1. Ζούσε – έλεγε – κάποτε στην πόλη ένας νέος, ο οποίος διέπραξε πολλές και φοβερές αμαρτίες. Αυτός λοιπόν ο νέος ελέγχθηκε σφοδρά από την συνείδηση του, για τις πολλές αμαρτίες του, και με την βοήθεια του Θεού μετανόησε. Υπό το κράτος δε της μετανοίας ήλθε στην περιοχή των τάφων, όπου εγκαταστάθηκε σε έναν απ’ αυτούς και θρηνολογούσε την προηγουμένη ζωή του, πεσμένος με το πρόσωπο κατά γης και συνεχώς αναστενάζοντας από τα βάθη της καρδίας του.
Αφού πέρασε μία εβδομάδα, σ’ αυτή την κατάσταση της επίμονης και σκληρής μετανοίας, κατέφθασαν πλησίον του, εν καιρώ νυκτός, οι δαίμονες, που έβλαψαν πριν την ζωή του, φωνάζοντας και κραυγάζοντας:
– Πού είναι εκείνος ο μιαρός, ο οποίος αφού πέρασε καλά – καλά τη ζωή του μέσα σε ασέλγειες και ανηθικότητες έρχεται τώρα, έξαφνα, να μας κάνει τον καλό και τον σώφρονα; Και τώρα πλέον, που δεν μπορεί να διασκεδάζει και να απολαμβάνει τις ηδονές, θέλει να γίνει χριστιανός και ενάρετος; Και ποιο καλό περιμένει στην ζωή του, τώρα που είναι γεμάτος με τα δικά μας κακά;
Ε! εσύ, δεν θα σηκωθείς καμμιά φορά από εκεί; Δεν θα έλθεις συντροφιά μαζί μας, στους συνηθισμένους τόπους της αμαρτίας και της ακολασίας; Σε περιμένουν πόρνες και οινοπώλες, δεν θα έλθεις λοιπόν να ικανοποιήσεις τις επιθυμίες σου; Μετά από τόσες αμαρτίες που διέπραξες μέχρι σήμερα, έχασες πλέον κάθε ελπίδα σωτηρίας και τοιουτοτρόπως, άθλιε, βαδίζεις ολοταχώς προς την τιμωρία σου, εάν συνεχίσεις να θανατώνεις τον εαυτό σου. Γιατί είσαι πεισματάρης και επισπεύδεις την καταδίκη σου; Ότι παρανομία υπήρχε την διέπραξες, έγινες συνυπεύθυνος με μάς σε όλα τα εγκλήματα και τώρα τολμάς να φεύγεις από την συντροφιά μας; Δεν αποκρίνεσαι; Δεν συμφωνείς με τις προτάσεις μας; Δεν θα εγκαταλείψεις αυτόν τον τόπο να έλθεις μαζί μας;
Επειδή δε εκείνος επέμενε στο πένθος της μετανοίας και φαινόταν σαν να μην ακούει τις προτροπές των δαιμόνων, δεν απάντησε καθόλου. Τότε οι δαίμονες, βλέποντας, ότι δεν πέτυχαν τίποτε με τους λόγους, τον έπιασαν, τον έδειραν σκληρότατα και αφού τον καταπλήγωσαν, έφυγαν και τον εγκατέλειψαν μισοπεθαμένο. ‘Αλλά και πάλι ο νέος παρέμεινε ακλόνητος στη θέση του αναστενάζοντας και επιμένοντας στην ανένδοτη μετάνοια.
Εν τω μεταξύ τον αναζήτησαν οι συγγενείς του, οι οποίοι επιτέλους τον βρήκαν. Αφού δε έμαθαν την αιτία της συμφοράς, δηλαδή την θρασεία επίθεση των δαιμόνων, επέμεναν να τον μεταφέρουν στο σπίτι τους, αυτός όμως δεν δεχόταν να εγκαταλείψει τον τόπο της μετανοίας του.
Την επόμενη νύχτα του επιτέθηκαν και πάλι οι δαίμονες και τον βασάνισαν ακόμη περισσότερο. Οι συγγενείς του τον επισκέφθηκαν για δεύτερη φορά, χωρίς όμως να τον πείσουν να αφήσει τον τόπο της τιμωρίας του και να τους ακολουθήσει. Στις σχετικές προτροπές τους απαντούσε με υπομονή και εγκαρτέρηση.
– Μη με πιέζετε προτιμώ να πεθάνω, παρά να επανέλθω στην προηγούμενη άσωτη ζωή μου.
Την τρίτη νύχτα παρ’ ολίγον να πέθαινε από τα σκληρά βασανιστήρια των δαιμόνων, που του επιτέθηκαν δριμύτεροι από κάθε άλλη φορά.
Αφού πλέον είδαν οι δαίμονες, ότι τίποτε δεν επιτυγχάνουν και με τις απειλές και με τα βασανιστήρια, γιατί ο νέος με κανένα φόβητρο δεν άλλαζε γνώμη, αποχώρησαν και τον εγκατέλειψαν.
Φεύγοντας από κοντά του κραύγαζαν με μανία.
– Μας νίκησες, μας νίκησες, μάς νίκησες!
Έκτοτε τίποτε κακό δεν συνέβη στον νέο, αλλά πραγματοποίησε με καθαρή συνείδηση όλες τις αρετές. Μέχρι τέλους δε της ζωής του παρέμεινε στον τάφον, τον οποίον χρησιμοποίησε ως ασκητήριο και τιμήθηκε από τον Θεό με χαρίσματα θαυματουργίας.
https://greekdownloads.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου