«Μερικοί βλέπουν τα πράγματα όπως είναι κι αναρωτιούνται «γιατί;». Εγώ ονειρεύομαι πράγματα που δεν υπήρξαν ποτέ κι αναρωτιέμαι, γιατί όχι;» (ΜΠΕΡΝΑΡΣΩ)
«Κράτος που μετατρέπει σε νάνους τους πολίτες, για να τους κάνει πειθήνια όργανά του, θα διαπιστώσει ότι με μικρούς ανθρώπους δεν μπορεί να κάνει μεγάλα έργα». Η φράση αυτή του Τζων Στιούαρτ Μιλλ αισθητοποιεί το σοβαρότερο πολιτικό πρόβλημα του καιρού μας: τη μικροποίηση και μικροβιοποίηση του πολίτη. Φυσικά ποτέ τα μικρόβια δε θα διανοηθούν να επαναστατήσουν. Απλώς θα φροντίσουν να μολύνουν ολόκληρο τον πολιτικό οργανισμό. Το να εξηγήσει κανείς πόσο δυσάρεστο είναι αυτό, φαίνεται μάλλον περιττό. Κανείς δεν ανοίγει διάλογο με τα μικρόβια· τα σκοτώνει.
Ο λόγος φαίνεται σε πρώτη ματιά σκληρός. Δε θέλουμε σαν πρότυπο πολιτικής τον Νέρωνα, που ευχόταν όλος ο ρωμαϊκός λαός να είχε ένα λαιμό, για να τον κόψει με μια σπαθιά. Χρησιμοποιώντας το ρήμα «σκοτώνω», το εννοούμε σε μια μεταφορική διάσταση: να σκοτώσουμε τα συστήματα, που προωθούν τη μικροβιοποίηση μας, κάνοντας ο καθένας ένα ποιοτικό άλμα: την προσωπική του επανάσταση. Κατά πόσο, όμως, είναι έτοιμος και πρόθυμος ο σημερινός Έλληνας για μια τέτοια επανάσταση; Το να γίνει μια επανάσταση δεν είναι εύκολο πράγμα, είτε αυτή είναι αποτέλεσμα κοινωνικοπολιτικών ζυμώσεων είτε είναι θέμα προσωπικό, που έχει σχέση με την ψυχολογική κατάσταση του κάθε ατόμου. Η επανάσταση είναι μια εξέγερση, που εκδηλώνεται βίαια ή έντονα, άρα χρειάζεται ανθρώπους, που να έχουν τις κατάλληλες —ηθικές κυρίως- δυνάμεις, για να τη φέρουν σε πέρας. Κάθε ανατροπή στο χώρο της κοινωνικής ή πολιτικής ζωής είναι γεγονός που περνά στην ιστορία, και ανάλογα, αν γίνεται κατά τη θέληση πολλών ή λίγων, χαρακτηρίζεται σαν επανάσταση ή δικτατορία. Όμως, υπάρχουν και αφανείς επαναστάσεις, που συντελούνται στον ίδιο τον άνθρωπο, καμιά φορά χωρίς να γίνονται πολύ αντιληπτές, οι οποίες τελικά καθορίζουν ολόκληρη τη ζωή του.Κάθε επανάσταση, εξ ορισμού θα λέγαμε, απαιτεί θυσίες. Οι λίγες εξαιρέσεις, που ίσως υπάρχουν, επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Κατά τη διάρκεια μιας επαναστατικής διεργασίας αλλά και μετά, η φυσική και ήρεμη πορεία του ανθρώπου διαταράσσεται: υπάρχουν «μάχες» και «θύματα». Φυσικά, αυτές οι μάχες τοποθετούνται όχι μόνο στα πολεμικά πεδία ή πίσω από τα οδοφράγματα αλλά και στον εσωτερικό κόσμο αυτού που επαναστατεί, γιατί ίσως πολλά τον κάνουν ν’ αγανακτεί. Πρέπει λοιπόν, όταν αναφερόμαστε στην επανάσταση, να τη θεωρούμε στην πιο ευρεία της έννοια, την έννοια δηλαδή της αλλαγής, της απόρριψης κάποιων παλαιών καταστάσεων και την αποδοχή καινούργιων, μια διαδικασία που παρά τις επιμέρους διαφορές, έχει κοινά χαρακτηριστικά.
Τ’ αποτελέσματά της είναι αβέβαια: οι επαναστατικές περίοδοι ακολουθούνται από αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα σύγχυσης, όπου κυριαρχεί η πάλη ανάμεσα στο καινούργιο και στα τελευταία απομεινάρια του παλιού. Η επιτυχία μιας επανάστασης όχι απλώς δεν είναι σίγουρη, αλλά και τα θετικά της αποτελέσματα μπορεί ν’ αργήσουν τόσο να φανούν, ώστε ή να περάσουν τελικά απαρατήρητα ή να μη συνδεθούν με αυτήν.
Η δραστηριότητα των ενεργών μελών της διαδικασίας, που λέγεται επανάσταση, καταναλώνεται πλήρως σ’ αυτή: πρέπει να δώσουν όλη τη θέρμη, τη θέληση, την ικανότητά τους. Αυτός είναι ο λόγος, που όλες οι επαναστάσεις έχουν τους ήρωές τους, ήρωες οι οποίοι γίνονται σύμβολα για το πλήθος άλλων ανθρώπων. Στην περίπτωση όμως της «εσωτερικής» επανάστασης, ήρωας και πρωταγωνιστής είναι ο ανώνυμος άνθρωπος, αυτός, που κατά τον ποιητή, προχωρεί στα σκοτεινά, για να βρει μια διέξοδο προς το φως ή, καιόμενος, να γίνει φως.
Γενικά, μπορεί να παρατηρηθεί ότι η φύση του σημερινού ανθρώπου, του σημερινού Νεοέλληνα για να είμαστε πιο ακριβείς, είναι αντιεπαναστατική. Ταυτίζει την πολυφωνία με την παραφωνία και την ενεργό συμμετοχή στα κοινά με την επιτυχία των «δικών» του και την ευόδωση των δικών του επιδιώξεων. Ο Μαρκούζε στον «Μονοδιάστατο Άνθρωπο» γράφει πως ο σημερινός άνθρωπος ζει παγιδευμένος σε μια κοινωνία χωρίς αντιπολίτευση. Ο Έλληνας ειδικά είναι παγιδευμένος στη «Δημοκρατία του Μέσου». Η χειρότερη κατάρα που μπορεί ν’ ακούσει κανείς στην ελληνική επαρχία είναι: «Να σου πεθάνει το μέσο». Η «Δημοκρατία του Μέσου» είναι χειρότερη από κάθε λογής δικτατορία. Γιατί στη δικτατορία δεν υπάρχει αξιοκρατία ούτε στην πράξη ούτε στο Σύνταγμα. (Όλες οι δικτατορίες έχουν Σύνταγμα και συν-τάγματα). Στη «Δημοκρατία του Μέσου» η αξιοκρατία υπάρχει στο Σύνταγμα αλλά δεν υπάρχει στην κοινωνική και πολιτική ζωή. Καταπατείται από πολίτες και πολιτικούς. Έτσι στην πολιτική προσέρχονται είτε άνθρωποι ιδιοτελείς, χωρίς ηθικούς φραγμούς, που ξέρουν ότι ο χώρος θα τους ανεχθεί, είτε άνθρωποι ανιδιοτελείς, που δεν ξέρουν ότι ο χώρος θα τους διαφθείρει.
Ζούμε σε μια δύσκολη ιστορική καμπή. Σήμερα τα έθνη είναι από τα είδη που πουλιούνται σε τιμές ευκαιρίας. Οι λαοί εξαγοράζονται ή αγοράζονται. Μπροστά στην κατάσταση αυτή ο Νεοέλληνας, ο πρόθυμος να πεθάνει για την ομάδα του, προσφέρει την ψήφο του έναντι ανταλλαγμάτων. Προσπαθεί όπως-όπως να βολευτεί, να βρει μια δουλειά (κυρίως στο Δημόσιο, ώστε ο μισθός να είναι σίγουρος), για να ζήσει, όπως μπορεί την οικογένειά του. Στη ζωή του κυριαρχεί ένα πνεύμα κι ένα πλέγμα ηττοπαθούς παραδοχής, που εξέφρασε με σκληρό σαρκασμό ο Βάρναλης: «Μια μονάχα υπάρχει αλήθεια: μαχμουρλίκι [Μαχμουρλίκι (από το τουρκικό Mahmutluk): Υπνηλία. Το ουσιαστικό «μαχμουρλής» (τουρκ. mahmutlu) δηλώνει τον υπναλέο, το δύσθυμο, το βαρύθυμο, τον οκνό και αργό] και συνήθεια». Σίγουρα, λοιπόν, δε χρειάζεται ν’ αγανακτήσει, να επαναστατήσει, ν’ αναλάβει ευθύνες, οι οποίες θα τον ταρακουνήσουν από την καθημερινή —αλλά τόσο καθησυχαστική- ρουτίνα του.
Για τη μεγαλύτερη μερίδα του ελληνικού λαού το πολιτικό πρόβλημα συνίσταται στο ποιος θα πάρει τη μεγαλύτερη μερίδα του κρατικού προϋπολογισμού. Από εκεί και πέρα πάει να γίνει κανόνας η εγκαρτέρηση, η υποταγή στις διαμορφωμένες καταστάσεις, ιδιότητες που δεν είναι άσχετες με την ιδιότυπη ψυχοσύνθεση του λαού μας. Το κάπως περίεργο αλλ’ ωστόσο υπαρκτό «πάντρεμα» των παραπάνω ιδιοτήτων με τον προαιώνιο ατομισμό μας δείχνει ότι κάθε σκέψη για κάθε τύπου επανάσταση βρίσκεται πολύ μακριά από μας. Πολύ περισσότερο μακρινές είναι οι σκέψεις για την αλλαγή της ίδιας της ψυχοσύνθεσης μας, της φιλοσοφίας μας απέναντι στη ζωή, σκέψεις που θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν επαναστατικές. Ο μέσος Νεοέλληναςτου φθίνοντος εικοστού αιώνα είναι μια φθίνουσα προσωπικότητα, επίλογος του παλιού Έλληνα, που ήξερε να πεθαίνει για «ένα φιλότιμο». Επιπλέον, δε φημίζεται ούτε για τη μεγάλη πνευματικότητά του, ούτε για την αγάπη του προς τη διανόηση. Είναι ενδεικτικό πως τα έντυπά του, για να επιβιώσουν, χάνουν σιγά-σιγά την πνευματικότητά τους. Προσφέρουν εύπεπτη κι ερεθιστική ύλη, για να κολακεύουν κυρίως τη ματαιοδοξία του. Γιατί ο Νεοέλληνας, παρά την αμάθειά του, θέλει να περνάει για έξυπνος. Θεωρεί τον εαυτό του πονηρό και «καταφερτζή», δεν κάνει όμως τον κόπο να προβληματιστεί για το άτομό του. Έτσι, στερείται μόνος του από τα εναύσματα για μια αλλαγή προς το καλύτερο, που, για να είναι ουσιαστική, θα πρέπει να έχει τη μορφή της επανάστασης ενάντια στον προηγούμενο εαυτό του.
Η ατομική επανάσταση, λοιπόν, είναι, ίσως, το ουσιαστικότερο, το καθοριστικότερο βήμα για την ωριμότητα, για την ολοκλήρωση του ανθρώπου. Στα πλαίσιά της κερδίζεται η πολύτιμη συμφωνία ανάμεσα στην ιδεολογία και την πρακτική. Έτσι, ο άνθρωπος, κάνοντας πλέον αυτό που θέλει και που είναι σωστό, εφόσον είναι καρπός ουσιαστικού προβληματισμού, αποκτά ψυχική ισορροπία και προσδίδει στην πολιτική του δράση ένα στοιχείο ποιοτικής δικαιοσύνης.
Είναι γνωστό πως όταν εναντιώνεσαι στα συστήματα εξουσίας και χειραγώγησης των μαζών, είσαι καταδικασμένος να χαθείς. Τα κατεστημένα συμφέροντα, είτε πολιτικά λέγονται αυτά είτε οικονομικά, μπορούν με μεγάλη αποτελεσματικότητα να προστατευθούν από τους εχθρούς τους. Τα όρια της ανθρώπινης δραστηριότητας είναι σαφώς καθορισμένα από το σύστημα μέσα στο οποίο είναι ενταγμένη. Αυτό το σύστημα είναι που δίνει τη λεγόμενη κυρίαρχη ιδεολογία, η οποία, με την προπαγάνδα και την πλύση εγκεφάλου διαχέεται σ’ όλους τους πολίτες. Βέβαια, η κυρίαρχη ιδεολογία μέσα στο πνεύμα μιας «δημοκρατικής» μεγαλοψυχίας αφήνει και κάποια ψιχία «ελεύθερης» δράσης σε κάποιες περιθωριακές και θανάσιμα αλληλοσυγκρουόμενες μειοψηφίες, αρκεί βέβαια να παραμείνουν μειοψηφίες και να μη συγκλίνουν σε μια κοινή κοίτη. Ίσως μάλιστα πίσω από κάποια κραυγαλέα επαναστατικά έντυπα, που απευθύνονται στους νέους, να βρίσκεται κατάλληλα μασκαρεμένη η κατεστημένη τάξη, που το θεωρεί ωφέλιμο για το δικό της συμφέρον να επιτρέψει για λίγο χρονικό διάστημα σε κάποιους ανήσυχους νέους να «παίξουν την επανάστασή τους». Έτσι σε γενικές γραμμές, ο μέσος άνθρωπος εντάσσεται στο σύστημα, ζαλισμένος από τις υποσχέσεις για καλύτερη ζωή, φορτωμένος με τεχνητά ιδανικά, που μόνον αυτόν δεν εξυπηρετούν, εκμηδενισμένος από την πολύπλευρη τυποποίηση της ζωής του, που καταντά να γίνει τυποποίηση της σκέψης του.
Η δυνατότητα επανάστασης μέσα στα παραπάνω πλαίσια δίνεται πλέον σαν συνταγή, η οποία εξασφαλίζει μόνο την υγεία του συστήματος, μια και η κατάσταση είναι πάντα στα χέρια των κρατούντων: αυτοί είναι που κινούν τα νήματα της δράσης, ενώ οι άνθρωποι σαν μαριονέτες, νομίζουν ότι τους κινεί η δική τους θέληση κι ότι κάνουν τη δική τους επανάσταση. Έχουμε, έτσι, πάμπολλες «επαναστάσεις», οι οποίες ουσιαστικά είναι φραστικά σχήματα, λεκτικά πυροτεχνήματα, δικλείδες ασφαλείας για την εκτόνωση κάποιων εκρηκτικών καταστάσεων. Η αλλαγή σε τέτοιες περιπτώσεις -που είναι τόσο συχνές σήμερα— περιορίζεται μόνο στους τύπους.
Το σύστημα εξουσίας θέλει οι πολίτες να είναι «επαναστατικοί», «δημοκρατικοί», «αγωνιστές», αλλά να πατρονάρει τη δράση τους, ώστε η επανάστασή τους να είναι ανώδυνη, καθοδηγούμενη, να διοχετεύεται σε τομείς ανώδυνους για το status quo. Η εσωτερική επανάσταση των πολιτών δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να τους οδηγήσει στην συνειδητοποίηση της πραγματικής κατάστασης. Κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό για το κοινωνικο-πολιτικό σύστημα. Η εξέγερση αρχίζει με τη μορφή ερωτήσεων, αποριών, αμφισβητήσεων και καταλήγει σε δράση που εκτείνεται σ’ όλους τους τομείς. Τελικά βλέπουμε ότι η επανάσταση που κάνει ο άνθρωπος κατά του προηγούμενου εαυτού του, είναι πράξη πολιτική, μια και οδηγεί σε μια γενικότερη επανάσταση, η οποία πηγάζει από τις νέες αντιλήψεις σχετικά με τα πράγματα και τις καταστάσεις.
Γι’ αυτό άλλωστε τα συστήματα εξουσίας έχουν κάνει βασική τους επιδίωξη την αποενεργοποίηση του πολίτη, και τη δημιουργία του «καλού πολίτη», που χτυπάει κάρτα, πληρώνει τους φόρους και τους λογαριασμούς του τακτικά, που δε βάζει ενοχλητικά ερωτηματικά και που όταν νιώθει κάπως ασφυκτικά μπορεί να κτυπά το κεφάλι του, με κάθε τρόπο, με κάθε μέσο. Παράλληλα, αναπτύσσεται και διευρύνεται η τεχνική των σκοτεινών κυκλωμάτων. Αρχές ή πρόσωπα με αρχές σπιλώνονται. Όσοι τολμήσουν ν’ αντισταθούν και να προχωρήσουν, βουλιάζουν μέσα στον κοινωνικό και πολιτικό βούρκο. Ο αθώος θα γλιστρήσει και θα παγιδευτεί σε κάποια πολιτική πλεκτάνη. Ο υποψιασμένος μπορεί να εξοντωθεί είτε με οικονομικό, είτε με ηθικό, είτε —κι είναι πολύ συχνό αυτό- με βιολογικό θάνατο.
Η επανάσταση θα μπορούσε να είναι και μια πράξη φυγής, μια δραπέτευση από ένα περιβάλλον που λειτουργεί σαν φυλακή. Πολύ συχνά είναι πράξη ανθρώπων, οι οποίοι δεν έχουν ελπίδα από πουθενά για κάτι καλύτερο. Το σύστημα εξουσίας δε θέλει τέτοιους πολίτες, που η απελπισία τους κάνει να σκοτώνουν. Με σύμφωνη γνώμη της κοινής γνώμης —που θέλει ησυχία— προφταίνει και τους σκοτώνει το ίδιο, με κάθε τρόπο. Δεν είναι τυχαίο γεγονός η πρωτοφανής έξαρση των νεανικών αυτοκτονιών. Σε γενικές γραμμές, όμως, το σύστημα εξουσίας λειτουργεί με τέτοια ευελιξία που κάνει περιττή κάθε επαναστατική διαδικασία. Η άνεση, η τάση για πολυτελή διαβίωση, η «λογική» της υποταγής, η εξορία του «όχι» από το λεξιλόγιο και η έλλειψη ελευθερίας μέσα σε δημοκρατικό πλαίσιο είναι μερικά βασικά χαρακτηριστικά του καιρού μας. Η πολιτική λειτουργεί σ’ ένα σύστημα δημοκρατικά δικτατορικό. Έτσι η επανάσταση καταντά να φαίνεται σαν πράξη χωρίς κανένα κοινωνικό όφελος ή σαν μια απλή και στείρα άρνηση, η οποία δε στηρίζεται πουθενά.
Η ικανοποίηση των ατομικών αναγκών -κυρίως σε οικονομική διάσταση— είναι σκοπός της σημερινής κοινωνίας. Άρα, ο άνθρωπος πρέπει να έχει όλο και λιγότερες ποιοτικές απαιτήσεις. Η ανεξαρτησία της σκέψης, η αυτονομία, η αντιπολίτευση, το δικαίωμα στην ησυχία (με την έννοια της απολύτρωσης από τη δικτατορία του ήχου), το δικαίωμα στο ν’ απολαμβάνει το πράσινο ή να βλέπει απ’ το παράθυρό του τον ορίζοντα, θα μοιάζουν (ήδη μοιάζουν) στο μέλλον με αξίες ή αξιώσεις χωρίς νόημα. Δυστυχώς, οι μεγάλες επαναστάσεις του αιώνα μας χάθηκαν ή λοξοδρόμησαν, γιατί έβαλαν σε προτεραιότητα τις ποσοτικές κι όχι τις ποιοτικές αξιώσεις της ζωής. Όταν ο εργαζόμενος διεκδικεί μόνο περισσότερες απολαβές, τότε τα συστήματα που θα του εκχωρήσουν τις απολαβές αυτές, θα διεκδικήσουν με τη σειρά τους το δικαίωμα για περισσότερη παραγωγή, που σημαίνει εντονότερος ρυθμός εργασίας, αυτοματισμός και τυποποίηση, διεύρυνση των καταναλωτικών αναγκών, καταλήστευση της φύσης, μόλυνση και ρύπανση του περιβάλλοντος. Αυτή η μανία για παραγωγή-υπερπαραγωγή, που κυριαρχεί σε Δύση και Ανατολή, είναι η μοντέρνα δικτατορία του αιώνα μας. Τη στιγμή που κάθε κράτος κάνει υπέρτατο νόμο (summa lex) την «ανάπτυξη», η μη συμμόρφωση σε μια τέτοια πολιτική θεωρείται έγκλημα καθοσίωσης.
Τι μπορεί να κάνει το μεμονωμένο άτομο μπροστά στην κατάσταση αυτή;Αν συνειδητοποιήσουμε το πόσο είμαστε παγιδευμένοι, μπορούμε να κάνουμε τα πάντα: να τρώμε λιγότερο, να ντυνόμαστε φθηνότερα (αυτό δεν σημαίνει και ασχημότερα), να περπατάμε περισσότερο, να εργαζόμαστε όσο χρειάζεται για την κάλυψη των αναγκών μας (κι όχι πέρα από τις βιολογικές δυνατότητες μας), να ονειρευόμαστε περισσότερο, να χρησιμοποιούμε για μουσική τέρψη και τη δική μας φωνή κι όχι μόνο το «στέρεο», να βλέπουμε περισσότερα ηλιοβασιλέματα και λιγότερο τηλεόραση, να βάζουμε σε προτεραιότητα τη δική μας σκέψη κι όχι τη σκέψη των άλλων, να διαβάζουμε περισσότερο (το ποιοτικό βιβλίο είναι ακόμη φθηνό), να λέμε ολόκληρη την «καλημέρα» όχι μόνο στον ανώτερο αλλά και στον ιεραρχικά κατώτερο, να μην πιστεύουμε σε Μεσσίες, γιατί, όπως έλεγε ο Ουάιλντ, ο Μεσσίας έρχεται αλλά ποτέ δε φτάνει, να γκρεμίσουμε τους τοίχους που έχουν αυτιά αλλά και τους τοίχους από τ’ αυτιά μας, να μη διστάζουμε ν’ αρπάζουμε από τ’ αυτί όποιον τολμά να προσβάλει όχι μόνο τη δική μας τιμή αλλά και την τιμή του διπλανού μας, όταν, όπως έλεγε ο όρκος των αρχαίων Αθηναίων εφήβων «μόνος και μετά πολλών» θα σταθούμε στις επάλξεις του πολιτικού χρέους, τότε -και μόνο τότε- θα έχουμε κάνει ένα μικρό βήμα ο καθένας αλλ’ όλοι μαζί ένα μεγάλο ποιοτικό πολιτικό άλμα.
Από τη στιγμή, όμως, που η συνείδησή μας ξεφεύγει από τον έλεγχό μας, το ίδιο συμβαίνει και με τη δυνατότητα για επανάσταση. Πρέπει ν’ αγωνιστούμε, ώστε να διατηρήσουμε «ζωντανά» τ’ αντανακλαστικά μας, για να μην ξεπέσουμε στο επίπεδο της αγέλης, όπου οι προσταγές του Αρχηγού γίνονται δεχτές χωρίς συζήτηση και όπου η έννοια του πολίτη είναι εντελώς ασχημάτιστη.
(Δημοσιεύθηκε στο περιοδ. «ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ», 7-13 Απριλίου 1989, σσ. 24-26. Από το βιβλίο του Σαράντου Ι. Καργάκου: «Προβληματισμοί – ένας διάλογος με τους νέους.» Τόμος Ε΄, GUTENBERG – ΑΘΗΝΑ 1997)
(Πηγή ηλ. κειμένου: orp.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου