Σε μία περίοδο – διηγείται ο π. Γεώργιος Καλαντζής, Εφημέριος Αγίου Γερασίμου Ιλισίων – τον χάσαμε τον Γέροντα Πορφύριο καμμιά εικοσαριά μέρες. Είχε προηγηθή μία κουβέντα που κάναμε και μου έλεγε «βρε συ, εγώ θέλω να φύγω, θέλω να πάω στην μετάνοιά μου και εκεί να πεθάνω, εκεί να κοιμηθώ, εκεί να τελειώσω, μην πης τίποτα, γιατί αυτοί εδώ δεν θα με αφήσουν να φύγω».
Έπειτα από αυτήν την κουβέντα, ύστερα από λίγο καιρό ο Γέροντας χάθηκε καμμιά εικοσαριά μέρες. Φοβήθηκα μήπως πήγε στο Άγιον Όρος, ρώτησα, μου είπαν “όχι”. Φοβήθηκα μην φύγη κρυφά και δεν τον δούμε. Έψαξα με τον π. Σάββα, τον συνεφημέριό μου, λαϊκός αυτός τότε. Όταν τον είχα ρωτήσει «πού είσαι Γέροντα;», μου λέει «είμαι από την Κάρυστο μέχρι την Λίμνη». Μου είπε όλη την Βόρεια Εύβοια, οπότε ψάχναμε με τον π. Σάββα, αλλά μου είχε πει και διάφορες ιστορίες και γεγονότα οπότε μου είχε εξάψει την φαντασία και είχα προσδιορίσει ότι θα είναι μία κάθετη από την γραμμή που οδεύει από Νότια Εύβοια έως Βόρεια αλλά προς το Αιγαίο, ότι κάπου θα χάνεται σ’ ένα χωματόδρομο.
Και όντως μια μέρα ολόκληρη έψαχνα και έπεσα επάνω του. Τότε έφαγα μια κατσάδα! ήταν και οι παπαδιές μαζί μας, και άρχισε να φωνάζη ο Γέροντας «γιατί ήρθατε κ.τ.λ.». Πήραμε ευχή και φύγαμε βρεγμένοι. Όταν γύρισε ο Γέροντας ύστερα από 15-20 μέρες, πήγα στον Ωρωπό και του λέω «Γέροντα, με έχετε συγχωρέσει;». «Τι να κάνω, βρε συ, αφού σε αγαπώ δεν μπορώ να μη σε συγχωρέσω».
Έτσι γνώρισα την Αχλαδερή, το μέρος που κρυβόταν ο Γέροντας. Ήταν ένα εκκλησάκι, ο άγιος Αντώνιος και 5 μέτρα παρακάτω, είχε ένα πλατώ, όπου είχε βάλει ο Γέροντας ένα νοσοκομειακό χωρίς ρόδες και εκεί είχε κάνει το ασκητήριό του και μάλιστα μοντέρνο ως εξής: Είχε βάλει μία σόμπα υγραερίου έξω από τον κλειστό χώρο, αλλά είχε περάσει το μπουρί μέσα, οπότε δούλευε η σόμπα έξω, ας κρύωνε, αλλά το μπουρί μέσα ζέσταινε. Το δε καλοκαίρι είχε βγάλει το μπουρί το οριζόντιο και είχε αφήσει το κάθετο και λειτουργούσε αυτό σαν air-condition, δηλαδή έμπαινε κρύος αέρας και έβγαζε έξω τον ζεστό και έτσι είχε δροσιά. Αυτή ήταν από τις πατέντες του Γέροντα.
Στα 15-20 μέτρα πίσω από το πλατώ εκείνο είχε μια ελιά υπεραιωνόβια, η οποία πριν χρόνια είχε καεί, αλλά είχε κάνει σαν σπηλιά τρόπον τινά στο εσωτερικό της, περίπου 1,5 μέτρο και είχαν βάλει ένα μουσαμά και εκεί ήταν το κατοικητήριο δύο γυναικών, της Κατερίνας και της Πηνελόπης. Η Κατερίνα έγινε μετέπειτα μοναχή Αντωνία. Και όταν ο καιρός ήταν πολύ κακός, είχαν το εκκλησάκι κατοικητήριο στον πρόναο, στο πίσω μέρος. Εκεί λοιπόν οι κοπέλλες μείνανε μετά την κοίμηση του Γέροντα.
Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.
Από το βιβλίο: «Ο Όσιος Πορφύριος (Μαρτυρίες – Διηγήσεις – Νουθεσίες)». Α’. Μαρτυρίες. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη», σελ. 172.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου