ λύση τῶν ἀπό μηχανῆς θεῶν στό θέατρο τοῦ Εὐριπίδη δέν ὀφείλεται σέ τεχνική ἀπορία τοῦ ποιητῆ, ἀλλά σέ ἀδυναμία νά ὁδηγήση τόν ἥρωά του στήν ποθητή ἐσωτερική λύτρωση. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή, στόν ἀρχαῖο κόσμο ὑπάρχει τραγωδία καί στόν Χριστιανικόν ὑπάρχει πάθος, πού δέν εἶναι διόλου τό ἴδιο πράμμα. Τό ἀρχαῖο τραγικό κλίμα εἶναι τόπος χωρίς διέξοδο, καί τό Χριστιανικό πάθος εἶναι πένθιμη ὁδοιπορία πρός τό φῶς. Τό πρῶτο εἶναι πόνος θανάτου καί τό δεύτερο πόνος τοκετοῦ, πού ὁδηγᾶ πρός τήν ἀλήθεια καί τή ζωή. Ὁ Χριστιανισμός ἀπ’ τήν ἄποψη αὐτή, ὄχι μονάχα δέν εἶναι τραγικός, ἀλλ' εἶν’ ἀπόλυτα ἀντιτραγικός.
Ἄν ὁ Χριστός ἦταν τραγικός ἥρωας, κατά τήν ἑλληνικήν ἀντίληψη, θἄχε κιόλας ταφῆ κάτω ἀπ' τίς ἀδυναμίες καί τήν ἄρνηση τῶν μαθητῶν του. Ἀλλά μονάχα πάσχει. Γνωρίζει πώς κάτω ἀπ’ τή λάσπη τῶν ἀδυναμιῶν κρύβουνται θησαυροί, πού θά φανερωθοῦν σ' ὅλη τήν κατοπινή σταδιοδρομία τους καί στόν μαρτυρικό τους θάνατο. Ξέρει πώς στό πάθος ὡριμάζει πνευματικά ὁ ἄνθρωπος καί νοιώθει πώς στό πάθος αὐτό εἶναι ὁλότελα μόνος. Ὄχι μονάχα δέν βλέπει γύρω του κανέναν καρπό τῆς διδαχῆς Του, ἀλλά κι αὐτούς τούς δώδεκα νά βρίσκουνται πνευματικά τόσο μακρυά του, σάν νά τούς χωρίζει ἄβυσσος.
Αὐτή ἡ μόνωση, μετά τόση ἄσκηση, τόσο πλούσιο κήρυγμα καί τόσα θαύματα, ἔκανε τό πάθος Του ἀληθινά ἀβάσταχτο.
Δ
Ποιό εἶναι ὅμως τό περιεχόμενο αὐτοῦ τοῦ πάθους, ποὺ ὠνομάσαμε μόνωση στήν περίπτωση τοῦ Ἰησοῦ; Ἡ ἀσυνεννοησία. Ἀλλά σέ τί ἀκριβῶς δέν μπόρεσε νά συνεννοηθῆ ὁ Χριστός μέ τούς μαθητές του; Στό ἕνα καί βασικό: Πώς ἡ βασιλεία Του δέν ἦταν τοῦ κόσμου τούτου. Τή λέξη «βασιλεία» καί «δόξα» τίς ἐξήγησαν πάντα μέ κριτήρια ὁλότελα γήϊνα, μέχρις ὅτου μετά τήν Ἀνάστασή Του, μέ τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, λευτερώθηκαν ἀπ’ τά γήϊνα κριτήρια. Αὐτή ἦταν ἡ βασική ἀφορμή, πού δέν τούς ἄφησε νά νοιώσουν τό σωστό νόημα τῶν θαυμάτων του. Κι οἱ ὄχλοι κι οἱ μαθητές, ὡς ἕνα βαθμό πιστέψανε πώς ὁ Κύριος, πού γιάτρεψε τυφλούς καί παραλυτικούς καί δαιμονισμένους, ὁ γυιός τοῦ Θεοῦ, πού κατάφερε νά χόρταση χιλιάδες ἀνθρώπους μέ πέντε ἄρτους καί ν’ ἀνασταίνη νεκρούς, θά ἐξαφάνιζε τούς ἐχθρούς του μ’ ἕνα ἁπλό κίνημα τοῦ χεριοῦ Του καί δέν θ’ ἄφηνε τήν ἐγκόσμια ἁμαρτία νά ξευτελίση, νά ταπείνωση, νά βασανίση, καί νά θανάτωση τόν Γιό τοῦ Ἀνθρώπου. Περίμεναν μία τελική νίκη κατά τῶν ἐχθρῶν Του, μία νίκη πού νά ξεπεράση τίς νίκες τοῦ Σολομώντα, τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, τοῦ Μεγαλέξαντρου καί τοῦ Καίασαρα. Μία νίκη, πού νά θαμπώση τά μάτια τῶν ἀνθρώπων, κι ἕναν θρίαμβο, πού νά ξεπερνᾶ τούς μεγαλύτερους τῶν Καισάρων. Δέν τούς περνοῦσε κἄν ἡ ὑποψία, παρ’ ὅλα ὅσα εἶχαν δεῖ κι εἶχαν ἀκούσει πώς σ' ἄλλο δρόμο ὁδηγούσανε κι ὁ λόγος Του καί τά θαύματά Του. Καί, τό σπουδαιότερο, δέν εἶχαν καταλάβει τήν παρουσία τοῦ διαβόλου σέ τέτοιου εἴδους κριτήρια. Βλέπανε τό θαῦμα σάν δικαιολογία τῆς πίστης, σάν τό κίνητρο πού ὁδηγᾶ στήν πίστη, καί ὄχι σάν τόν καρπό στό πλατύφυλλο δέντρο τῆς πίστης! Δέν εἶναι ὑπερβολή ἄν δῆ κανείς ὁλότελα δαιμονιακή αὐτή τήν ἑρμηνεία τοῦ θαύματος. Μήπως ὁ σατανᾶς δέν εἶχ' ἐπιχειρήση νά καθιέρωση αὐτήν τήν ἑρμηνεία ὅταν, μετά τήν ἄσκηση τοῦ Χριστοῦ στήν ἔρημο, τρεῖς φορές ἔθεσε μπροστά του τόν ἀμείλιχτο πειρασμό; Καί δέν ἦταν πιά, οἱ πειρασμοί αὐτοί, πειρασμοί πού ἀφοροῦσαν τή σάρκα, ἀλλά πειρασμοί πού χτυποῦσαν ὁλόϊσια τό πνεῦμα. Καθαρά ὁ ἑωσφόρος ἀμφισβητεῖ τή θεϊκή του φύση λέγοντάς του νά μετάλλαξη τίς πέτρες σέ ἄρτους τήν ὥρα πού πεινᾶ κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀποκρίνεται μέ μίαν ἀπόκριση πού ξεπερνᾶ τό θαῦμα πού ζητοῦσε τό πνεῦμα τοῦ κάκου. «Οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ' ἐπί παντί ρήματι Θεοῦ».
Ὁ σατανᾶς ὅμως δέν ἀποκαρδιώνεται, ἀλλ’ ἐπιμένει.
Τόν ἀνεβάζει στό βουνό καί κεῖ καλεῖ τήν ἀνθρώπινη φύση Του νά νικήση τή θεϊκή. Καλεῖ τή σάρκα νά νικήση τό πνεῦμα, χαρίζοντάς της ὅλα τά βασίλεια τοῦ κόσμου κι ὅλα τά γήϊνα ἀγαθά. Τό πνεῦμα ὅμως μένει ἀδάμαστο κι ἀδούλωτο σέ τέτοιο θαυμαστό βαθμό, ὥστε ἀπ' αὐτό τό καταπληχτικό θαῦμα τῆς πνευματικῆς λευτεριᾶς ἐπηρεασμένος ὁ Παῦλος νά διακήρυξη στήν πρός Γαλάτες ἐπιστολή του πώς «ὁ σπείρων εἰς τήν σάρκα ἑαυτοῦ ἐκ τῆς σαρκός θερίσει φθοράν, ὁ δέ σπείρων εἰς τό πνεῦμα ἐκ τοῦ πνεύματος θερίσει ζωήν αἰώνιον ».
Ὁ σατανᾶς ὅμως ἐπίμονα προβάλλει καί τόν τρίτο πειρασμό. Ὁδηγᾶ τόν Ἰησοῦ στό ἀέτωμα τοῦ Ναοῦ καί τόν καλεῖ, ἄν εἶναι ἀληθινές γυιός τοῦ Θεοῦ, νά πέση ἀπό κεῖ γιά νά τρέξουν οἱ ἄγγελοι τοῦ πατέρα Του νά τόν σώσουν, ὥστε νά μήν χτυπήση οὔτε τό πόδι του. «Οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τόν Θεόν σου», στάθηκε ἡ ἀποστομωτική ἀπόκριση τοῦ Ἰησοῦ, πού ἡ ἐγκόσμια σοφία δέν μπόρεσε νά συλλάβη τό βαθύ της νόημα. Ἀναρωτήθηκαν ὅλοι γιατί δέν προχώρησε σ’ αὐτό τό θαῦμα, πού θά φανέρωνε σ’ ὅλη της τήν παντοδυναμία τή θεϊκή του φύση καί θ’ ἀποστόμωνε κάθε ἀμφιβολία. Αὐτό τό ρώτημα εἶναι τό μεγαλύτερο ἔρεισμα τῆς ἀντιχριστιανικῆς φιλοσοφίας καί κρύβεται πίσω ἀπό κάθε ἀντιχριστιανική κριτική. Τά ἐγκόσμια κριτήρια συμφωνοῦν πώς ὁ Χριστός ἔπρεπε νά δεχτῆ τήν πρόκληση καί νά σταθῆ καταφατικός κι ἀποφασιστικά ἀποκαλυπτικός. Ἔπρεπε νά μετάλλαξη τίς πέτρες σέ ἄρτους, ἔπρεπε νά πέση ἀπ’ τό ἀέτωμα τοῦ Ναοῦ χωρίς νά πάθη τίποτα, γιά νά σκορπιστῆ κάθε ἀμφιβολία καί νά διαλυθῆ τό πυκνό νέφος τῆς ἀπιστίας. Ἡ διαλεκτική αὐτή, πού εὐσταθεῖ μπροστά στά κριτήρια τοῦ λογικοῦ, σωριάζεται σάν χάρτινος πύργος μπροστά στή χριστιανική νόηση τῆς ζωῆς.
Γιά νά κατανοηθῆ αὐτή ἡ νόηση ἄς παραδεχτοῦμε, ἔστω κι ὑποθετικά, πώς ὁ Ἰησοῦς δεχόταν τήν πρόκληση κι ἔπεφτε ἀπ' τό ἀέτωμα τοῦ Ναοῦ κι ἄς ὑποθέσουμε πώς ὁ οὐράνιος πατέρας Τοῦ ἔστελνε τούς ἀγγέλους Του νά Τόν κρατήσουν, ὥστε νά μήν πάθη οὔτε τό μικρό δάχτυλο τοῦ ποδιοῦ Του κι’ ἄς ἐξετάσουμε ποιά θἄταν ἡ λογική συνέπεια τέτοιου θαύματος. Μία καί μόνη. Ὁ φόβος! Ὁ πανικός θἄταν ἀπό κείνη τή στιγμή ὁ ἠθικός κανόνας τῆς ζωῆς, κι οἱ ἄνθρωποι τρέμοντα σαρκία μπροστά στόν Θεό, πού εἶχαν τόσο ἀσύστολα προκαλέσει. Ὁ τρόμος λοιπόν θἄταν ἡ συνέπεια τέτοιου θαύματος, κι ἡ μεταβολή τῶν ἀνθρώπων σέ δούλους τῆς βίας. Θέμα λευτεριᾶς δέν μποροῦσε πιά νά ὑπάρξη, οὔτε καί θέμα ἀγάπης. Καί ρωτῶ τόν ἁπλοϊκό ἤ σκεπτόμενο, ἄν θά μποροῦσε νά ζήση κάτω ἀπό τήν ἴδια στέγη μ' ἕναν ἄλλον ἄνθρωπο, πού ἔχει τή μαγική δύναμη νά τοῦ ἐπιβάλλεται μέ τή βία τῆς μαγείας κι ὄχι μέ τήν δύναμη τῆς ἀγάπης καί τῆς λευτεριᾶς. Εἶμαι σίγουρος πώς τέτοια ζωή θά τή λογαρίαζε περισσότερο θάνατο παρά ζωή. Γιατί ὁ ἄνθρωπος πού θά γνωρίση τέτοια ἐμπειρία, πού θ' ἀντικρύση τόν ὁριστικό θάνατο τῆς προσωπικότητας παύει πιά νά ζῆ κι ἀναδεύει σ' ἕνα σκοτεινό τάφο. Τό θαῦμα ὡς μέσο βίαιου πειθαναγκασμοῦ καί καταναγκαστικῆς μετατροπῆς τοῦ ἁμαρτωλοῦ σέ ἐνάρετο, εἶναι ὁ ἀντίποδας τοῦ Χριστιανικοῦ πνεύματος. Δέν μποροῦσε λοιπόν ὁ Ἰησοῦς νά δεχτῆ πρόκληση πού θά εἶχε ὡς συνέπεια τή δουλεία καί τό μίσος, πού τήν συνακολουθεῖ. Εἶναι ὁλοφάνερο πώς ἕνα τέτοιο θαῦμα θἄταν ἀρκετό γιά νά καταρρεύση ἡ ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ θείου πρός τόν ἄνθρωπο καί νά θρυμματιστῆ τό δῶρο πού ἔστελνε ὁ Πλάστης πρός τό πλάσμα, μέσω τοῦ ἐνανθρωπισμένου Λόγου, ἡ Ἐλευθερία. Ὁ Χριστός ἦρθε λυτρωτής καί τά θαύματα πού ἔκανε δέν ἦταν ἐγκόσμια διανοητικά ἐπιχειρήματα γιά νά τρομοκρατήσουν τούς ἄπιστους, ἀλλά δῶρα πού στεφανώσανε τούς πιστούς. Ἄν ὁ Ἰησοῦς δεχόταν τή σατανική πρόκληση δέ θά θεμελίωνε Ἐκκλησία λεύτερων πνευματικά ἀνθρώπων, ἀλλά στρατόπεδο συγκέντρωσης δούλων. Στήν πρώτη ριζώνει τό δέντρο τῆς ἀγάπης, πού καρπός του εἶναι ἡ ἐλευθερία καί δεύτερο ριζώνει τό δέντρο τοῦ τρόμου, πού καρπός τοῦ εἶναι τό μίσος.
Στό σημεῖο αὐτό προβάλλει ἕνα ρώτημα, πού δέν ἀναφέρεται πιά στή Χριστολογία, ἀλλά στήν δαιμονολογία. Δέν γνώριζεν ὁ σατανᾶς τήν ἀήττητη θεϊκή φύση τοῦ Χριστοῦ; Κι ἄν τήν γνώριζε, γιατί ματαιοπονοῦσε, περιμένοντας νά πέση ἀπό τό ἀέτωμα τοῦ Ναοῦ; Καί δῶ εἶναι τό παράδοξο.
Καί τό πρῶτο γνώριζε καί τό δεύτερο περίμενε. Τό γιατί δέν εἶναι καί τόσο ἄγνωστο. Ἡ σατανική ὀντολογία, ἔχει κι αὐτή τό μυστικό της δράμα. Γνωρίζει τήν ὕπαρξη τοῦ Θείου καί τήν αἰώνια κι ἀκατάλυτη δύναμή του, ἀλλά δέν γνωρίζει τό περιεχόμενο τοῦ Θείου. Ὁ σατανᾶς γνωρίζει, τήν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά εἶν’ ὁλότελα ἀνίκανος νά συλλάβη τούς ἀπέραντους ὠκεανούς τῆς ἀγάπης Του. Ἄν εἶχε συλλάβει τό περιεχόμενο τῆς θείας ὀντότητας δέν θἄχε ξεπέσει. Τό δράμα του μοιάζει μέ τό δράμα τῶν ἀνθρώπων πού ζοῦν κατά σάρκα. Ἀπό τά δικά του κρίνει τ’ ἀλλότρια. Τό φαινόμενο αὐτό μᾶς τό προσφέρει καθημερινά ἡ ζωή. Οἱ ἄνθρωποι, πού εἶναι δουλωμένοι στό χρῆμα, πιστεύουνε πώς μ’ αὐτό μποροῦν ν' ἀγοράσουν τά πάντα. Ἀπ’ τά ὑλικά ἀγαθά, ὡς τίς συνειδήσεις τῶν ἀνθρώπων. Τό δράμα τους ὅμως εἶναι πώς κάποια μέρα φεύγουν ἀπ’ τόν κόσμο, χωρίς νάχουν καταλάβει πώς μ’ ὅλους τους θησαυρούς τους δέν ἀγοράσανε τίποτα, ἀφοῦ δέν καταφέρανε νά κερδίσουνε τήν ἀγάπη ἔστω καί μίας ψυχῆς.
Ἔτσι κι ὁ σατανᾶς. Ἀγνοώντας ὁλότελα τό μαγευτικό τοπίο τῆς ἀγάπης, πιστεύει, πώς κάθε φύση εἶναι καταδικασμένη, ἀπό τήν ἴδια της τή σάρκα νά ὑποκύψη στούς πειρασμούς του. Ὁ Γκαῖτε εἶδε ὁλοκάθαρα τό Μεφιστοφελικό αὐτό δράμα. Τή μοίρα τοῦ Ἑωσφόρου νά γίνεται, μ’ ὅλους τους πειρασμούς κι ἄθελά του, ὄργανο τῆς θείας οἰκονομίας.
«Κομμάτι εἶμαι αὐτῆς τῆς δύναμης
Ποὺ θέλοντας νά πράττη τό κακό
ὑπηρετεῖ αἰώνια τό καλό».
Τό «ἀνάγκη γάρ ἐλθεῖν τό σκάνδαλον», εἶναι ἡ ἀναγνώριση τῆς σατανικῆς ἀναγκαιότητας, μέσα τήν οἰκονομία τοῦ κόσμου, χωρίς ἡ ἀναγκαιότητα αὐτή νἄναι συντριπτική γιά τή Θεία οἰκονομία.
Αὐτή τή βασική οὐσία τῆς διδασκαλίας του καί τῶν θαυμάτων του εἶχαν παρανοήσει ὅλοι κι αὐτό στάθηκε τό πνευματικό μαρτύριο τοῦ Ἰησοῦ, κατά πολύ μεγαλύτερο ἀπ' τό σωματικό. Τό μέγα πάθος. Αὐτό τό ἴδιο κριτήριο πνευματικῆς λευτεριᾶς, ὑπάρχει σ’ ὅλη του τή στάση ἀντίκρυ στούς μαθητές του. Τρία χρόνια τοὺς δίδαξε, τρία χρόνια πρόσφερε τή ζωή του φωτεινό παράδειγμα, τόσα θαύματα ἔκανε κι ὅμως τίποτα δέν ἔπραξε καί δέν εἶπε, πού νά φανερώνει διάθεση νά ἐκβιάση τήν πνευματική τους ὡρίμνση. Ὅσο κι ἄν αὐτός ἔπασχε, ἔπρεπε νά ὁλοκληρωθῆ τό θέλημα τοῦ Πατέρα πού τόν εἶχε στείλει. Ἔπρεπε νά ταπεινωθῆ αὐτός, ὁ ἀναμάρτητος, νά σταυρωθῆ σάν κακοῦργος, ν’ ἀτιμαστῆ, νά ταφῆ καί ν’ ἀναστηθῆ, γιά νά καταλάβουνε οἱ μαθητές τή σημασία ὅλων αὐτῶν, πού εἶδαν κι ἄκουσαν. Ἔπρεπε νά προσευχηθῆ γι' αὐτούς περισσότερο, νά μεσολάβηση γιά νά πετύχη κείνη τή χάρη, πού χωρίς αὐτήν δέν θά μποροῦσαν νά ὑψωθοῦν στίς ἀπροσπέλαστες σφαῖρες τῆς πνευματικῆς λευτεριᾶς, ὥστε οἱ δειλοί τῶν ὡρῶν τῆς δίκης τοῦ Ἰησοῦ, οἱ φυγάδες, αὐτοί πού τόν ἀρνήθηκαν ἀπό φόβο, νά νικήσουν ὅλους τους πειρασμούς τοῦ νοῦ καί τῆς σάρκας κι ὑμνολογώντας τον νά μαρτυρήσουνε γιά τή δόξα του.
Ε
Ὅσα εἶπε κι ἐπραξεν ὁ Χριστός ἀπό τή μέρα πού μπῆκε στήν Ἱερουσαλήμ, ὡς τήν ὥρα πού πιάστηκε, εἶναι καταπληχτικά καί βαθύτατα. Οἱ μαθητές του ἦταν ἀδύνατο νά σηκώσουν τό βάρος πού ἔκλειναν οἱ τελευταῖες του ὑποθῆκες. Ἀδιάκοπα ἀποροῦν μέ τούς λόγους του καί τόν ἀναγκάζουνε νά τούς κατηγορήση πώς δέν τόν καταλαβαίνουν. Ἡ νοοτροπία τους δέν βρίσκεται ἀκόμα πολύ μακρυά ἀπ’ τή νοοτροπία τοῦ πλήθους, πού εἶχε πιστέψει στό Χριστό. Ὅπως αὐτό, ἔτσι καί κεῖνοι δέν μποροῦσαν νά πιστέψουνε πώς οἱ ἰσχυροί τοῦ Ἰσραήλ μποροῦν νά θανατώσουν τόν ἀναμενόμενο Μεσσία. Κι ὅμως ὁ Χριστός, πραγματιστικώτερος ἀπ' ὅλον τόν ἐπιστημονισμό τῶν αἰώνων, τούς ἔχει κιόλας διδάξει, πώς ἄν ὁ σπόρος πού πέση στή γῆ δέν θαφτῆ καί δέν πεθάνη, θ’ ἀπομείνη μία ἔρημη καί ξεκομμένη μονάδα. Ἄν ὅμως θαφτῆ καί πεθάνη, τότε μονάχα θά φέρη τόν πλούσιο καρπό. Αὐτό τό νόμο, αὐτή τή διαδικασία τοῦ Πάθους εἶναι ὑποχρεωμένος ν’ ἀκολουθήση ὁ θεῖος φορέας τῆς ἀλήθειας. Ἐδῶ δέν πρόκειται γιά φιλοσοφικά συστήματα, θεωρίες κι ἰδέες. Αὐτά ἦταν ἡ σπορά τῆς Ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, πού ἀναζητοῦσε τήν ἀλήθεια, ἀλλά δέν ἦταν ἡ ἀλήθεια. Δέν μιλεῖ ποτέ μέ τόν ἀφηρημένο τρόπο τῶν φιλοσόφων, ἀλλά μέ τόν συγκεκριμένο τῆς ζωῆς. Δέν λέει ν’ ἀγαπήσουμε τήν ἀνθρωπότητα ἀλλά τόν πλησίον μας. Δέν μᾶς καλεῖ νά γίνουμε κοινωνοί στήν ἀφηρημένη ἰδέα τῆς ἐλεημοσύνης, ἀλλά νά δώσουμε σ’ αὐτόν τόν ἴδιο ψωμί ὅταν πεινᾶ, νερό ὅταν διψᾶ, ροῦχα ὅταν εἶναι γυμνός. Στήν ἐχτέλεση τοῦ χριστιανικοῦ χρέους δίνει ἕναν τόνο ἄμεσης σχέσης κι ἐπαφῆς μέ τόν ἴδιον. Κι ὅ,τι δίνουμε στόν πλησίον, σ' αὐτόν τό δίνουμε καί ὅ,τι δέν δίνουμε, ἀπ’ αὐτόν τό στεροῦμε. Τήν Πλατωνική ἰδέα ἀντικαθιστᾶ ἀπόλυτα, ὄχι ἄλλη ἰδέα, ἀλλά ὁ ἐνσαρκωμένος Λόγος. Γίνεται ὁ ἴδιος προσωπικά, κανόνας ζωῆς, γίνεται κι ἡ ὁδός κι ἡ ζωή κι ἡ ἀλήθεια «εἰ ἐγνώκειτε μέ καί τόν πατέρα μου ἐγνώκειτε ἄν». Καί πιό κάτω ἐπιπλήττοντας τό Φίλιππο γιά τήν ἀδυναμία του νά καταλάβη, τοῦ λέει: «Ὁ ἑωρακὼς ἐμέ ἑώρακε τόν πατέρα».
Ἕνα ἄλλο σημαντικό γεγονός φανερώνεται στίς τελευταῖες συγκεντρώσεις τοῦ Χριστοῦ μέ τούς μαθητές του κι αὐτό σημειώνεται μετά τήν ἀποχώρηση τοῦ Ἰούδα ἀπό τό μυστικό δεῖπνο. Τούς ἀποκαλεῖ γιά πρώτη φορά Φίλους. Ἡ περικοπή εἶναι καταπληχτική:
«Οὐκέτι ὑμᾶς λέγω δούλους, ὅτι ὁ δοῦλος οὐκ οἶδε τί ποιεῖ αὐτοῦ ὁ κύριος• ὑμᾶς δέ εἴρηκα φίλους, ὅτι πάντα ἅ ἤκουσα παρά τοῦ πατρός μου ἐγνώρισα ὑμῖν».
Δέν ἔχει γιά τόν Χριστό σημασία ὅτι δέν εἶχαν ἀκόμη τή χάρη νά καταλάβουν. Ὅταν θά κατανοοῦσαν, δηλαδή μετά τό θάνατο καί τήν Ἀνάστασή του, ἡ σπορά αὐτή θά φούντωνε σέ καταπληχτική βλάστηση.
Τό πνεῦμα τῆς ἀπιστίας πού ζητοῦσε τό θαῦμα ὡς ὄργανο πειθαναγκασμοῦ καί τρομοκρατίας, τό ἴδιο ἀπορεῖ πάλι γιά τήν ἀργή νόηση τῶν μαθητῶν. Κι ἀναρωτιέται γιατί τόσα γεγονότα, ἀφοῦ αὐτοί ἦταν οἱ διαλεγμένοι τοῦ Ἰησοῦ καί μποροῦσε τό πνεῦμα νά ἐπιφοιτήση συντομώτερα. Ἦταν ἀληθινά οἱ διαλεγμένοι, ὅπως διαλεχτός ἦταν κι ὁ Ἰούδας καί διαλεχτός ἦταν κι ὁ λαός τοῦ Ἰσραήλ. Κι ὅμως πρίν ἀπ’ τήν Καινή Διαθήκη ὑπάρχει ἡ Παληά καί τά ἐκτρωτικά μέσα τῆς ἐγκόσμιας ἐπινοητικότητας εἴν’ ἄγνωστα στή θεία οἰκονομία. Ὑπάρχει μία θαυμαστή περικοπὴ τοῦ Χρυσοστόμου πού ξηγᾶ τήν ἀνάγκη νά προϋπάρξη ὁ παληός νόμος πρίν ἀπ’ τό νέον.
«Εἰ δέ τίς τοῦ παλαιοῦ νόμου κατηγορεῖ, σφόδρα μοι δοκεῖ ἄπειρος σοφίας πρεπούσης νομοθέτην εἶναι καί καιρῶν δύναμιν ἀγνοεῖν καί συγκαταβάσεως κέρδος. Ἄν γάρ ἐννοήσης τίνες ἦσαν οἱ ταῦτα ἀκούοντες καί πῶς διακείμενοι καί πότε τήν νομοθεσίαν ἐδέξαντο ταύτην, σφόδρα ἀποδέξη τοῦ νομοθέτου τήν σοφίαν καί ὄψει ὅτι εἷς καί ὁ αὐτός ὁ ἐκεῖνα καί αὐτά νομοθετήσας ἐστι. Εἰ δέ παρά τήν ἀρχήν τά ὑψηλά καί ὑπέρογκα εἰσήγαγε παραγγέλματα, οὔτ' ἄν ταῦτ' ἐδέξαντο, οὔτ’ ἐκεῖνα. Νῦν δέ ἐν καιρῶ τῷ προσήκοντι ἑκατέρα διαθεῖς τήν οἰκουμένην δι' ἀμφοτέρων καί κατώρθωσεν ἅπασαν».
Γνωρίζει ὅτι ἡ ὡρίμανση πρέπει νἄρθη ὄχι γιά νά καταπλήξη τήν ἀπιστία, ἀλλά γιά v’ ἀποδώση ὁ σπόρος πού σπάρθηκε καρπούς στόν ἀγρό τοῦ Κυρίου καί νά ὁλοκληρωθῆ τό θέλημα τοῦ πέμψαντος ΙΙατρός.
Ὁ νέος κανόνας ζωῆς, σ’ ἀντίθεση μέ τόν ἑλληνικό, εἶναι Λόγος ἐνανθρωπισμένος, εἶναι ὁ κανόνας πού κάνει τόν Παῦλο νά γράψη πρός τούς Γαλάτες! «Χριστῷ συνεσταύρομαι ζῶ δ' οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δέ ἐν ἐμοί Χριστός, ὁ δέ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καί παραδόντος ἑαυτόν ὑπέρ ἐμοῦ». Αὐτή εἶναι ἡ νέα σχέση πού καθιερώνεται μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου, σχέση ριζικά διαφορετική ἀπό κείνη πού προϋπῆρχε. Ἡ ὑποθήκη ὅμως, πού ξεπερνᾶ τά πλαίσια τοῦ γνωστοῦ ἀνθρώπινου τοπίου, εἶναι κεῖνο, πού τίς τελευταῖες αὐτές μέρες τῆς γήινης ζωῆς του, προσφέρει ὡς τήν ἀνώτατη ἔκφραση τῆς ἀγάπης. Τήν ταπείνωση. Ἀλλά τί εἶναι ἡ ταπείνωση; Εἶναι πάθος. Νά σταθῆ ὁ ἄνθρωπος μέ ταπεινοφροσύνη μπροστά στόν πνευματικά ἀνώτερό του, ἤ στόν ὑλικά δυνατώτερο, δέν εἶναι ταπείνωση. Εἶναι σωφροσύνη. Ταπείνωση εἶναι νά πλύνη τά πόδια τῶν ἀνθρώπων, πού ὄχι μονάχα ἦταν κατώτεροί του, ἀλλά οὔτε κἄν τόν καταλάβαιναν. Κατάπληκτοι μένουνε οἱ ἴδιοι οἱ μαθητές μπροστά στήν ὑπέρτατη αὐτή ἔκφραση τῆς ἀγάπης, πού μονάχα ὁ Θεός μποροῦσε νά συλλάβη καί νά πραγματοποιήση. Ὡς τή στιγμή τοῦ νιπτήρα, ἡ ἀγάπη δέν εἶχε βρῆ ἀκόμα τήν πνευματική της ἔκφραση. Ἀπό κείνη ὅμως τή στιγμή, μέ τό δρόμο τῆς ταπείνωσης φωτίζεται ἀπό οὐράνιο μυστηριακό φῶς, ἄγνωστο στήν ἱστορία τοῦ κόσμου. Ἕνα χάσμα ὡστόσο χωρίζει τό Δάσκαλο ἀπ’ τούς μαθητές, πού μόνο ὁ Σταυρός θά γεφύρωση. Τά κριτήρια τοῦ κόσμου. Οἱ νόμοι τῆς ἱστορίας κυριαρχοῦνε ἀσυναίσθητα καί κυβερνοῦνε ἀκόμη κι αὐτή τή μικρή καί διαλεγμένη κοινότητα. Ἡ ἰδέα ἑνός Μεσσία, πού θανατώνεται ἀπό ταπεινούς ἐχθρούς, εἶναι σχῆμα γι’ αὐτούς ἀπαράδεχτο. Στά βάθη τῆς ψυχῆς τους περιμένουν νά συμβῆ κάτι τό ἀπροσδιόριστο. Τό δράμα τους ἦταν ὅτι ἄν οἱ ἐπιδιώξεις τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἐγκόσμιες θά εἶχαν φανερώσει πολύ νωρίτερα τ’ ἀποθέματα τοῦ φυσικοῦ τους θάρρους. Ἀλλά ἡ γενναιότητα πού τούς ζητοῦσε ἦταν κατά πρῶτο λόγο γενναιότητα πνευματική. Ὁ Πέτρος εἶχε πρόχειρο τό μαχαίρι γιά νά κόψη τ’ αὐτί τοῦ ἐχθρικοῦ δούλου, τή στιγμή πού πιάνουν τόν Χριστό, ἀλλά δέν εἶχε τό πνευματικό μαχαίρι πού χρειαζόταν γιά ν’ ἀνοίξη πόλεμο μέ τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του, ποῦνε κι ὁ δυσκολώτερος πόλεμος. Τό πνευματικό του μαχαίρι εἶχε στομώσει τήν ὥρα τῆς ἀγωνίας τοῦ Χριστοῦ κι ὅταν ὁ ἱδρώς του ἔσταζε «ὡσεί θρόμβοι αἵματος, καταβαίνοντες ἐπί τήν γῆν» αὐτός κοιμόταν, ἐνῶ τόν εἶχε παρακαλέσει ν’ ἀγρυπνᾶ καί τρεῖς φορές ἀρνιόταν τό Χριστό γιά νά μήν κακοπάθη σωματικά.
Αὐτή τήν πνευματική γενναιότητα, πού ἀτσαλώνει πρῶτα τήν ψυχή κι ὕστερα τό σῶμα, τήν ἀγνοοῦσαν ἀκόμη καί δέν τή γνώρισαν παρά ὅταν εἶχε ὁλοκληρωθῆ τό θέλημα τοῦ Πατρός. Δέν ἦταν διόλου δύσκολο στόν Ἰησοῦ νά ξεσηκώση τίς μάζες σ' ἐπανάσταση, νά στρέψη τούς Φαρισαίους νά χτυπήσουν τούς Σαδουκαίους, ν’ ἀγωνιστῆ μέ τά μέσα πού ἔχουν καθιερώσει οἱ ἄνθρωποι γιά νά ἐπιβάλουν ἰδέες ἤ πολιτικά καί κοινωνικά καθεστῶτα. Ὁ Χριστός ὅμως δέν ἦρθε νά ἐπιβάλη τήν ἀλήθεια, ἀλλά νά τήν ἀποκαλύψη καί νά τήν κηρύξη. Νά φανέρωση μιὰ γιά πάντα πώς ὁ Ἐνανθρωπισμένος Λόγος εἶναι ἡ ὁδός καί ἡ ζωή καί ἡ ἀλήθεια καί πώς χωρίς τό πάθος καί τή σταύρωση, ὁ σπόρος δέν ἀποδίνει καρπό. Γι’ αὐτό ὀνομάζει τό σταυρό δόξα καί βλέπει στέφανο στό μαρτύριο.
Τίποτα ἀπ' τά λόγια του καί τά ἔργα του δέν ἔχει τόν ἐλαχιστώτερο σπόρο τῆς βίας. Ἡ ἱστορία τοῦ κόσμου, πού δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ ἱστορία τῆς βίας, εἶναι ὁλότελα ξένη πρός τό δικό Του αἴτημα. Αὐτό εἶναι κεῖνο πού σκαντάλισε τόν Ἰούδα, πού ἦταν φυλακισμένος στά πλαίσια τῆς ἱστορίας, ἐνῶ ὁ Χριστός εἶχεν ἔρθη γιά νά λυτρώση τόν ἄνθρωπο ἀπ' τά δεσμά τῆς ἱστορίας καί στή θέση τῆς ἱστορίας τοῦ ἐπαναστατημένου ἀνθρώπου, ν’ ἀποκαταστήση τήν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου πού ξανάφτιαξε τό δεσμό μέ τόν πλάστη του.
ΣΤ
Τό πρόβλημα Ἰούδας ἔχει ἀπασχολήσει καί τούς θεολόγους καί τούς φιλόσοφους καί τούς ἱστορικούς καί τούς ποιητές. Νομίζω πώς δέν ὑπάρχει ἀπομονωμένο πρόβλημα Ἰούδα καί πώς ἡ ἀνασύνθεση τῆς μορφῆς του ἀπό ἀμφίβολα ἱστορικά κριτήρια, συσκοτίζει τό θέμα ἀντί νά τό ξεκαθαρίση. Τό ἴδιο μπορεῖ νά πῆ κανείς καί γιά κείνους πού θέλουν νά ἡρωοποιήσουνε τόν Ἰούδα, μέ τόν ἰσχυρισμό πώς ἦταν ἀπαραίτητος στό θεῖο δράμα καί στήν οἰκονομία του καί κατά συνέπεια ἀνεύθυνος.
Δέν εἶναι λιγώτερο αὐθαίρετες οἱ θεωρίες γιά τόν τάχα ὑπερπατριωτισμό τοῦ Ἰούδα κι ἡ προσπάθεια νά δικαιολογηθῆ ἡ προδοσία μέ τήν ἐκδοχή ὅτι ὁ Ἰούδας πίστεψε πώς ὁ Ἰησοῦς θἄταν ὁ ἐλευθερωτής τοῦ σκλαβωμένου Ἰσραήλ κι ὅταν τόν εἶδε νά διστάζη σ' αὐτό τό δρόμο, τόν πρόδωσε γιά νά λυγίση τούς δισταγμούς του.
Οὔτε ἀπαραίτητος ἤτανε στό θεῖο δράμα καί τήν οἰκονομία του, ἀφοῦ ὁ Χριστός εἶχε ἀρκετούς ἐχθρούς γιά νά τόν δείξουνε στή φρουρά καί νά τόν παραδώσουνε. Οὔτ’ ὁ Ἰησοῦς ζοῦσε στήν παρανομία ἀφοῦ κήρυττε μέσα στίς συναγωγές καί μπῆκε τόσο πανηγυρικά στά Ἱεροσόλυμα, ὥστε ν' ἀποτελῆ κατόρθωμα ἀστυνομικό ἡ ἀνακάλυψή του. Οὔτε ἰδεολογικά ἦταν τά κίνητρα τοῦ Ἰούδα, οὔτε ἦταν μοιραῖο πρόσωπο προκαθωρισμένο ἀπό τήν Πρόνοια, γιά τήν οἰκονομία τοῦ πάθους, οὔτε ἦταν τόσο φιλάργυρος, ὥστε νά γίνη προδότης, οὔτε τόσο ἠλίθιος, ὥστε νά μή καταλάβη τρία ὁλόκληρα χρόνια, πώς ἄν αὐτός ἐνδιαφερόταν γιά τήν λύτρωση τοῦ Ἰσραήλ, ὁ Χριστός ἔπασχε γιά λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου, πού σημαίνει ὅλου του κόσμου. Ἀλλά τό πιό σημαντικό ἀπ’ ὅλα αὐτά εἶναι ὅτι ὁ Ἰούδας γνώριζε πώς ὁ Χριστός δέν μποροῦσε νά παρασυρθῆ ἀπό κανέναν ἐκβιασμό καί ν’ ἀλλάξη, ἔστω καί στό ἐλάχιστο, τή γραμμή του. Αὐτό τό τελευταῖο, τό γνώριζεν ὁ Ἰούδας περισσότερο ἀπ’ τό νόημα τῶν λόγων καί τῶν ἔργων τοῦ δάσκαλου, ἀπ' τά θαύματα καί τίς προφητεῖες του, πού δέν κατόρθωσε ποτέ νά συλλάβη τό νόημά τους, ὅπως δέν εἶχαν κατορθώσει κι οἱ ἄλλοι μαθητές. Εἶχε συλλάβει μέ τό κοινό ἀνθρώπινο αἰσθητήριο, τή συντριπτική ἀνωτερότητα καί τό δυσβάσταχτο μεγαλεῖο του Δάσκαλου. Στή μικρή κοινότητα ἦρθε κι αὐτός, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι. Ἦρθε μ’ ὅλα του τά ἐλαττώματα καί τίς ἀδυναμίες, ἀλλά μ’ ἀγαθή διάθεση. Ἡ διαφορά του μέ τούς ἄλλους μαθητές, δέν ἦταν, πώς αὐτός ἦταν γραμματισμένος κι ἐκεῖνοι ἀγράμματοι, οὔτε πώς αὐτός εἶχε ἐλαττώματα καί κεῖνοι δέν εἶχαν, ἀλλά κάπου ἄλλου. Διαφέρανε στήν ἀνθρωπιά. Μπορεῖ νἄταν εὐέξαπτος καί βίαιος ὁ Πέτρος, πάνω ὅμως ἀπ’ ὅλα αὐτά ἦταν μεγαλόκαρδος κι ἄδολος. Ὁ Ἰωάννης μπορεῖ νάχε φανατικές ἀδιαλλαξίες, ἀλλ’ ἦταν ἡ ἐνσάρκωση τῆς ἀφοσίωσης καί τῆς θυσίας. Κι ὁ Θωμᾶς παρ’ ὅλη τήν παθολογική δυσπιστία του, ἦταν ἡ εὐθύτητα ἐνσαρκωμένη. Μπορεῖ νἄταν χωράφια μέ τριβόλους κι ἀγκάθια, στό βάθος τούς ὅμως κρύβανε ἀγαθή γῆ, πρόσφορη νά καρπίση πλούσια, μετά τό βοτάνισμα.
Ἀντίκρυ σ' αὐτούς ὁ Ἰούδας ἦταν ἄνθρωπος μικρός καί ψυχή στενή κι ἄγονη. Στά σπλάχνα τῶν ἄλλων μποροῦσε νά ριζώση ἡ ἀγάπη, ἐνῶ στά δικά του δέν μποροῦσε. Τόν Ἰησοῦ δέν τόν καταλάβαιναν οἱ ἄλλοι μαθητές, ὅπως δέν τόν καταλάβαινε κι ὁ Ἰούδας. Οἱ ἄλλοι ὅμως τόν ἀγαποῦσαν, ἐνῶ ὁ Ἰούδας δέν μποροῦσε νά τόν ἀγαπήση. Τό δράμα τοῦ Ἰούδα στάθηκε ἡ ἀδυναμία του ν’ ἀγαπήση. Εἶν' εὔκολο νά καταλάβη καθένας, ποῦ μπορεῖ νά φτάση ἕνας ἄνθρωπος, πού δέν ἀγαπᾶ τό δάσκαλό του, πού δέν τόν καταλαβαίνει καί παρά ταῦτα νοιώθει συντριπτικό τό μεγαλεῖο του. Στό μίσος πού καρπός του εἶναι τό ἔγκλημα κι ἄνθος του ἡ προδοσία. Τρία χρόνια ἔζησε τό μαρτύριο τοῦ μικροῦ ἀνθρώπου, πού ἀνάγκασε τόν ἑαυτό του νά ζῆ κοντά σ' ἕναν τιτάνα, κι ὑποχρέωσε τό φθόνο νά συζῆ μέ τήν ἁγιότητα καί τήν πονηρή συνείδηση, νά μοιράζεται τό χρόνο καί τό ψωμί μέ τήν ἁγνότητα. Ὅλα τ’ ἄλλα, ὅσα κι ἄν πέρασαν ἀπό τό μυαλό του, εἶναι δευτερογενεῖς καταστάσεις. Καί τό δράμα γίνεται ἀκόμη πιό φοβερό, ὅταν ἀναλογιστοῦμε πώς ὁ Ἰησοῦς ἀγαποῦσε τόν Ἰούδα, ὅσο ἀγαποῦσε καί τούς ἄλλους μαθητές του. Γιατί δέν ὑπάρχει τυραννικώτερο μαρτύριο γιά τόν ἄνθρωπο πού δέν ἀγαπᾶ, νά δέχεται τήν ἀγάπη τοῦ προσώπου πού μισεῖ. Πρίν ἀπ' τήν προδοσία, ἕνας λόγος τοῦ Ἰούδα, στό σπίτι τοῦ Λάζαρου, ἐνισχύει ἀπόλυτα τήν ἑρμηνεία αὐτή τοῦ Ἰούδα. Ὅταν ἡ ἀδερφή τοῦ Λάζαρου, ἡ Μαρία, γονατίζη κι ἀλείφη τά πόδια τοῦ Χριστοῦ μέ μύρο, ὁ μόνος πού ἀποδοκιμάζει αὐτήν τήν ἐκδήλωση ἱερῆς λατρείας, εἶν’ ὁ Ἰούδας. Ἄν πουλούσανε αὐτό τό μύρο, λέει, θά μαζεύανε τρακόσα δηνάρια, πού θά μποροῦσαν νά μοιράσουν στούς φτωχούς. Δέν νομίζω πώς ἡ κατηγορία τοῦ αὐστηροῦ Ἰωάννη, πώς αὐτό τό ζήτησε ὁ Ἰούδας γιά νά κλέψη τά τρακόσα δηνάρια ἐνδιαφέρει τούτη τή στιγμή. Νομίζω πώς περισσότερο ἀπ’ τή φιλαργυρία, τόν Ἰούδα τόν ἔσπρωξε σ’ αὐτή τήν παρατήρηση ὁ φαρμακερός του πόθος νά μειώση τόν Ἰησοῦ, νά τόν παραστήση σ' ἀντίφαση μέ τή διδαχή τῆς ἁπλότητας, νά τόν κατεβάση στό ἐπίπεδό του ναρκισσευάμενου ματαιόδοξου, νά χαμηλώση αὐτό τό πνευματικό καί ἠθικό μεγαλεῖο, πού τοῦ εἶχε γίνει ἐφιάλτης. Ἡ ἀποστομωτική ἀπάντηση πού τούδωκεν ἡ καλωσύνη τοῦ Χριστοῦ, χειροτερεύει τήν κατάσταση, γιατί συσσωρεύει βαθύτερα τό μίσος, πού διοχετεύεται πιά πρός τό δρόμο τῆς προδοσίας.
Ἡ ἔλλειψη ἀγάπης δέν ἐπιτρέπει στόν Ἰούδα νά ξεπεράση τ' ἀνθρώπινα κριτήρια. Δέν βλέπει στό Χριστό παρά μία μεγαλειώδη ἀνθρώπινη φύση, πού δέν μποροῦσε νά ξεφύγη τό νόμο τῆς φθορᾶς. Τό ρυθμό αὐτοῦ του νόμου θέλει νά ἐπιταχύνη μέ τήν προδοσία, γράφοντας μία σελίδα ἱστορίας.
Ἀλλά γιατί πῆγε κοντά στό Χριστό, ἀφοῦ δέν ἀγαποῦσε καί γιατί δέν ἔφυγε νωρίτερα, χωρίς νά προδώση; Τήν ἀπάντηση δέν χρειάζεται νά μᾶς τήν δώση, οὔτ’ ἡ φιλοσοφία, οὔτ' ἡ ποίηση. Μᾶς τήν δίνει καθημερινά ἡ ζωή. Κι ἀκόμα πιό πραγματικόν μᾶς ξαναζωντανεύει τόν Ἰούδα, ὁ ἴδιος ὁ ἐαυτός μας. Μήπως ἀπ’ ἀγάπη ζυγώνει ὁ καθένας μας τήν θρησκεία, τήν ἐπιστήμη, τήν τέχνη, ἤ τήν διακυβέρνηση τοῦ λαοῦ; Μήπως ἡ ἀγάπη εἶναι τό θεμέλιο τῶν θεσμῶν μας; Καί μήπως ἡ προδοσία δέν ἔχει γίνει κανόνας τῆς πολιτικῆς, τῆς κοινωνικῆς καί τῆς πνευματικῆς ἀκόμη ζωῆς; Γιατί ἀποροῦμε μέ τίς ἐσωτερικές ἀντιφάσεις τοῦ Ἰούδα καί τίς βρίσκουμε ἀσυνήθιστες καί τερατώδεις καί δέν παραξενευόμαστε διόλου, οὔτε βρίσκουμε τερατώδεις τίς δικές μας ἀντινομίες; Ἐμεῖς δέν εἴμαστε κεῖνοι πού ἕξη μέρες κουρελιάζουμε τό νόμο καί τήν ἕβδομη, τήν Κυριακή, τόν προσκυνοῦμε; Ἐμεῖς δέν ἔχουμε διακηρύξει, πὼς δέν χρειάζεται νἄναι κανείς πιστός γιά νἄναι θεολόγος; Δέν εἴμαστε ἀκόμα ἐμεῖς κεῖνοι πού ἔχουμε ὑποβιβάσει τή μελέτη τῆς Θείας Διαθήκης σέ παιχνίδι μίας λαίμαργης καί περίεργης διάνοιας; Ἤ μήπως ξεχνᾶμε πὼς παίζουμε τήν κωμωδία τῶν αὐστηρῶν συζύγων, ἐνῶ στήν πραγματικότητα εἴμαστε ἡ ἐνσάρκωση τῆς μοιχείας; Οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι, ποὺ παρασταίνουνε τό πρωί τούς Ἡρακλεῖς τῆς ἠθικῆς, δέν εἶναι οἱ κυνικώτεροι πορνοβοσκοί; Καί στούς ἴδιους ἀνθρώπους δέν συναντᾶμε ταυτόχρονα, τόν πατριώτη καί τόν κάπηλο, τόν κήρυκα τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ καί τόν ματαιόδοξο εὐδαιμονιστή καί τόν διανοούμενο, ποὺ δέν ἔχει οὔτε τήν πιό παραμικρή δυνατότητα νά σκεφτῆ; Μέ τοῦ νοῦ τή σύλληψη, ὅπως λέει κι ὁ Ἄμλετ, πλησίασε ὁ Ἰούδας τό Χριστό κι ὁ ἁμαρτωλός του νοῦς τόν κράτησε κοντά του κι ὁ ἴδιος νοῦς τόν ἔσπρωξε στήν προδοσία. Ἔτσι ὁ Ἰούδας γίνεται ὁ φυσικός πρόγονος τοῦ ἐπαναστατημένου διανοούμενου ὅλων τῶν καιρῶν κι ὅλου τοῦ κόσμου. Γίνεται τό σύμβολο ὅλων κείνων πού σπρώχνουν τό νοῦ νά προβαδίση κι ἀφίνουν ἄτονη καί βραδυποροῦσα τήν καρδιά. Θάνατος τῆς ἀγάπης, πού σημαίνει θάνατος τοῦ ἀνθρώπου, αὐτή εἶναι στήν οὐσία της ἡ πραγματικότητα τοῦ Ἰούδα. Εἶναι ἡ αἰώνια νύχτα. Ἐνῶ στόν τάφο τοῦ Χριστοῦ, ἀναστηνόταν τό αἰώνιο ἀνέσπερο φῶς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου