Με άλλα λόγια, όσες φορές βλέπουμε τη σκοτεινή πλευρά του εαυτού μας και όσο αυτή η επίγνωση αυξάνει διότι αισθανόμαστε τον εαυτό μας περισσότερο κάτω από το φως του Θεού (δηλαδή κάτω από το φως της θείας Κρίσης), τότε πρέπει να συμπεράνουμε δύο πράγματα: ότι με οδύνη ανακαλύψαμε την εσωτερική μας ασχήμια και ότι, παρά την οδύνη αυτή, μπορούμε συγχρόνως να χαιρόμαστε γιατί ο Θεός μάς χάρισε την εμπιστοσύνη Του. Αυτός ο ίδιος μάς εμπιστεύθηκε μια νέα γνώση του εαυτού μας, όπως είναι, όπως Αυτός πάντοτε μας έβλεπε και όπως, μερικές φορές, μας εμπόδισε να δούμε γιατί δεν θ’ αντέχαμε στην αλήθεια. Έτσι η Κρίση γίνεται χαρά γιατί, παρόλο ότι ανακαλύπτουμε τι είναι κακό, αυτή η ανακάλυψη μετριάζεται απ’ την αίσθηση ότι ο Θεός έχει δει αρκετή πίστη, ελπίδα και κουράγιο μέσα μας ώστε να μας επιτρέψει να δούμε· γιατί ξέρει ότι τώρα πια μπορούμε και να δράσουμε.
Όλα αυτά έχουν σημασία αν θέλουμε να καταλάβουμε ότι η χαρά και η πνευματική δράση συμβαδίζουν. Διαφορετικά η επίμονη και συνεχής προσπάθεια της Εκκλησίας και του Λόγου του Θεού να μας κάνουν να συναισθανθούμε τι δεν πάει καλά μέσα μας, θα μπορούσαν να μας οδηγήσουν σε απόγνωση και σκοτείνιασμα του νου και της ψυχής.
Όταν απελπιστούμε και καταρρεύσουμε, είμαστε ανίκανοι ν’ αποδεχθούμε με χαρά την Ανάσταση του Χριστού, επειδή ακριβώς τότε νιώθουμε ή νομίζουμε πως νιώθουμε ότι η Ανάσταση δεν έχει καμιά σχέση με μας. Εμείς τότε βρισκόμαστε στο σκοτάδι. Εκείνος είναι το φως. Μας απασχολεί έντονα η Κρίση και η καταδίκη μας, τη στιγμή που θα ‘πρεπε να κάνουμε προσπάθεια ν’ αποβάλουμε το σκοτάδι για να βρεθούμε μέσα στη σωτηριώδη ενέργεια του Θεού, που είναι βέβαια η κρίση μας αλλά και η σωτηρία μας.
Έτσι λοιπόν, το πρώτο βήμα είναι να γνωρίσουμε τον εαυτό μας. Η αμαρτία προξενεί διάσπαση και στον εαυτό μας και στις σχέσεις μας με τους άλλους. Ανάμεσα δε σ’ αυτούς τους άλλους δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως υπάρχει πάντα ο αόρατος Πλησίον, ο Θεός. Επομένως το πρώτο βήμα στην αποτίμηση του εαυτού μας θα είναι να καταμετρήσουμε αυτή την κατάσταση της διάσπασης. Πόσο η καρδιά μου βρίσκεται σε διάσταση με το μυαλό μου; Η θέλησή μου κατευθύνεται σ’ ένα μοναδικό σκοπό ή ταλαντεύεται αδιάκοπα; Πόσο οι πράξεις μου κατευθύνονται από τη δική μου σταθερή πίστη και πόσο επηρεάζονται από ανυπότακτες παρορμήσεις; Πόση ολοκλήρωση υπάρχει μέσα μου; Ή, από την άλλη μεριά, πόσο απόμακρα βρίσκομαι από τον Θεό και τον πλησίον μου;
+Μητροπολίτου Anthony Bloom
από το βιβλίο Πορεία και Συνάντηση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου