Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής Θεολογίας ΑΠΘ
Η 7μελής Επιτροπή, που όρισε η Υπουργός, αποφάσισε, με τη μέθοδο του ράβε – ξήλωνε, να κάνει ανούσιες διορθώσεις στα ήδη ακυρωμένα από το ΣτΕ πολυθρησκειακά Προγράμματα, διατηρώντας όμως σε ισχύ τις δομές, τις βάσεις, τον πυρήνα και τους στόχους τους.
Όμως, ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός τονίζει ότι «κανείς δεν ράβει, πάνω σ’ ένα παλαιό ένδυμα, ένα κομμάτι από καινούργιο ύφασμα. Αν, όμως, το ράψει, τότε το καινούργιο μπάλωμα μαζεύει και κάνει το σχίσιμο του παλαιού πολύ μεγαλύτερο» (Μάρκ. 2, 21).
Το ΣτΕ ακύρωσε καθ’ ολοκληρίαν και όχι μερικώς τα πολυθρησκειακά Προγράμματα, ως αντισυνταγματικά και ακατάλληλα για παιδιά.
Η κ. Κεραμέως είχε ζητήσει από την Επιτροπή να διατυπώσει «την πλήρη συμμόρφωση των Προγραμμάτων Σπουδών του Μαθήματος των Θρησκευτικών με τις αποφάσεις του ΣτΕ».
Σύμφωνα με όσα αναφέρει στην Εισήγησή της, η ορισθείσα Επιτροπή, πραγματοποίησε μια βιαστική βελτίωση – διόρθωση και είναι σαφές ότι δεν έλαβε υπόψη τα πλείστα των ουσιαστικών σημείων και στοιχείων που έχει επισημάνει το ΣτΕ και που πρέπει, απαραιτήτως, να περιέχουν τα Ορθόδοξα Προγράμματα για να είναι ορθόδοξα.
Η Επιτροπή θεράπευσε την πολυθρησκειακή μορφή των Προγραμμάτων, αλλά άφησε αθεράπευτες τις άλλες, επίσης πολύ επικίνδυνες πτυχές τους.
Η πιο διαστρεβλωτική και μεθοδευμένη αλλοίωση των αποφάσεων του ΣτΕ γίνεται με τη διατήρηση του γνωσιολογικού χαρακτήρα του μαθήματος, που θέλει τον μαθητή να μαθαίνει γνώσεις για την Εκκλησία, αλλά από έξω και από μακριά, με τη μορφή της ξενάγησης, της πληροφόρησης και με εγκεφαλική επεξεργασία, θεωρώντας και χαρακτηρίζοντας οποιαδήποτε προσέγγιση του μαθητή προς την Εκκλησία του, ως εκκλησιαστική κατήχηση.
Έτσι, διαχωρίζεται η Εκκλησιαστική Κατήχηση (διδασκαλία) από τη διδασκαλία των Θρησκευτικών στο σχολείο και παραγνωρίζεται, εσκεμμένα, το γεγονός ότι η χριστιανική διδασκαλία της Εκκλησίας και της οικογένειας, πρέπει, υποχρεωτικά, να συνεχίζεται σταδιακά και στο σχολείο και ότι εάν αποκόπτεται αυτή η συνέχεια, της θρησκευτικής αναπτύξεως του παιδιού, από την πνευματική του μητέρα, την Εκκλησία, θεωρείται αντισυνταγματική ενέργεια.
Τη διδασκαλία της Εκκλησίας, όμως, τα μαθαίνει κανείς, όχι μόνον διανοητικά, με το μυαλό και τη λογική, αλλά και εμπειρικά και βιωματικά, με βάση το διαχρονικό και αιώνιο «Έρχου και ίδε» (Ιω. 1, 47), που αποτελεί τον κανόνα της Ορθοδοξίας.
Ο π. Γ. Φλορόφσκυ αναφέρει σχετικά: «Η παράδοση δεν είναι μια εξωτερική μαρτυρία που μπορεί να γίνει δεκτή από κάποιον που στέκεται απ’ έξω. Η Εκκλησία μόνο από το εσωτερικό, από μέσα, μπορεί να γίνει αποδεκτή και να γίνει αισθητή ως βεβαιότης».
Προσανατολίζοντας, μεθοδευμένα, το μάθημα των Θρησκευτικών σε μια γνωσιοκεντρική κατεύθυνση και στόχευση, η Επιτροπή της κ. Κεραμέως αναφέρει στην Εισήγησή της ότι:
«Έναν από τους άξονες, που έλαβε υπόψη, για να συντάξει τα Προγράμματά της, ήταν «οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), οι οποίες αναφέρουν ότι οφείλει το Κράτος να σέβεται τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των γονέων ή των μαθητών και απαγορεύεται να επιδιώκει, μέσω της θρησκευτικής εκπαίδευσης, την κατήχηση των μαθητών/μαθητριών σε ένα συγκεκριμένο θρησκευτικό δόγμα».
Μελετήσαμε τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ και διαπιστώσαμε ότι η Επιτροπή διαστρεβλώνει το κείμενο του ΕΔΔΑ, το οποίο δεν λέει και δεν εννοεί όσα λέει και εννοεί η Επιτροπή και το οποίο έχει ως εξής:
«Το Κράτος απαγορεύεται να επιδιώκει τον στόχο της κατήχησης που μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν σέβεται τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις των γονέων». Αυτό σημαίνει ότι το κράτος απαγορεύει μεν την Κατήχηση, αλλά όχι την εκκλησιαστική Κατήχηση, γενικά, αλλά μόνον την Κατήχηση (διδασκαλία), η οποία δεν σέβεται τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις των γονέων και φυσικά δεν αναφέρει, σε κανένα σημείο της, για απαγόρευση της κατήχησης σε συγκεκριμένο δόγμα.
Δηλαδή, στη δική μας περίπτωση, είναι δυνατόν να θεωρεί το ΕΔΔΑ κατήχηση, με την έννοια της προπαγάνδας και με στόχο τον προσηλυτισμό, την ορθόδοξη εκκλησιαστική διδασκαλία προς ορθόδοξους μαθητές;
Πώς λοιπόν η Επιτροπή γενικεύει, διαστρέφει και αλλοιώνει τα νοήματα δικαστικών κειμένων;
Επίσης, πώς είναι δυνατό να διαστρεβλώνει, σκόπιμα, τον όρο «indoctrination», και να τον συνδέει με τον εκκλησιαστικό όρο Κατήχηση;
Πρεσβεύει άραγε η Επιτροπή ότι όλα από το 1836 που διδάσκεται η ορθόδοξη παράδοση στα σχολεία, όλοι οι διδάσκαλοι ή οι θεολόγοι ασκούσαν προπαγάνδα και προσηλυτισμό καθώς δίδασκαν την όρθοδοξία σε ορθόδοξους μαθητές;
Πιστεύει επίσης η επιτροπή ότι η διδασκαλία της Εκκλησίας σε μικρούς ή μεγάλους που ήθελαν ή θέλουν να βαπτιστούν και ζητούσαν ή ζητούν οι ίδιο να συμμετέχουν στην οργανωμένη προς χάριν τους διδασκαλία της, την λεγόμενη κατήχηση αποτελεί προπαγάνδα και προσηλυτισμό και ότι με τον τρόπο αυτό επιδιώκει να επιβάλει τις αλήθειες της πίστεώς της, χωρίς κριτική σκέψη, διάλογο και σεβασμό στους διδασκόμενους, όταν, μάλιστα, βασικός όρος της Κατηχήσεως, ως διδασκαλίας της Εκκλησίας, ήταν και είναι η εν ελευθερία πειθώ και αποδοχή των αληθειών της πίστεως από τον διδασκόμενο;
Στην πραγματικότητα όμως διαπιστώνεται ότι όλα αυτά είναι σχεδιασμός και μεθόδευση που ξεκίνησε από τους κ. Φίλη και Γαβρόγλου και συνεχίζεται στην ίδια κατεύθυνση από την κ. Κεραμέως, με στόχο την απομάκρυνση του μαθητή από την Εκκλησία.
Επί ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησαν να το πετύχουν, με βασικό εργαλείο την διαθρησκεία – πολυθρησκεία και ουδετεροθρησκεία, που δημιουργούσαν σύγχυση, σχετικισμό, συγκρητισμό και θρησκευτική ουδετερότητα στις ψυχές των μαθητών αλλά και με τη γνωσιολογία, που καταντούσε γνωσιοκρατία.
Επί των ημερών της κ. Κεραμέως χρησιμοποιείται ως μέσο η γνωσιοκρατία. Ο στόχος, όμως, είναι ο ίδιος και δεν αλλάζει: Η αποξένωση και απομάκρυνση του παιδιού από τη μητέρα Εκκλησία του, τη διδασκαλία και τη ζωή της.
Έτσι, στην μεν Εισήγηση της Επιτροπής αναφέρεται ότι «το Μάθημα των Θρησκευτικών επιδιώκει να παραμείνει ένα μάθημα γνώσης και όχι κατήχησης» και στο Πρόγραμμά της Επιτροπής, που εγκρίθηκε με ΦΕΚ από την κ. Κεραμέως, αναφέρεται ψευδώς και παραπλανητικώς ότι «το ΜτΘ διαφοροποιείται από την Κατήχηση, η οποία αποτελεί έργο της Εκκλησίας».
Συμπτωματικά, παρόμοια διατύπωση υπήρχε και στα πολυθρησκειακά Προγράμματα, που για πρώτη φορά εγκρίθηκαν και κυκλοφόρησαν, με ΦΕΚ, από την κ. Διαμαντοπούλου (έκδοση 2011), όπου αναφερόταν, με το ίδιο ακριβώς νόημα και περιεχόμενο -αν και αφαιρέθηκε, έπειτα από διαμαρτυρίες, αυτό που με άλλες λέξεις περιλαμβάνεται και στα Προγράμματα Κεραμέως:
«Άλλο πράγμα είναι η “ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης” ως παιδαγωγικός σκοπός της Εκπαίδευσης και άλλο με βάση θρησκευτικά ή εκκλησιαστικά κριτήρια» (Οδηγ. Εκπ., σ.273)!
Αυτό σημαίνει ότι ούτε τότε ούτε τώρα, ο ορθόδοξος μαθητής γίνεται αποδεκτός, όπως είναι, με τη δική του ορθόδοξη ταυτότητα στο σχολείο, γεγονός εντελώς αντισυνταγματικό και μη συμβατό με τις αποφάσεις του ΣτΕ, στις οποίες η Επιτροπή Κεραμέως έχει το θράσος να ισχυρίζεται ότι "συμμόρφωσε πλήρως" το έργο της!
Δυστυχώς, η Επιτροπή, συνεχίζει να εφαρμόζει τη μεθοδευμένη στόχευση των ακυρωμένων Προγραμμάτων Φίλη – Γαβρόγλου, βασικό μέλημα των οποίων ήταν η οντολογική μετάλλαξη της ορθόδοξης συνείδησης του μαθητή σε ουδέτερη και η αποορθοδοξοποιή του.
Ουσιαστικά, επομένως, η Επιτροπή Κεραμέως διατηρεί τη θεωρία του ανατρεπτικού κονστρουκτιβισμού, ως εργαλείο, ο οποίος μπορεί, προφανώς, να χρησιμοποιηθεί σε άλλες επιστήμες και άλλα μαθήματα, κυρίως θετικής κατευθύνσεως, προκειμένου να συμβάλει στην ανατροπή ή αναθεώρηση των παλαιών επιστημονικών και τεχνολογικών δομών του παρελθόντος και να υιοθετήσει νέες, αλλά δεν είναι δυνατόν να θεωρείται εφαρμοστέος στις θεωρητικές και ανθρωπιστικές επιστήμες και ιδίως στην ορθόδοξη θεολογία και κατ’ επέκταση στο ΜτΘ.
Διότι πώς είναι δυνατό να ανατραπεί και να απορριφθεί το παρελθόν (η Αγ. Γραφή και η Παράδοση της Εκκλησίας), όλη δηλαδή η γραπτή και προφορική κληρονομιά και εμπειρία των Αγίων της, όταν η ίδια η ΚΔ διδάσκει:
«Στήκετε και κρατείτε τας παραδόσεις ας εδιδάχθητε» (Β΄ Θεσσαλ. 2,15).
Αυτή τη θεωρία, μαζί με όλες τις άλλες μεθοδεύσεις, βρήκαν οι αποδομητές να εφαρμόσουν στο Μάθημα των Θρησκευτικών, προκειμένου να ανατρέψουν και να αναθεωρήσουν την εκκλησιαστική και παραδοσιακή θεολογία και να αποξενώσουν τους ορθόδοξους μαθητές από αυτήν.
Διότι, είναι σαφές ότι για κανέναν άλλον λόγο δεν εισήχθη επί ΣΥΡΙΖΑ και δεν συνεχίζεται επί ΝΔ ο Κονστρουκτιβισμός, που είναι ολοφάνερο ότι ανατρέπει το εκκλησιαστικό παρελθόν, παρά για να μην αναπτύσσεται, να μην καλλιεργείται και να μην εμπεδώνεται θεολογικά στο ελληνικό σχολείο η ορθόδοξη συνείδηση των παιδιών, με βάση τη δογματική διδασκαλία των αληθειών και των παραδόσεων της ορθόδοξης χριστιανικής κληρονομιάς τους, ως μελών της Εκκλησίας τους.
Στα ακυρωμένα από το Συμβούλιο της Επικρατείας μάλιστα Προγράμματα του ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία διατηρεί και νεκρανασταίνει η Επιτροπή Κεραμέως, κυριαρχούν οι ως άνω θεωρίες, προκειμένου να επιτευχθεί η απόσχιση του μαθητή από την πνευματική και εκκλησιαστική του παράδοση.
Σε ένα από τα κείμενα μάλιστα αυτών των Προγραμμάτων, το οποίο, αφαιρέθηκε μεν, τότε, από αυτά, μετά από έντονες διαμαρτυρίες των Ορθοδόξων Θεολόγων της ΠΕΘ, αλλά δεν αφαιρέθηκε από τους σχεδιαστικούς στόχους, τις δομές και τις προθέσεις του Υπουργείου Παιδείας, αποκαλύπτονται οι προθέσεις των συγγραφέων τους, τις οποίες προθέσεις είναι σαφές ότι διατηρεί η κ. Κεραμέως, όταν η πλειοψηφία της 7μελούς Επιτροπής της για τη συγγραφή των Προγραμμάτων και των Βιβλίων αποτελείται από τους ίδιους συγγραφείς, που είχε χρησιμοποιήσει σε Επιτροπές του και ο ΣΥΡΙΖΑ.
Σε αυτό το κείμενο γίνεται λόγος για το «ενδιαφέρον του μαθητή για τη γνώση και την αναζήτηση αυτού που ορίζεται ως “χειραφέτηση”. Η γνώση είναι αληθινή, όταν μας ελευθερώνει από ό, τι ονομάζεται “πρόσδεση στο παρελθόν”. Χωρίς αυτό το “χειραφετικό ενδιαφέρον”, οι “αλήθειες” οποιασδήποτε επιστήμης και γνώσης λειτουργούν στατικά και ενδεχομένως χρησιμοποιούνται για ποικιλότροπη χειραγώγηση» (ΠΣ, 2011, σ. 21).
Τι άλλο να σημαίνει η ελευθερία και χειραφέτηση του μαθητή στο σχολείο από το θρησκευτικό του παρελθόν, από την μεθοδευμένη αποξένωσή του από την παραδοσιακή διδασκαλία και πίστη της Εκκλησίας του;
Ορθόδοξη Αλήθεια, 3/6/2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου