«Κατά φύσιν» καί «κατά τό πρέπον»
Στά πρόθυρα τῆς νηστείας τοῦ
Δεκαπενταυγούστου καί μέσα στήν πληθώρα τῶν ἀπόψεων πού κυκλοφοροῦν γιά
τήν διατροφή, τήν ὑγεία, τήν οἰκολογία καί τήν ζωοφιλία, θά ἀναφερθοῦμε
σέ ἕνα ἄρθρο τοῦ Παπαδιαμάντη, στό ὁποῖο μπορεῖ κανείς νά δῆ τόν
διαχωρισμό τῆς ὀρθόδοξης νηστείας ἀπό τίς διαστρεβλώσεις της.
Ὁ τίτλος τοῦ ἄρθρου εἶναι: Ἡ ἀληθής
ὑγίεια καί δημοσιεύτηκε πρώτη φορά, σύμφωνα μέ τό ὑπόμνημα τοῦ
Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλου, στίς 28 Ἰανουαρίου 1907, στήν ἐφημερίδα Ἀλήθεια.
Σέ αὐτό ὁ Παπαδιαμάντης παρουσιάζει τήν ἄποψή του γιά τό «κατά φύσιν
ζῆν» καί γιά τό «κατά τό πρέπον ζῆν».
Δέν γνωρίζουμε ἄν τότε εἶχαν ἀρχίσει νά
κυκλοφοροῦν εὐρέως οἱ ψυχαναλυτικές ἀπόψεις περί ὀνείρων καί
σεξουαλικότητος, τίς ὁποῖες εἶχε διατυπώσει ὁ Φρόιντ σέ βιβλία του, τά
ὁποῖα κυκλοφόρησαν τό 1900 καί τό 1905 ἀντίστοιχα, μερικά χρόνια,
δηλαδή, πρίν συντάξη τό ἄρθρο του ὁ Παπαδιαμάντης. Αὐτό τό σημειώνουμε,
γιατί ἀνατρέποντας ὁ Παπαδιαμάντης τήν ἄποψη τῶν χορτοφάγων, ὅτι ἡ
διατροφή τους συνιστᾶ τό «κατά φύσιν ζῆν», περιγράφει ὡς κατά φύσιν ζωή
ὅλο τόν πρωτογονισμό τοῦ ἀφώτιστου καί ἀκαλλιέργητου ἀσυνειδήτου.
Γράφει:
«Δέν εἶναι τό κατά φύσιν ζῆν μόνον τό νά χορτοφαγῇ τις (ὅπως δέν εἶναι τό νά κάμνῃ “ἀερόλουτρα” καί “ἡλιόλουτρα” καί νά καθιστᾷ ὑποχρεωτικόν τόν γάμον)· ἀλλ’ εἶναι κατά φύσιν ζῆν καί νά σαρκοφαγῇ καί ὠμοφαγῇ, καί τό νά διαρπάζῃ καί καταδυναστεύῃ, δυνάμει τῆς σωματικῆς ρώμης καί πρός κορεσμόν τῶν σαρκικῶν ὀρέξεων, καί τό ν’ ἀπάγῃ καί βιάζῃ τήν ἑκάστοτε ἀρέκουσα αὐτῷ γυναῖκα». Καί ἀφοῦ σημειώνει, μᾶλλον σαρκαστικά, καί ἄλλα χαρακτηριστικά τοῦ «κατά φύσιν ζῆν», γράφει: «Ἑνί λόγῳ κατά φύσιν ζῆν εἶναι ἡ ἐπάνοδος εἰς τήν ἀγρίαν κατάστασιν».
Ἀμέσως κατόπιν γράφει γιά τό «κατά τό
πρέπον ζῆν», γιά τό ὁποῖο σημειώνει, ὅτι «εἶναι τό ζῆν, ὄχι μόνον κατά
φύσιν, ἀλλά κατά τόν ὀρθόν λόγον καί πρό πάντων κατά τόν θεῖον νόμον,
δι’ οὗ εὐλογεῖται μέν ἡ φύσις, κυροῦται δέ ὁ ὀρθός λόγος».
Μόνος ὁ ὀρθός λόγος ὁδηγεῖ σέ δράσεις
ἄλλοτε σωστές καί ἄλλοτε ὑπερβολικές. Πάντως, σ’ αὐτές δέν ἐντάσσονται
«οἱ ἔκφυλοι τοῦ νεωτέρου πολιτισμοῦ, οἱ λατρεύοντες τό κυνάριόν των, καί
περιφρονοῦντες ὅλην τήν ἀνθρωπότητα». Γιά τά ζῶα προκρίνει «τήν
πρέπουσα εὐσπλαχνίαν», ὄχι τήν λατρεία. Σέ ὅλα ἔχει ὡς λύχνο τήν
διάκριση τῶν ἁγίων Πατέρων πού κατάρτισαν τούς Ἱερούς Κανόνες.
Ἡ διάκριση τῶν Κανόνων
Τίς νεωτερικές τότε ἀπόψεις περί
χορτοφαγίας τίς θεωρεῖ προερχόμενες ἀπό ἀνθρώπους «νοσοῦντες ἐξ
ἐλαφρότητος καί ρεκλαμομανίας». Γιά τό λυμένο μάλιστα θέμα τῆς
κρεοφαγίας γράφει ὅτι «εἶναι φυσική, ἀλλά πρέπει νά εἶναι μετρία… Ὅσον
ὀλιγώτερον κρέας φάγῃ τις εἰς τήν ζωήν του, τόσον καλύτερα. Ἐκτός ἄν ἔχῃ
εὐχήν, τουτέστιν ἔχῃ γίνει κοινοβιάτης ἤ ἀσκητής εἰς τό Ἅγιον Ὄρος…».
Σημειώνει ὅμως ὅτι ἡ ἀποχή τοῦ κρέατος πρέπει νά γίνεται «ἄνευ
βδελυγμίας», κατά τό Ἱερό Κανόνα πού διακελεύει: «Εἴ τις ἀπέχεται οἴνου
καί κρεῶν καί γυναικός, μή δι’ ἐγκράτειαν, ἀλλά διά βδελυγμίαν, ἀνάθεμα
ἔστω».
Θεωρεῖ ὅτι οἱ νεωτερίζοντες χορτοφάγοι
«αὐτήν τήν βδελυγμίαν εἰσάγουν». Καί συμπληρώνει, ὅτι οἱ ὑποχρεωτικές
γιά ὅλους τούς Χριστιανούς νηστεῖες «ἀρκοῦν διά τήν ἀποχήν ἀπό τοῦ
κρέατος καί τῶν ἄλλων λιπαρῶν βρωμάτων».
π.Θ.Α.Β.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου