Ο άρχοντας της περιοχής θέλησε κάποτε να δει τον αββά Ποιμένα, αλλά ο γέροντας δεν δεχόταν. Τότε έπιασε τον γιο της αδελφής του, τάχα για κάποιο κακούργημα, και τον έκλεισε στη φυλακή λέγοντας: «Αν έρθει ο γέροντας να με παρακαλέσει γι’ αυτόν, θα τον ελευθερώσω». Πήγε λοιπόν κλαίγοντας η αδελφή του στην πόρτα του γέροντα, εκείνος όμως δεν της έδωσε καμία απόκριση. Αυτή του έβαλε τις φωνές: «Άσπλαχνε, λυπήσου με, τον έχω μοναχοπαίδι». Εκείνος όμως έστειλε κάποιον να της πει: «Ο Ποιμήν παιδιά δεν έκανε», και έτσι αυτή έφυγε. Ο άρχοντας, όταν το άκουσε, έστειλε να του πουν: «Έστω με έναν λόγο πες μου, και θα τον αφήσω ελεύθερο». Και ο γέροντας του έστειλε απάντηση: «Εξέτασε την υπόθεσή του με βάση τους νόμους· και αν είναι άξιος να καταδικαστεί σε θάνατο, ας πεθάνει. Αν όμως δεν είναι, κάνε όπως νομίζεις».
Κάποτε σε ένα κοινόβιο κάποιος αδελφός έσφαλε. Στα μέρη εκείνα ζούσε ένας αναχωρητής που για πολλά χρόνια δεν είχε βγει από το κελλί του. Πήγε λοιπόν σε αυτόν ο ηγούμενος του κοινοβίου και του μίλησε για τον αδελφό που έσφαλε. «Να τον διώξετε», του απάντησε αυτός.
Όταν ο αδελφός διώχτηκε από το κοινόβιο, μπήκε σε μια χαράδρα και έκλαιγε εκεί. Έτυχε τότε κάποιοι αδελφοί να πηγαίνουν προς τον αββά Ποιμένα και τον άκουσαν να κλαίει. Μπήκαν στη χαράδρα και τον βρήκαν να είναι πολύ πονεμένος. Τον παρακάλεσαν να τον πάρουν μαζί τους στον γέροντα, αλλά δεν ήθελε και έλεγε: «Εδώ θα πεθάνω». Όταν έφτασαν στον αββά Ποιμένα, του ανέφεραν το γεγονός, και αυτός τους παρακάλεσε να πάνε στον αδελφό λέγοντας: «Πείτε του ότι ο αββάς Ποιμήν σε ζητά». Πράγματι, ήρθε ο αδελφός στον γέροντα, ο οποίος, βλέποντάς τον θλιμμένο, σηκώθηκε, τον ασπάστηκε, και μιλώντας του πρόσχαρα τον παρακίνησε να φάει.
Έπειτα ο αββάς Ποιμήν έστειλε έναν από τους αδελφούς του να πει στον αναχωρητή: «Από πολλά χρόνια είχα την επιθυμία να σε δω, ακούγοντας για εσένα, και από την οκνηρία και των δυο μας δεν ανταμωθήκαμε. Τώρα λοιπόν, καθώς θέλησε ο Θεός και παρουσιάστηκε και κάποια αφορμή, κάνε τον κόπο να έρθεις ως εδώ να ιδωθούμε». Ο αναχωρητής, αν και δεν έβγαινε από το κελλί του, μόλις το άκουσε, είπε: «Αν ο Θεός δεν φώτιζε τον γέροντα, δεν θα έστελνε να με καλέσει». Σηκώθηκε λοιπόν, πήγε σε αυτόν, και αφού ασπάστηκε ο ένας τον άλλον με χαρά κάθισαν. Του είπε τότε ο αββάς Ποιμήν: «Σε κάποιον τόπο ήταν δύο άνθρωποι, και είχαν νεκρούς και οι δύο· ο ένας όμως άφησε τον δικό του νεκρό και πήγε να κλάψει τον νεκρό του άλλου». Όταν το άκουσε αυτό ο γέροντας ένιωσε κατάνυξη, καθώς θυμήθηκε αυτό που έκανε, και είπε: «Ο Ποιμήν είναι ψηλά στον ουρανό, εγώ όμως κάτω κάτω στη γη».
Από το βιβλίο: Το Γεροντικό, τόμος Α’, μετάφραση. Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 241 (Αββάς Ποιμήν 5, 6).
https://www.koinoniaorthodoxias.org/pateriko-anthologio/avvas-poimin/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου