Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης (†)
Μία γυναίκα μόλις έφθασε στο μοναστήρι του οσίου την έπιασε φοβερός πονοκέφαλος και ξάπλωσε στον ξενώνα, λίγο ν’ αναπαυθεί. Οι άλλες γυναίκες, που ήταν μαζί της, πήγαν στην εκκλησία. Πόσο κοιμήθηκε δεν θυμάται, αλλά κάποια στιγμή άκουσε μία δυνατή φωνή που της έλεγε: «Εσύ από περιέργεια ήρθες;». Κατέβηκε στο κελλί του οσίου Γέροντος. Ήταν όλοι μαζεμένοι γύρω-γύρω κι έλεγε στον καθένα από κάτι. Κάθισε κι εκείνη και με θαυμασμό τον κοίταζε στα μάτια και το στόμα. Κάποια στιγμή τη ρώτησε: «Παιδί μου, τι με κοιτάζεις έτσι;» «Από αγάπη, προσέχω τι λες και περιμένω και εγώ κάτι να ακούσω». «Σαν τι θέλεις να ακούσεις; Από των πολλών μου αμαρτιών ασθενεί το σώμα, ασθενεί μου και η ψυχή».
Μία γυναίκα ήταν δευτεροπαντρεμένη και δεν τολμούσε να τον ρωτήσει κάτι, όπως οι άλλες γυναίκες. Ο όσιος στράφηκε προς το μέρος της και της είπε σιγά: «Τι να σου πω; Μπάλωμα είσαι» και σιώπησε. Μόνο εκείνη κατάλαβε το νόημα του λόγου του.
Μία γυναίκα πήρε μία γειτόνισσά της και πήγαν να επισκεφθούν τον όσιο Γέροντα. Μόλις τις είδε ο όσιος είπε στην πρώτη: «Εσύ, μάνα μου, καλά έκανες και ήρθες, αυτή γιατί την έφερες; Τα χέρια της φωτιά πήραν. Δεν τα βλέπεις;». Εκείνη η καημένη φοβήθηκε μόλις τ’ άκουσε. Απευθυνόμενος στη συνέχεια σ’ εκείνη της είπε: «Εσύ, αφού δεν ήξερες από αυτά τα πράγματα, γιατί μπερδεύτηκες; Γιατί το έκανες αυτό; Πήρες μεγάλη αμαρτία». Ήταν μία γυναίκα σε ώρα τοκετού και πήγε να τη βοηθήσει, δίχως να γνωρίζει τίποτε και το νεογέννητο πέθανε.
Ένας επίτροπος μίας εκκλησίας στον Πόντο φαίνεται δεν έκανε καλή διαχείρηση των χρημάτων. Σ’ ένα συγγενή του είπε ο όσιος: «Να ξέρεις είναι μέσα σε μία λίμνη μέχρι τη μέση και έχει δεμένα τα χέρια του με μία μεγάλη, βαρειά κλειδαριά». Σ’ ένα άλλον, που έφτιαχνε τα κόλλυβα για κάποιον κοιμηθέντα, πήγε πλησίον του ο όσιος και του είπε για την ψυχή του αναπαυθέντος με βαθύ νόημα: «Τέτοιο νηστικό και πεινασμένο άνθρωπο πρώτη φορά βλέπω. Αυτοί εδώ οι συγγενείς του για την ψυχή του δεν έκαναν τίποτε, μόνο να αρπάξουν κοίταζαν και τώρα τόσο πεινασμένος είναι αυτός ο καημένος».
Ένας πατέρας ήταν κάπως βλάσφημος. Η σύζυγός του ήταν αρκετά πιεστική μαζί του και τον φόρτωνε διάφορες δουλειές. Κουρασμένος εκείνος παρασυρόταν σε βλασφημίες. Ο όσιος Γέροντας επετίμησε τη σύζυγο: «Γιατί τον κουράζεις τον άνθρωπο και γίνεται βλάσφημος;». Της καταλόγισε και εκείνης ευθύνη για το αμάρτημα ως ακριβοδίκαιος. Όχι ότι δεν είχε μερίδιο ευθύνης και ο σύζυγος.
Από το βιβλίο: (†) Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Ο Όσιος Γεώργιος της Δράμας. Έκδοσις Ι. Μ. Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες (Σίψα) Δράμα 2016, σελ. 302, 306, 307 (αποσπάσματα).
https://www.koinoniaorthodoxias.org/martiria-kai-didaxi/osios-georgios-karslidis-apo-twn-pollwn-mou-amartiwn/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου